ὁμοιομερής

From LSJ
Revision as of 07:45, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιομερής Medium diacritics: ὁμοιομερής Low diacritics: ομοιομερής Capitals: ΟΜΟΙΟΜΕΡΗΣ
Transliteration A: homoiomerḗs Transliteration B: homoiomerēs Transliteration C: omoiomeris Beta Code: o(moiomerh/s

English (LSJ)

ές,    A having parts like each other and the whole, Arist.Cael.302b3, Metaph.984a14,988a28 (but also of the parts themselves, like each other or the whole, opp. ἀνομοιομερής, ὅσα διαιρεῖται εἰς ὁμοιομερῆ Id.HA486a6, cf. Cael.302b16, 25) ; μᾶλλον ὁ. τὰ φυτὰ τῶν ζῴων Thphr.CP5.2.1 ; ὁ. ὄγκοι Epicur. Ep.1p.13U. ; τὰ ὁ., οἷον ὕδωρ ἢ πῦρ ἢ χρυσόν Simp.in Ph.27.5, cf. Gal. 10.48,al.

German (Pape)

[Seite 335] ές, aus einander ähnlichen Theilen bestehend, Arist. physic. 1, 4 H. A. 1, 1 u. öfter, wie Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιομερής: -ές, ὁ ἐξ ὁμοίων μερῶν συνιστάμενος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 11· ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ τοῦ Ἀριστ., τὰ ὁμοιομερῆ, ἦσαν ἁπλαῖ οὐσίαι, δηλ. οὐσίαι ἀποτελούμεναι ἐξ ὁμοίων ἢ ὁμογενῶν μερῶν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἀνομοιομερῆ, Μετὰ τὰ Φυσ. 1. 7, 3, π. Οὐρ. 3. 3, 4· ― τὸ οὐσιαστ. ὁμοιομέρειαι, αἱ, κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ Πλουτ. 2. 876C, Διογ. Λ. 2. 8· καὶ τὸ ἑνικὸν homoeomerīa, εἰς δήλωσιν τῆς θεωρίας τῶν ὁμοιομερῶν παρὰ Λουκρετ. 1. 830· ἴδε Grote Πλάτων 1. σ. 50.

Greek Monolingual

-ές (Α ὁμοιομερής, -ές)
αυτός που αποτελείται από όμοια μέρη ή αυτός που έχει τα μέρη του όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης προς μία ολότητα
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ὁμοιομερῆ
α) τα αρχέγονα στοιχεία της ύλης τα οποία είναι όμοια μεταξύ τους και όμοια επίσης με τα συστατικά τους
β) (κατά τον Αριστοτ.) απλές ουσίες, δηλ. ουσίες που αποτελούνται από όμοια ή ομογενή μέρη.
επίρρ...
ομοιομερώς (Α ὁμοιομερῶς)
με ομοιομέρεια, από όμοια μέρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -μερής (< μέρος), πρβλ. πολυ-μερής].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιομερής: состоящий из однородных частиц (σώματα Arst., Plut.).