ἐπίκρυφος

From LSJ
Revision as of 09:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίκρῠφος Medium diacritics: ἐπίκρυφος Low diacritics: επίκρυφος Capitals: ΕΠΙΚΡΥΦΟΣ
Transliteration A: epíkryphos Transliteration B: epikryphos Transliteration C: epikryfos Beta Code: e)pi/krufos

English (LSJ)

ον,

   A unknown, inglorious, οἶμος Pi.O.8.69, Max.21; concealed, πράξεις Plu.Arat.10.

German (Pape)

[Seite 954] verborgen, geheim, οἶμος Pind. Gl. 8, 69. Auch Sp., wie Plut. Arat. 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίκρῠφος: -ον, κρυπτός, κρύφιος, ἄδοξος, ἐπίκρυφον οἶμον, «ἤγουν ἐν σκότῳ πορείαν˙ ὁ γὰρ νικηθεὶς ἀτίμως πρὸς τὸν οἶκον χωρεῖ διὰ τὴν ἧτταν» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 8. 92, Πλουτ. Ἄρατ. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
caché, dissimulé.
Étymologie: ἐπικρύπτω.

English (Slater)

ἐπίκρῠφος
   1 hidden νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον i. e. inglorious (O. 8.69)

Greek Monolingual

ἐπίκρυφος, -ον (Α)
1. κρυφός
2. άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)].

Greek Monotonic

ἐπίκρῠφος: -ον, κρυφός, άδοξος, άσημος, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίκρῠφος:
1) скрытый, неведомый (οἶμος Pind.);
2) скрываемый, хранимый в тайне (πράξεις Plut.).

Middle Liddell

ἐπίκρῠφος, ον [from ἐπικρύπτω
unknown, inglorious, Plut.