νεόω

From LSJ
Revision as of 10:50, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεόω Medium diacritics: νεόω Low diacritics: νεόω Capitals: ΝΕΟΩ
Transliteration A: neóō Transliteration B: neoō Transliteration C: neoo Beta Code: neo/w

English (LSJ)

(νέος) A renovate, change, νέωσον αἶνον A.Supp.534 (lyr.):— Med., τάφους ἐνεώσατο had them restored, IG14.1721:—Pass., Hsch. 2 = νεάω, Poll.1.221: c. acc. cogn., νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα LXX Je.4.3. II restore a MS. reading in a corrupt passage, Demetr.Lac.Herc.1012.26.

German (Pape)

[Seite 246] erneuern, neu machen; νέωσον εὔφρον' αἶνον, Aesch. Suppl. 529; Sp. Gewöhnlich Neuland od. Brache bestellen, das Land neu umpflügen. Vgl. νεός u. νεά.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. ao. ἐνέωσα;
renouveler.
Étymologie: νέος.

Russian (Dvoretsky)

νεόω: (только aor. ἐνέωσα) (воз)обновлять, восстанавливать (med. τάφους Anth.): νέωσον εὔφρον᾽ αἶνον Aesch. повтори (свои) благосклонные слова.

Greek (Liddell-Scott)

νεόω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, (νέος) ἀνανεώνω, μεταβάλλω, νέωσον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 534. - Μέσ., τάφους ἐνεώσατο, ἀνενέωσεν, ἀνῳκοδόμησεν, Ἀνθ. Π. παράρτημα 147, πρβλ. ἀνανεόομαι. ΙΙ. = νεάω, ἐνεώσαμεν νεώματα Γρηγ. Ναζ.

Greek Monotonic

νεόω: (νέος), χρησιμ. μόνο στον αόρ. αʹ· ανανεώνω, ανακαινίζω· νέωσον, σε Αισχύλ. — Μέσ., τάφους ἐνεώσατο, τους ανακαίνισε, τους ανοικοδόμησε, σε Ανθ.

Middle Liddell

νέος only used in aor1]
to renovate, renew, νέωσον Aesch.:—Mid., τάφους ἐνεώσατο had them renewed, Anth.

Mantoulidis Etymological

-ῶ (=ἀνανεώνω). Ἀπό τό νέος, ὄπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.