ποτιθύμιος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
poet. for προσθύμιος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
conforme au désir de, bienvenu de, τινι.
Étymologie: dor. ποτί = πρός, θυμός.
Greek Monolingual
-ον, Α
(δωρ. τ.) ο προσθύμιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ποτί, τ. ισοδύναμος του πρός + -θύμιος (< θυμός), πρβλ. κατα-θύμιος].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ποτιθύμιος -ον [ποτί, θυμός] Dor., aangenaam. AP 6.288.3.
Russian (Dvoretsky)
ποτῐθύμιος: (ῡ) дор. = * προσθύμιος.