μιτρηφόρος
From LSJ
οὐκ ἐπιθυμήσεις τὴν γυναῖκα τοῦ πλησίον σου → thou shalt not covet thy neighbor's wife, thou shalt not covet thy neighbour's wife, you shall not covet your neighbor's wife, you shall not covet your neighbour's wife
English (LSJ)
ον, wearing a μίτρα, Hdt.7.62, Diog.Ath.1.1, Phoen.1.24, D.S.4.4.
German (Pape)
[Seite 193] = μιτροφόρος; Her. 7, 62; Diogen. Trag. bei Ath. XIV, 636 a; D. Sic. 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
μιτρηφόρος: ἴδε μιτροφόρος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte une mitra.
Étymologie: μίτρα, φέρω.
Greek Monolingual
μιτρηφόρος, ον (Α)
βλ. μιτροφόρος.
Greek Monotonic
μιτρηφόρος: μιτροφόρος, -ον, αυτός που φοράει μίτρα ή τουρμπάνι, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
μιτρηφόρος: Her. = μιτροφόρος.