λάριξ

From LSJ
Revision as of 13:28, 26 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class='b2'>([\w]+ [\w]+), ([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάριξ Medium diacritics: λάριξ Low diacritics: λάριξ Capitals: ΛΑΡΙΞ
Transliteration A: lárix Transliteration B: larix Transliteration C: larix Beta Code: la/ric

English (LSJ)

ικος, ἡ,

A larch, Larix europaea, Plin.HN16.43. II Venice turpentine, terebinthina veneta, Dsc.1.71, Gal.13.410, al.; = coagulum, Gloss. [λᾰρῐξες, Lucan.9.920, of the trees.]

German (Pape)

[Seite 16] ικος, ὁ u. ἡ, der Lerchenbaum, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λάριξ: ἡ, εἶδος ῥητίνης κομιζομένης ἀπὸ Γαλατίας καὶ ἐπιχωρίως οὕτω καλουμένης, Διοσκ. 1. 92. (lărĭces, Lucan. 9. 920].

French (Bailly abrégé)

ικος (ἡ) :
larix arbuste ; mélèze Chantraine.
Étymologie: DELG pas d’étym.

Greek Monolingual

η (Α λάριξ, -ικος)
γένος γυμνόσπερμων κωνοφόρων δένδρων με πυραμιδοειδή κορυφή και κρεμαστά κλαδιά, το οποίο, σύμφωνα με το σημερινό σύστημα ταξινόμησης, ανήκει στην οικογένεια πευκίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.].