ἀνεπιθύμητος

From LSJ
Revision as of 10:15, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τὰ σῦκα σῦκα, τὴν σκάφην δὲ σκάφην ὀνομάζειν → call a spade a spade | speak the truth | speak straight from the shoulder | give it straight from the shoulder | give the straight goods | not to mince matters | not to mince words | not mince words | call things by their right names | call a spade a spade and a shovel a shovel | call a shovel a shovel | call a spade a spade, not a big spoon

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνεπιθύμητος Medium diacritics: ἀνεπιθύμητος Low diacritics: ανεπιθύμητος Capitals: ΑΝΕΠΙΘΥΜΗΤΟΣ
Transliteration A: anepithýmētos Transliteration B: anepithymētos Transliteration C: anepithymitos Beta Code: a)nepiqu/mhtos

English (LSJ)

[ῡ], ον, without desire, opp. ἐπιθυμητικός, Stob.2.6.14, Chaerem.Hist.4.

German (Pape)

[Seite 224] nicht begehrend, Clem. Alex.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεπιθύμητος: -ον, ὁ ἄνευ ἐπιθυμίας, ἀντίθετον τῷ ἐπιθυμητικός, Στοβ. Ἐκλογ. 2. 302, πρβλ. Κλήμ. Ἀλ. 632.

Spanish (DGE)

-ον
1 carente de deseos σώφρονά τε γὰρ εἶναι οὔτε τὸν ... ἀνεπιθύμητον οὕτε τὸν ἐπιθυμητικόν Stob.7.20
subst. τὸ ἀ. carencia de apetitos τὸ δὲ ἀ. (ἀπομαρτυρεῖ) ἐγκράτειαν Chaerem.Hist.6.
2 adv. -ως sin deseo ἀπαθῶς, ἀ. κόσμον ... ποιήσαι Hippol.Haer.7.21.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀνεπιθύμητος, -ον)
νεοελλ.
1. ο μη επιθυμητός, ο δυσάρεστος
2. αυτός που δεν προκαλεί ερωτική επιθυμία
3. «ανεπιθύμητος» ή «πρόσωπο ανεπιθύμητο»
(λατ. persona non grata)
αντιπρόσωπος διπλωματικός, ο οποίος καλείται να εγκαταλείψει τη χώρα στην οποία υπηρετεί
αρχ.
αυτός που δεν έχει επιθυμίες.