ἐπίκρυφος

From LSJ
Revision as of 15:10, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Κάλλιστον ἐν κήποισι φύεται ῥόδον → Pulchrius in hortis gignitur nihil rosa → Die Rose ist das Schönste, was im Garten wächst

Menander, Monostichoi, 286
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκρῠφος Medium diacritics: ἐπίκρυφος Low diacritics: επίκρυφος Capitals: ΕΠΙΚΡΥΦΟΣ
Transliteration A: epíkryphos Transliteration B: epikryphos Transliteration C: epikryfos Beta Code: e)pi/krufos

English (LSJ)

ον,

   A unknown, inglorious, οἶμος Pi.O.8.69, Max.21; concealed, πράξεις Plu.Arat.10.

German (Pape)

[Seite 954] verborgen, geheim, οἶμος Pind. Gl. 8, 69. Auch Sp., wie Plut. Arat. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρῠφος: -ον, κρυπτός, κρύφιος, ἄδοξος, ἐπίκρυφον οἶμον, «ἤγουν ἐν σκότῳ πορείαν˙ ὁ γὰρ νικηθεὶς ἀτίμως πρὸς τὸν οἶκον χωρεῖ διὰ τὴν ἧτταν» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 8. 92, Πλουτ. Ἄρατ. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
caché, dissimulé.
Étymologie: ἐπικρύπτω.

English (Slater)

ἐπίκρῠφος
   1 hidden νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον i. e. inglorious (O. 8.69)

Greek Monolingual

ἐπίκρυφος, -ον (Α)
1. κρυφός
2. άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)].

Greek Monotonic

ἐπίκρῠφος: -ον, κρυφός, άδοξος, άσημος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρῠφος:
1) скрытый, неведомый (οἶμος Pind.);
2) скрываемый, хранимый в тайне (πράξεις Plut.).

Middle Liddell

ἐπίκρῠφος, ον [from ἐπικρύπτω
unknown, inglorious, Plut.