ἄθηλυς
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
English (LSJ)
υ, = ἀθήλυντος (not womanish), Plu. 2.285c, Comp. Lyc. Num. 3.
German (Pape)
[Seite 46] unweiblich, φυλακὴ περὶ τὰς παρθένους Plut. Lyc. et Num. 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἄθηλυς: υ, = ὁ οὐχὶ γυναικώδης, Πλούτ. 2. 285C. ΙΙ. μὴ γυναικεῖος, ἀνοίκειος εἰς θῆλυ, ὁ αὐτ. Λυκούργ. κ. Νουμᾶ Σύγκρ. 3.
French (Bailly abrégé)
υς, υ ; gén. εος;
1 non efféminé;
2 non féminin.
Étymologie: ἀ, θῆλυς.
Spanish (DGE)
-υ
1 no femenino, poco femenino καλλωπισμός Plu.2.285c, ἡ περὶ τὰς παρθένους φυλακή Plu.Comp.Lyc.Num.3, πῆχυς Pamprepius 3.55.
2 que no tiene hembra, en cuya especie no existe hembra ζῷον ἄ. Ael.NA 10.15
•que carece de contrapartida femenina del primer eón valentinianto ἄθηλυ<ν> καὶ ἄζυγον καὶ μόνον τὸν Πατέρα νομίζουσιν εἶναι Hippol.Haer.6.29.3, cf. 4 (cf. ἀθήλυντος I 2).
3 que no ha dado de mamar ἠνίδε μαζοὺς ὄμφακας οἰδαίνοντας ἀθήλεας (= -έας?, cf. ἀθηλής) mira mis pechos, uvas hinchadas que no han dado de mamar Nonn.D.48.365.
Greek Monotonic
ἄθηλυς: -υ, ο μη γυναικείος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἄθηλυς: 2, gen. εως не женский, лишенный женственности (καλλωπισμός Plut.).
Middle Liddell
unfeminine, Plut.