θνήσκω

From LSJ
Revision as of 12:25, 15 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")

ὕδωρ δὲ πίνων οὐδὲν ἂν τέκοι σοφόν → by drinking water you would never create anything great

Source

German (Pape)

[Seite 1212] (θαν), fut. θανοῦμαι, θνήξομαι Leon. Al. 35 (IX, 354), aor. ἔθανον, θανεῖν, perf. τέθνηκα, mit den synkopirten Formen τέθναμεν, τέθνατε, τεθνᾶσι, opt. τεθναίην, imper. τέθναθι, partic. τεθνεώς, τεθνεῶσα, τεθνεώς, od. τεθνεός, Her. 1, 112; bei Hom. auch τεθνηώς, τεθνηότος, Od. 24, 56 Il. 13, 659. 19, 300. 24, 20; τεθνεῶτι dreisylbig Od. 19, 331, wie τεθνεώτων im Hexameter bei Eur. Suppl. 272; Sp. D. auch τεθνεότος, Qu. Sm. 7, 65; vom fem. kommt nur τεθνηκυῖα vor, Od. 4, 734, comp. κατατεθνηυῖα; Buttmann zieht die böotische Form τεθνειώς vor u. hält sie findet, Theocr. 25, 273 Qu. Sm. 5, 502; vgl. Wernicke Tryphiod. p. 193 u. Spitzner zu Il. 6, 71; lus. τεθνάναι, ep. τεθνάμεν u. τεθνάμεναι, auch τεθνᾶναι, Aesch. Ag. 525, plusqpf. ἐτέθνασαν. Aus dem perf. ist ein neues fut. τεθνήξω gebildet, in der Bdtg "todt sein werden", Aesch. Ag. 1252; Ar. ὡς τεθνήξων ἴσθι νυνί, Ach. 306; auch Plat. Gorg. 469 d ist τεθνήξει für τεθνήξεται jetzt hergestellt; aber Ar. Nubb. 1418 steht noch σὺ δ' ἐγχανὼν τεθνήξει, wie Ach. 565 u. Vesp. 654; τεθνήξομαι Luc. Char. 17, vgl. Soloec. 67; dor. τεθναξοῦμαι, Plut. apophth. Lac. Brasid. 3; auch τεθνήσειν, D. Cass. 51, 13; – sterben, den Tod finden, im perf. gestorben, todt sein; sowohl vom natürlichen Tode, Hom. u. Folgde überall, als von jedem gewaltsamen Getödtetwerden, Umkommen; αἴ κε θάνῃς καὶ μοῖραν ἀναπλήσῃς βιότοιο Il. 4, 170; θανεῖν καὶ πότμον ἐπισπεῖν 7, 52 u. öfter; χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν, von den Händen des Aias sterben, durch ihn getödtet werden, 15, 289; ζωὸς ἠὲ θανών, lebend oder todt, Od. 4, 553; εἴ που ἔτι ζώουσιν ἢ ἤδη τεθνᾶσι 15, 350; öfter bei den Folgdn ζῶν u. τεθνηκώς einander entgegengesetzt; τεθνηώς, der Todte; νεκρὸν τεθνηῶτα Od. 12, 10, νέκυος πέρι τεθνηῶτος Il. 18, 173; θανεῖν ἔκ τινος sagt Pind. P. 4, 72, der neben τεθνηκότων, N. 7, 32, auch τεθναότα, 10, 74 hat; τέθνηκας, du bist todt, Aesch. Ch. 880 u. sonst; ἄνδρες τεθνᾶσιν ἐκ χερῶν αὐτοκτόνων, durch eigene Hand, Spt. 787; δορὶ ἔθανες 943, δορικανεῖ μόρῳ Suppl. 965; βιαίως Ch. 542; übertr., λόγοι θρώσκουσι θνήσκοντες μάτην 833; Soph. sagt ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ist schon lange todt, Ant. 560, vgl. Phil. 1009 El. 1141; übertr., untergehen, θνήσκει δὲ πίστις, βλαστάνει δ' ἀπιστία O. C. 617; θανεῖν ὑπό τινος, öfter, ἔκ τινος O. R. 1454; πρός τινος ib. 292, wie Eur. Hecub. 773. In Prosa ist bes. das perf. üblich, für praes. u. aor. dagegen das comp. ἀποθνήσκω; ὁ τεθνεὼς ὑπὸ τοῦ σοῦ πατρός, der von deinem Vater getödtet oder durch deines Vaters Schuld gestorben ist, Plat. Euthyphr. 4 b; Folgde. Selten von Sachen, τέθνηκε τὸ τρυβλίον Ar. Ran. 983.

Greek (Liddell-Scott)

θνήσκω: (ῄ), Δωρ. θνάσκω: μέλλ. θᾰνοῦμαι Σιμων. 85. 9, Σοφ. Ἀντ. 462, Τρ. 160, Εὐρ. Τρῳ. 1056, Ἐπικ. ἀπαρ. -έεσθαι Ἰλ. Δ. 12: - ἀόρ. ἔθᾰνον, Ἐπικ. καὶ Ἰων. ἀπαρ. θανέειν, ὡς ἀείποτε παρ’ Ὁμ. πλὴν ἐν Ἰλ. Η. 52, θανέμεν Πίνδ. Π. 4. 126: -πρκμ. τέθνηκα Ἰλ. Σ. 12, Ἀττ.: ὑπερσ. ἐτεθνήκειν Ἀντιφῶν 137. 34, Λυσ. 156. 11, γ΄ πληθ. -ήκεσαν Ἀνδοκ. 8. 5· τοῦ πρκμ. ὑπάρχουσι πολλοὶ συγκεκομμένοι τύποι, γ΄ δυϊκ. τέθνᾰτον Ξεν. Ἀν. 4. 1, 19, α΄ πληθ. τέθνᾰμεν Πλάτ. Γοργ. 492Ε, γ΄ πληθ. τεθνᾶσι Ἰλ. Χ. 52, Ἀττ,· γ΄ πληθ. ὑπερσ. ἐτέθνᾰσαν Ἀντιφῶν 137. 36, Ἀνδοκ. 8. 42, Ξεν.· προστ. τέθνᾰθι Ἰλ. Χ. 365, τεθνάτω Ο. 496, Πλάτ. κλ.· εὐκτ. τεθναίην Ἰλ. Σ. 98, κτλ.· ἀπαρ. τεθνάναι ᾰ Ἡρόδ. 1. 31, Ἀριστοφ. Βατρ. 1012, Πλάτ. Κωμ. Λακ. 3, Θουκ., κλ.· τεθνᾶναι (τεθνάμεναι Brgk) Μίμνερμ. 2. 10, Αἰσχύλ. Ἀγ. 539 Ἐπικ. τεθνάμεναι, -άμεν Ἰλ. Ω. 225, Ο. 497, κτλ.· Αἰολ. τεθνάκην Σαπφὼ 2. 15· μετοχ. τεθνεὼς Ἡρόδ. 9. 120, Ἀριστοφ. Ὄρν. 476, κτλ., θηλ. τεθνεῶσα Λυσ. 189. 2, Δημ. 1016. 26 (τεθνηκυῖα Ἱππῶναξ 21, Εὐρ. Ὀρ. 109), οὐδ. τεθνεὸς Ἡροδ. 1. 112. Ἱππ. 571. 15 (τεθνηκὸς Πλάτ. ἐν Φαίδωνι 71D, πληθ. τεθνεῶτα 72C)· γεν. τεθνεῶτος, κτλ., Ὅμ., Ἀττ., ποιητ. τεθνεότος Ἀνθ. Π. παράρτ. 14, Κόϊντ. Σμ. 7. 66· Ἐπικ. τεθνηὼς (διάφ. γραφ. -ειὼς) Ἰλ. Ρ. 161, -ηυῖα Ὀδ. Δ. 734, Λ. 140· γεν. τεθνηῶτος Ἰλ. Ι. 633 (629), κτλ.· ὡσαύτως, χάριν τοῦ μέτρου, τεθνηότος Ρ. 435, Ὀδ. Ο. 23, κ. ἀλλ. τεθνεὼς ὡς δισύλλ. ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 476, τεθνεῶτι ὡς τρισύλλ. ἐν Ὀδ. Τ. 331, καὶ τεθνεώτων ἐν Εὐριπ. Ἱκέτ. 272· - ὅπου τινὲς γράφουσι τεθνὼς κτλ., ὡς ἐν Βαβρ. 45. 9: - ἐκ τοῦ πρκμ. τέθνηκα ἐγεννήθησαν παρ’ Ἀττ. οἱ τύποι τοῦ μέλλ. τεθνήξω, τεθνήξομαι, ὧν ὁ πρῶτος παρὰ τῇ παλαιοτέρᾳ, ὁ δὲ δεύτερος παρὰ τῇ νεωτέρᾳ, Ἀτθίδι, Dawes M. C. 151 κἑξ., Εlmsl. καὶ Dind. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 590· τὸν ἐνεργ. τύπον ἀπαιτεῖ τὸ μέτρον ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1279, Ἀριστοφ. Ἀχ. 325, ἀλλ’ ἀποδοκιμάζεται ὡς ἀρχαϊκὸν ὑπὸ τοῦ Λουκ. ἐν Σολοικ. 7. - Τοῦ ῥήματος τούτου οἱ πεζοὶ συγγραφεῖς σχεδὸν δὲν μεταχειρίζονται τὸν ἁπλοῦν τύπον εἰμὴ ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. (οἵτινες σπανίως εὕρηνται σύνθετοι), ἐνῷ ἀντὶ ἐνεστῶτος, μέλλοντος καὶ ἀορίστου χρῶνται τοῖς ἀποθνήσκω, ἀποθανοῦμαι, ἀπέθανον: τὸ καταθνήσκω ὡσαύτως εἶναι ποιητ. ἴδε Vcitch Ἀνώμαλα Ρήματα. (Ἡ √ΘΑΝ, εὑρισκομένη ἐν τῷ ἀορίστῳ θανεῖν, θάνατος, θνητός, δὲν εὑρέθη ἐν ταῖς συγγενευούσαις γλώσσαις). Κατ’ ἐνεστῶτα καὶ παρατατ., ἀποθνήσκω, ἐκπνέω, ἐπί τε φυσικοῦ καὶ βιαίου θανάτου, ἐν δὲ τῷ ἀορίστῳ καὶ παρακειμ., ἔχω ἀποθάνῃ, εἶμαι νεκρός, πρῶτον παρ’ Ὁμ.· θανέειν καὶ πότμον ἐπισπεῖν Ἰλ. Η. 52, κτλ.· οἰκτίστῳ θανάτῳ θανέειν Ὀδ. Λ. 412· ζωός ἠὲ θανών, ζῶν ἢ νεκρός, Δ. 553, πρβλ. Ο. 350· ἀλλ’ ἤδῃ τέθνηκε Δ. 834· βουλοίμην κε., τεθνάμεν ἢ ὀράασθαι ΙΙ. 107· ὡς ἄμεινον εἴη τεθνάναι μᾶλλον ἢ ζώειν Ἡρόδ 1. 31, πρβλ. 7. 46· τεθνάναι κρεῖττον ἢ... Δημ. 127. 28, πρβλ. 138. 7· ἄξιος τεθνάναι Ἀριστοφ. Βατρ. 1012, κτλ.· - συχν. ἐν τῇ μετοχ., νέκυος πέρι τεθνηῶτος Ἰλ. Σ. 173· νεκρὸν.. τεθνηῶτα, νεκρὸν πτῶμα, Ὀδ. Μ. 10· οὕτω παρ’ Ἀττ., οἱ τεθνηκότες ἢ τεθνεῶτες, οἱ θανόντες, οἱ νεκροί· οὕτως, οὔτε τεθνεῶτα οὔτε ζῶντα Ἡρόδ. 4. 14· οἴχεται θανὼν (ἴδε οἴχομαι)· θανὼν φροῦδος (ἴδε φροῦδος)· θανόντι συνθανεῖν Σοφ. Τρ. 798, Ἀποσπ. 690· ὁ θανών, ἀντίθετον τῷ ὁ κτανών, ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 336· - ὁ ἐνεστ. ἐνίοτε λαμβάνει σημασίαν πρκμ., θνήσκουσι γάρ, ἀντὶ τεθνήκασι, ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 118, πρβλ. Εὐρ. Ἑκ. 695, Βάκχ. 1041, κτλ. 3) συχνάκις ἐν χρήσει ὡς παθ. ῥῆμα, χερσὶν ὑπ’ Αἴαντος θανέειν, πίπτω διὰ χειρὸς τοῦ Αἴαντος, φονεύομαι ὑπ’ αὐτοῦ, Ἰλ. Ο. 289 ἁπλῶς, θν. ὑπὸ τινος, Λατ. perire ab aliquo, Πίνδ. Ο. 2. 36, πρβλ. Πλάτ. ἐν Εὐθύφρ. 4. D· ἔκ τινος Πίνδ. Π. 4. 128, Σοφ. Ο. Τ. 1454· πρός τινος αὐτόθι 292, Εὐρ. Ἑκ. 773· θεοῖς τέθνηκε Σοφ. Αἴ. 970· καὶ συχνὸν μετὰ δοτ. ὀργάνου, θν. χερί, δορί, βρόχῳ, φαρμάκοις, κτλ., Τραγ.: - τὴν λέξιν μεταχειρίζεται κατὰ μοναδικὸν τρόπον ὁ Δημ.: οἱ δὲ σύμμαχοι τεθνᾶσι τῷ δέει τοὺς τοιούτους ἀποστόλους 53. 11· ὥστε αὐτὸν τεθνάναι τῷ φόβῳ τοὺς Θηβαίους ὁ αὐτ. 366. 26. -ἔνθα τὰ τεθνάναι τῷ δέει, τεθνάναι τῷ φόβῳ, δέον νὰ ερμηνευθῶσι, τοὺς φοβοῦνται ὡς τὸν θάνατον, ἢ ὅταν ἀκούσωσιν περὶ αὐτῶν ἀποθνήσκουσιν ἐκ φόβου· προοίμιον σκοτεινὸν καὶ τεθνηκὸς δειλίᾳ Αἰσχίν. 32. 41· - ὁ Λουκ. ἐν Νεκρ. Διαλ. 7 ἔχει, θν. ἐπὶ τινι, ἀποθνήσκω ἀφίνων τινὰ ὡς κληρονόμον μου. ΙΙ. μεταφ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀποθνήσκω, χάνομαι, ἀπόλλυμαι, καταστρέφομαι, θνήσκει καλὸν ἔργον Πίνδ. Ἀποσπ. 86· λόγοι θνήσκοντες μάτην Αἰσχύλ. Χο. 816· θν. πίστις Σοφ. Ο. Κ. 611· τὸ τρύβλιον τέθνηκέ μοι Ἀριστοφ. Βατρ. 986· ὡσαύτως παρὰ πεζολόγοις, τέθνηκε τὸ τοὺς ἀδικοῦντας μισεῖν Δημ. 434. 7· τεθνηκός τι φθέγγεσθαι Δίων Κ. 40. 54· τεθνηκὸς ὁρᾶν Καλλίστρ., κτλ.

English (Autenrieth)

ipf. θνῆσκον, fut. inf. θανέεσθαι, aor. ἔθανον, θάνον, inf. θανέειν, perf. τέθνηκα, 3 pl. τεθνᾶσι, opt. τεθναίην, imp. τέθναθι, -άτω, inf. τεθνάμεν(αι), part. τεθνηώς, τεθνηκυῖα, τεθνηῶτος and τεθνηότος, dat. τεθνεῶτι: die, be killed, perf. be dead.

English (Strong)

a strengthened form of a simpler primary thano than'-o (which is used for it only in certain tenses); to die (literally or figuratively): be dead, die.

Greek Monolingual

(ΑΜ θνῄσκω και θνήσκω, Α και [απο]θνήσκω και επιγρ. θνείσκω, αιολ. τ. θναίσκω, δωρ. τ. θνασκω)
1. αποθνήσκω, πεθαίνω, αποβιώνω, εκπνέω, παύω να είμαι στη ζωή από φυσικό ή βίαιο θάνατο
2. (η μτχ. αορ. β' ως επίθ.) θανών, ούσα, όν
ο νεκρός, ο πεθαμένος, ο εκλιπών
αρχ.
1. (η μτχ. αορ. β' και παρκμ. στον πληθ. ως επίθ.) οι θανόντες, οι τεθνηκότες ή τεθνεώτες
οι νεκροί
2. (συχνά ως παθ. ρήμα, με ποιητ. αίτ. κατά δοτ. ή εμπρόθ. προσδ. υπό, εκ, προς τινος) φονεύομαι από κάποιον (α. «θεοίς τέθνηκε», Σοφ.
β. «θνῄσκουσιν ὑπὸ τῶν μελιττῶν»
Αριστοτ.
γ. «θνῄσκει δέ προς τοῦ;» — από ποιόν σκοτώθηκε; Ευρ.)
3. φρ. «τέθνηκα τῳ φόθῳ» ή «τῷ δέει» — φοβάμαι ώς τον θάνατο, πεθαίνω από το φόβο βλέποντας ή σκεπτόμενος κάποιον, Δημοσθ.
4. μτφ. είμαι ξεψυχισμένος από τον φόβο («προοίμιον σκοτεινὸν και τεθνηκὼς δειλίᾳ» — προοίμιο σκοτεινό και ξεψυχισμένο εξαιτίας της δειλίας του ρήτορα, Αισχίν.)
5. (μτφ. για πράγματα) χάνομαι, καταστρέφομαι («θνᾴσκει σιγαθὲν καλὸν ἔργον» — η καλή πράξη χάνεται όταν αποσιωπηθεί, Πίνδ.
6. φρ. «θνῄσκω ἐπί τινι» — πεθαίνω αφήνοντας κάποιον ως κληρονόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θάνατος.

Middle Liddell

[The Root is !θαν, found in aor2 θανεῖν, etc.] [The form τεθνειώς appears as a variant reading at Iliad 17.161]
I. to die, be dying, in aor2 and perf. to be dead, Hom., etc.; the pres. sometimes takes a perf. sense, θνήσκουσι γάρ, for τεθνήκασι, Soph., Eur.
2. often used like a pass. Verb, χερσὶν ὑπ' Αἴαντος θανέειν to fall by his hand, be slain by him, Il., etc.:—note the phrase of Dem., τεθνᾶσι τῶι δέει τοὺς τοιούτους, where τεθνᾶσι τῶι δέει must be taken as a single Verb, are in mortal fear of.
II. metaph. of things, to die, perish, Aesch., Soph., etc.