τεχναστός

From LSJ
Revision as of 18:10, 25 March 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " τοῑς " to " τοῖς ")

Ἴσος ἴσθι πᾶσι, κἂν ὑπερέχῃς τῷ βίῳ → Quamvis superior sorte, da te aequum omnibus → Sei allen gleich, auch wenn du reicher bist

Menander, Monostichoi, 257
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τεχναστός Medium diacritics: τεχναστός Low diacritics: τεχναστός Capitals: ΤΕΧΝΑΣΤΟΣ
Transliteration A: technastós Transliteration B: technastos Transliteration C: technastos Beta Code: texnasto/s

English (LSJ)

ή, όν, A made by art, Id.PA639b25, al.

German (Pape)

[Seite 1102] adj. verb. von τεχνάζω, durch Kunst od. List gemacht, Arist. partt. an. 1, 1.

Greek (Liddell-Scott)

τεχναστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὁ διὰ τῆς τέχνης πεποιημένος, τεχνητός, ὥσπερ ἐν τοῖς τεχναστοῖς, οἷον οἰκίᾳ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 1. 11.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α τεχνάζω
ο κατασκευασμένος με τη χρησιμοποίηση τέχνης («ὥσπερ ἐν τοῖς τεχναστοῑς, oἷov οἰκίᾳ», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

τεχναστός: сотворенный руками, искусственный: τὰ ἐν γενέσει, ὥσπερ τὰ τεχναστά Arst. (все) естественное, равно как и искусственное.