πενθητήρ

From LSJ
Revision as of 11:11, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πενθητήρ Medium diacritics: πενθητήρ Low diacritics: πενθητήρ Capitals: ΠΕΝΘΗΤΗΡ
Transliteration A: penthētḗr Transliteration B: penthētēr Transliteration C: penthitir Beta Code: penqhth/r

English (LSJ)

πενθητῆρος, ὁ, ἡ, mourner, A.Pers.946(lyr.), Th.1067(anap.):—fem. πενθήτρια, she who mourns for, κακῶν E.Hipp.805.

German (Pape)

[Seite 555] ῆρος, ὁ, der Klagende; Aesch. Spt. 1054; πόλεως γέννας πενθητῆρος, Pers. 947.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ, ἡ)
qui pleure, qui se lamente.
Étymologie: πενθέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πενθητήρ -ῆρος, ὁ [πενθέω] rouwer, klager.

Russian (Dvoretsky)

πενθητήρ: ῆρος adj. Aesch. = πενθήρης.

Greek (Liddell-Scott)

πενθητήρ: ῆρος, ὁ, ἡ, ὁ πενθῶν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 946, Θήβ. 1062· - θηλ. κακῶν πενθήτριᾰ, ἡ θρηνοῦσα ἐπὶ δυστυχήμασι, Εὐρ. Ἱππ. 805.

Greek Monolingual

-ῆρος, ο, θηλ. πενθήτρια, Α
αυτός που πενθεί για κάτιπάρειμι τῶν σων κακῶν πενθήτρια», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πενθῶ + επίθημα -τήρ / -τρια (πρβλ. θρηνητήρ)].

Greek Monotonic

πενθητήρ: -ῆρος, ὁ, ἡ (πενθέω), αυτός που πενθεί, σε Αισχύλ.· θηλ. κακῶν πενθήτριᾰ, αυτή που θρηνεί για τις συμφορές, σε Ευρ.

Middle Liddell

πενθητήρ, ῆρος, ὁ, ἡ, πενθέω
a mourner, Aesch.:— fem., κακῶν πενθήτριᾰ, she who mourns for evils, Eur.