γηραλέος

From LSJ
Revision as of 20:56, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   " to "")

συνετῶν μὲν ἀνδρῶν, πρὶν γενέσθαι τὰ δυσχερῆ, προνοῆσαι ὅπως μὴ γένηται· ἀνδρείων δέ, γενόμενα εὖ θέσθαι → it is the part of prudent men, before difficulties arise, to provide against their arising; and of courageous men to deal with them when they have arisen

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηρᾰλέος Medium diacritics: γηραλέος Low diacritics: γηραλέος Capitals: ΓΗΡΑΛΕΟΣ
Transliteration A: gēraléos Transliteration B: gēraleos Transliteration C: giraleos Beta Code: ghrale/os

English (LSJ)

α, ον (also γηράλιος, Hsch., γηράλεῐος, IG12(7).113 (Amorg.)), = foreg., Xenoph.1.18, Pi.P.4.121, A.Pers.171, Cratin. 126, J.BJ1.2.2; γ. ὀδόντες, ῥυτίδες, Anacr.43.2, AP5.128 (Autom.); σανίς ib.9.242 (Antiphil.); A ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc.14.69.

Greek (Liddell-Scott)

γηραλέος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ξενοφάν. 1. 18 Bgk., Πίνδ. II. 4. 216, Αἰσχύλ. Πέρσ. 171, Κρατῖν. Νομ. 5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. γηραιός.

English (Slater)

γηρᾰλέος
1 aged ἐκ δἄῤαὐτοῦ πομφό- λυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Spanish (DGE)

(γηρᾰλέος) -α, -ον

• Alolema(s): fem. -η AP 9.242 (Antiphil.); γηράλεος Anacr.36.4; γηράλειος IG 12(7).113 (Amorgos III a.C.); γηραλῆος ISmyrna 521.5 (II/I a.C.); γηράλαιος Rom.Mel.4.proem.5; γηράλιος Hsch.; γεραλέος Hsch.
de edad avanzada, anciano, viejo μὴ πάνυ γ. Xenoph.1.18, καίπερ ἤδη γ. καθεστώς Hp.Ep.20, πρεσβῦται Cratin.133, πέλεσθαι γ. envejecer Theoc.14.69, cf. A.R.1.194, Opp.C.2.351, Pamprepius 3.11, Sch.D.T.194.33, 29, γηραλήου τέρματ' ... βίου el ocaso de una larga vida, ISmyrna l.c., cf. IGBulg.12.227.6 (Odeso II/III d.C.)
de partes del cuerpo viejo, de viejo ὀδόντες Anacr.36.4, δάκρυα γηραλέων γλεφάρων Pi.P.4.121, ῥυτίδες AP 5.129 (Autom.), χεῖρες Rom.Mel.l.c., en hipálage γηραλέα πιστώματα viejas fidelidades, e.e. fieles ancianos A.Pers.171
de cosas γ. σανίς el viejo puente del barco AP 9.242 (Antiphil.)
subst. ὁ γ. el anciano Q.S.13.183, de miembros de la γερουσία en Selmea (Frigia Oriental) MAMA 7.245a.

Greek Monolingual

και γεραλέος, -α, -ο (AM γηραλέος, -α, -ον)
γηραιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + επίθ. -αλέος].

Greek Monotonic

γηραλέος: -α, -ον = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γηρᾰλέος: Pind., Aesch., Anacr., Anth. = γηραιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηραλέος -α -ον γῆρας oud, zie γηραιός, γεραιός.