νομοδιδάκτης

From LSJ
Revision as of 14:10, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νομοδῐδάκτης Medium diacritics: νομοδιδάκτης Low diacritics: νομοδιδάκτης Capitals: ΝΟΜΟΔΙΔΑΚΤΗΣ
Transliteration A: nomodidáktēs Transliteration B: nomodidaktēs Transliteration C: nomodidaktis Beta Code: nomodida/kths

English (LSJ)

ου, ὁ, = νομοδιδάσκαλος (teacher of the law), Plu. Cat. Ma. 20, Artem. 2.29.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
qui enseigne le droit.
Étymologie: νόμος, διδάσκω.

German (Pape)

ὁ, = νομοδιδάσκαλος, Plut. Cat. mai. 20.

Russian (Dvoretsky)

νομοδῐδάκτης: ου ὁ обучающий законам, излагающий законы, правовед Plut.

Greek (Liddell-Scott)

νομοδιδάκτης: -ου, ὁ, = τῷ ἑπομ., Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 20.

Greek Monolingual

νομοδιδάκτης, ὁ (Α)
νομοδιδάσκαλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + διδάσκω.

Greek Monotonic

νομοδῐδάκτης: -ου, ὁ, = το επόμ., σε Πλούτ.