ἐρρωμένος

From LSJ
Revision as of 10:58, 1 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρρωμένος Medium diacritics: ἐρρωμένος Low diacritics: ερρωμένος Capitals: ΕΡΡΩΜΕΝΟΣ
Transliteration A: errōménos Transliteration B: errōmenos Transliteration C: erromenos Beta Code: e)rrwme/nos

English (LSJ)

η, ον, pf. part. Pass. of ῥώννυμι: generally used as Adj., A in good health, D.2.21, etc.; ἐρρωμένος ὤν, opp. ἀσθενέστερος, Lys.24.7 ; powerful, influential, formidable, ἐρρωμένη τέχνης δύναμις Pl.Phdr.268a ; μηχαναί Hero Aut.21.2 (sed leg. αἰρομένας) : irreg. Comp., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Hdt.9.70 ; οἱ ἐρρωμηνέστεροι τῶν ἀνθρώπων Pl.Grg.483c ; ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις X.Cyr.3.3.31 ; τὸ φύσει ἐρρωμηνέστερον Pl.Smp.181c : Sup. A ἐρρωμενέστατος And.4.37, Pl.R.477d. Adv. ἐρρωμένως stoutly, manfully, vigorously, A.Pr.65,76, Ar.V.230 ; ἐσθίειν Critias Fr.32 D.; χωρεῖν X.Ages.2.11 : Comp. ἐρρωμενέστερον Pl. Hp.Ma.287a, ἐρρωμενεστέρως Isoc.4.163 : Sup. ἐρρωμενέστατα Pl.R.401d.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρρωμένος: -η, -ον, μετοχ. τοῦ παθ. πρκμ. τοῦ ῥώννυμι, ἐν χρήσει ὡς ἐπίθ., ὁ ἀπολαύων καλῆς ὑγιείας, ἰσχυρός, ἀντίθετον τῷ ἄρρωστος, Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α, Δημ. 24. 3· ἐρρωμένος ὢν Λυσ. 168. 38· ἐρρωμένη δύναμις Πλάτ. Φαῖδρ. 268Α: - ανώμαλον συγκρ., τειχομαχίη ἐρρωμενεστέρη Ἡρόδ. 9. 70, Πλάτ. Γοργ. 483C· ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Ξεν. Κύρ. 3. 3, 31· τὸ φύσει ἐρρωμενέστερον Πλάτ. Συμπ. 181C:-ὑπερθ. -έστατος, Ἀνδοκ. 34. 15, Πλάτ. Πολ. 477Ε. - Ἐπίρρ. ἐρρωμένως, ἀνδρείως, Αἰσχύλ. Πρ. 65, 76, Ἀριστοφ. Σφ. 230· χωρεῖν Ξεν. Ἀγησ. 2, 11· συγκρ. -έστερον, Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 278Α· -εστέρως, Ἰσοκρ. 74Ε· ὑπερθ. -έστατα, Πλάτ. Πολ. 401D.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
robuste. fort, solide;
Cp. ἐρρωμενέστερος, Sp. ἐρρωμενέστατος.
Étymologie: part. pf. Pass. de ῥώννυμι.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐρρωμένος, -η, -ον)
1. υγιής, ρωμαλέος, σθεναρός, σωματώδης
2. εύτολμος, ανδρείος
3. (για ενέργειες, διαθέσεις, γνώμες) ισχυρός, έντονος, δυνατός (α. «ἐρρωμενεστέραις ταῑς γνώμαις», Ξεν.
β. «αντέταξαν ερρωμένην αντίστασιν»).
επίρρ...
ἐρρωμένως
σθεναρά, ρωμαλέα, με πείσμα, με γενναιότητα, άφοβα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρρωμαι, παρακμ. του ρ. ρώννυμαι].

Greek Monotonic

ἐρρωμένος: -η, -ον, μτχ. Παθ. παρακ. του ῥώννυμι, χρησιμ. ως επίθ., αυτός που βρίσκεται σε καλή σωματική κατάσταση, δυνατός, σφριγηλός, ρωμαλέος, εύρωστος, αντίθ. προς το ἄρρωστος, σε Πλάτ., Δημ.· ανώμ. συγκρ., ἐρρωμενέστερος, σε Ηρόδ., Ξεν.· υπερθ. -έστατος, σε Πλάτ.· επίρρ. ἐρρωμένως, με αποφασιστικότητα, ανδροπρεπώς, έντονα, με θράσος, σε Αισχύλ., Αριστοφ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ἐρρωμένος: (part. pf. pass. к ῥώννυμι)
1) крепкий, сильный, мощный (δύναμις Plat.; τράχηλος, φωνή Arst.);
2) решительный, энергичный (ἄνθρωποι Plat.): ἐρρωμενεστέραις ταῖς γνώμαις Xen. с большей решимостью;
3) ожесточенный (τειχομαχίη Xen.).

Middle Liddell

ἐρρωμένος, η, ον part. perf. pass. of ῥώννυμι, used as adj.]
in good health, stout, vigorous, opp. to ἄρρωστος, Plat., Dem.; irreg. comp., ἐρρωμενέστερος, Hdt., Xen.: —Sup. -έστατος, Plat.:—adv. ἐρρωμένως, stoutly, manfully, vigorously, Aesch., Ar., etc.

English (Woodhouse)

strong, physically strong

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)