μιτρηφόρος

From LSJ
Revision as of 09:40, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μιτρηφόρος Medium diacritics: μιτρηφόρος Low diacritics: μιτρηφόρος Capitals: ΜΙΤΡΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: mitrēphóros Transliteration B: mitrēphoros Transliteration C: mitriforos Beta Code: mitrhfo/ros

English (LSJ)

ον,

   A wearing a μίτρα, Hdt.7.62, Diog.Ath.1.1, Phoen.1.24, D.S.4.4.

German (Pape)

[Seite 193] = μιτροφόρος; Her. 7, 62; Diogen. Trag. bei Ath. XIV, 636 a; D. Sic. 4, 4.

Greek (Liddell-Scott)

μιτρηφόρος: ἴδε μιτροφόρος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une mitra.
Étymologie: μίτρα, φέρω.

Greek Monolingual

μιτρηφόρος, ον (Α)
βλ. μιτροφόρος.

Greek Monotonic

μιτρηφόρος: μιτροφόρος, -ον, αυτός που φοράει μίτρα ή τουρμπάνι, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

μιτρηφόρος: Her. = μιτροφόρος.

Middle Liddell

wearing a μίτρα or turban, Hdt.