ὀλιγαχοῦ
πᾶς ὁ ὑψῶν ἑαυτὸν ταπεινωθήσεται καὶ ὁ ταπεινῶν ἑαυτὸν ὑψωθήσεται → for everyone who exalts himself will be humbled, and he who humbles himself will be exalted (Luke 14:11)
English (LSJ)
Adv.
A in a few places, πάνυ που ὀ. Pl.Chrm.160c, cf. Arist.Rh.1404b29.
German (Pape)
[Seite 320] an wenigen Orten; Plat. Charm. 160 c; Arist. u. Folgde.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλῐγᾰχοῦ: Ἐπίρρ., ἐν ὀλίγοις τόποις, πάνυ που ὀλ. Πλάτ. Χαρμ. 160C, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 3. 5, 2· ὀλιγάκις.
French (Bailly abrégé)
adv.
en peu d’endroits.
Étymologie: ὀλίγος, -αχοῦ.
Greek Monolingual
ὀλιγαχοῡ (Α)
επίρρ. σε λίγους τόπους, σε λίγα μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. της λ. ὀλίγος, με ουρανικό πρόσφυμα -αχ- (πρβλ. αλλαχού, μοναχού) + επιρρμ. κατάλ. -οῦ].
Greek Monotonic
ὀλῐγᾰχοῦ: επίρρ. (ὀλίγος), σε λίγα μέρη, σε λίγους τόπους, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ὀλῐγαχοῦ: adv. в немногих местах Plat., Arst.
Middle Liddell
ὀλίγος
in few places, Plat.