ἐπικύησις
From LSJ
Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr
English (LSJ)
-εως, ἡ, superfetation, Id.Fr.259,260 Bonitz; title of treatise by Hp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπικύησις: -εως, ἡ, τὸ ἐπικυΐσκεσθαι, δευτέρα ἐγκυμοσύνη, ἐπιγραφὴ πραγματείας Ἱπποκράτους ΠΕΡΙ ΕΠΙΚΥΗΣΙΟΣ, Ἱππ. 260, Κλήμ. Ἀλ. Παιδ. σ. 223· μεταφ. Θεοφύλ. Σιμοκ. Ἱστ. 136. 5, ἔκδ. Βόννης.
Russian (Dvoretsky)
ἐπικύησις: εως ἡ вторичное зачатие (до окончания предыдущей беременности) Arst.