γηραλέος

From LSJ
Revision as of 10:34, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γηρᾰλέος Medium diacritics: γηραλέος Low diacritics: γηραλέος Capitals: ΓΗΡΑΛΕΟΣ
Transliteration A: gēraléos Transliteration B: gēraleos Transliteration C: giraleos Beta Code: ghrale/os

English (LSJ)

[ᾰ] α, ον (also γηράλιος, Hsch., γηράλειος, IG 12(7).113 (Amorg.)), = γηραιός (aged, in old age, old), Xenoph. 1.18, Pi. P. 4.121, A. Pers. 171, Cratin. 126, J. BJ 1.2.2 ; γ. ὀδόντες, ῥυτίδες, Anacr. 43.2, AP 5.128 (Autom.) ; σανίς ib. 9.242 (Antiphil.) ; ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc. 14.69.

Spanish (DGE)

(γηρᾰλέος) -α, -ον
• Alolema(s): fem. -η AP 9.242 (Antiphil.); γηράλεος Anacr.36.4; γηράλειος IG 12(7).113 (Amorgos III a.C.); γηραλῆος ISmyrna 521.5 (II/I a.C.); γηράλαιος Rom.Mel.4.proem.5; γηράλιος Hsch.; γεραλέος Hsch.
de edad avanzada, anciano, viejo μὴ πάνυ γ. Xenoph.1.18, καίπερ ἤδη γ. καθεστώς Hp.Ep.20, πρεσβῦται Cratin.133, πέλεσθαι γ. envejecer Theoc.14.69, cf. A.R.1.194, Opp.C.2.351, Pamprepius 3.11, Sch.D.T.194.33, 29, γηραλήου τέρματ' ... βίου el ocaso de una larga vida, ISmyrna l.c., cf. IGBulg.12.227.6 (Odeso II/III d.C.)
de partes del cuerpo viejo, de viejo ὀδόντες Anacr.36.4, δάκρυα γηραλέων γλεφάρων Pi.P.4.121, ῥυτίδες AP 5.129 (Autom.), χεῖρες Rom.Mel.l.c., en hipálage γηραλέα πιστώματα viejas fidelidades, e.e. fieles ancianos A.Pers.171
de cosas γ. σανίς el viejo puente del barco AP 9.242 (Antiphil.)
subst. ὁ γ. el anciano Q.S.13.183, de miembros de la γερουσία en Selmea (Frigia Oriental) MAMA 7.245a.

Greek (Liddell-Scott)

γηραλέος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ξενοφάν. 1. 18 Bgk., Πίνδ. II. 4. 216, Αἰσχύλ. Πέρσ. 171, Κρατῖν. Νομ. 5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
c. γηραιός.

English (Slater)

γηρᾰλέος
1 aged ἐκ δἄῤαὐτοῦ πομφό- λυξαν δάκρυα γηραλέων γλεφάρων (P. 4.121)

Greek Monolingual

και γεραλέος, -α, -ο (AM γηραλέος, -α, -ον)
γηραιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γήρας + επίθ. -αλέος].

Greek Monotonic

γηραλέος: -α, -ον = το προηγ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

γηρᾰλέος: Pind., Aesch., Anacr., Anth. = γηραιός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γηραλέος -α -ον γῆρας oud, zie γηραιός, γεραιός.