φηλόω
ἆρον τὸν κράβαττόν σου καὶ περιπάτει → take up thy bed and walk, take up your bed and walk, pick up your mat and walk
English (LSJ)
A cheat, deceive, ἐφήλωσεν φρένας A.Ag.492; ἐπέεσσιν A.R.3.983; λώβαισι καὶ κλαυθμοῖσι Lyc.785, cf. Men.17:—Pass., γλώσσαις φηλούμενοι E.Supp.243.
German (Pape)
[Seite 1267] betrügen, täuschen; Aesch. Ag. 478 φῶς ἐφήλωσε φρένας; Eur. Suppl. 255; sp. D., wie Lycophr. 785 Ap. Rh. 3, 983; Mein. Men. p. 15.
Greek (Liddell-Scott)
φηλόω: ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, τερπνὸν τόδ’ ἐλθὼν φῶς ἐφήλωσεν φρένας Αἰσχύλ. Ἀγ. 492· γλώσσαις πονηρῶν προστατῶν φηλούμενοι Εὐρ. Ἱκ. 243· φηλώσας πρόμον, δηλ. ἀπατήσας τὸν ἄρχοντα, Λυκόφρ. 785, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 983, Μένανδρ. ἐν «Ἀλιεῦσιν» 11.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
tromper, voler.
Étymologie: φηλός.
Greek Monotonic
φηλόω: μέλ. -ώσω, κοροϊδεύω, εξαπατώ, σε Αισχύλ. — Παθ., φηλούμενοι, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
φηλόω: обманывать, вводить в заблуждение (φρένας Aesch.): γλώσσαις τινὸς φιλούμενοι Eur. обманутые чьими-л. лживыми речами.
Middle Liddell
φηλόω, [from φῆλος
to cheat, deceive, Aesch.: Pass., φηλούμενοι Eur.