ἐπίκρυφος
English (LSJ)
ον, unknown, inglorious, οἶμος Pi.O.8.69, Max.21; concealed, πράξεις Plu.Arat.10.
German (Pape)
[Seite 954] verborgen, geheim, οἶμος Pind. Gl. 8, 69. Auch Sp., wie Plut. Arat. 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίκρῠφος: -ον, κρυπτός, κρύφιος, ἄδοξος, ἐπίκρυφον οἶμον, «ἤγουν ἐν σκότῳ πορείαν˙ ὁ γὰρ νικηθεὶς ἀτίμως πρὸς τὸν οἶκον χωρεῖ διὰ τὴν ἧτταν» (Σχολ.), Πινδ. Ο. 8. 92, Πλουτ. Ἄρατ. 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
caché, dissimulé.
Étymologie: ἐπικρύπτω.
English (Slater)
ἐπίκρῠφος hidden νόστον ἔχθιστον καὶ ἀτιμοτέραν γλῶσσαν καὶ ἐπίκρυφον οἶμον i. e. inglorious (O. 8.69)
Greek Monolingual
ἐπίκρυφος, -ον (Α)
1. κρυφός
2. άδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κρυφός (< κρύπτω)].
Greek Monotonic
ἐπίκρῠφος: -ον, κρυφός, άδοξος, άσημος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίκρῠφος:
1) скрытый, неведомый (οἶμος Pind.);
2) скрываемый, хранимый в тайне (πράξεις Plut.).
Middle Liddell
ἐπίκρῠφος, ον [from ἐπικρύπτω
unknown, inglorious, Plut.