ἀσυγκόμιστος
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ον,
A not gathered in, καρπός X.Cyr.1.5.10.
German (Pape)
[Seite 379] ungeerntet, nicht eingebracht, καρπός Xen. Cyr. 1, 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκόμιστος: -ον, ὁ μὴ συγκομισθείς, καρπὸς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non apporté ensemble, non recueilli.
Étymologie: ἀ, συγκομίζω.
Spanish (DGE)
-ον
no recogido καρπός X.Cyr.1.5.10, cf. PCair.Isidor.77.16 (IV d.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀσυγκόμιστος, -ον) συγκομίζω
ο αμάζευτος.
Greek Monotonic
ἀσυγκόμιστος: -ον (συγκομίζω), αυτός που δεν έχει συλλεγεί, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀσυγκόμιστος: не свезенный (в одно место), неубранный (καρπός Xen.).
Middle Liddell
συγκομίζω
not gathered in, Xen.