ὁδοποιητικός

From LSJ
Revision as of 09:15, 23 May 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " ;" to ";")

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁδοποιητικός Medium diacritics: ὁδοποιητικός Low diacritics: οδοποιητικός Capitals: ΟΔΟΠΟΙΗΤΙΚΟΣ
Transliteration A: hodopoiētikós Transliteration B: hodopoiētikos Transliteration C: odopoiitikos Beta Code: o(dopoihtiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A finding a way, practical, Zeno Stoic. 1.20; μέθοδός ἐστιν ἕξις ὁ. μετὰ λόγου Phlp.in Ph.6.28, Eustr.in EN7.13; ἐπιστήμη, e.g. ἰατρική, Phlp. in Cat.141.21.

German (Pape)

[Seite 293] ή, όν, den Weg bahnend, vorbereitend, fördend, Arist. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὁδοποιητικός: -ή, -όν, ὁ ἁρμόδιος εἰς ὁδοποίησιν, Διον. Ἀρ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ ὁδοποιητικός, -ή, -όν) οδοποιώ
κατάλληλος για την κατασκευή οδού, δρόμου
νεοελλ.
φρ. «οδοποιητικό μηχάνημα» — μηχάνημα ειδικά εξοπλισμένο που χρησιμοποιείται στα έργα οδοποιίας.