ἐμμένω
English (LSJ)
fut.
A -μενῶ S.OC648, etc.: pf. ἐμμεμένηκα Th.1.5:—abide in a place, πολὺν χρόνον μελάθροις ἐμμένειν E.Fr.362.12; ἐν τῇ κεφαλῇ Ar.Ec.1120; ἐν τῇ Ἀττικῇ Th.2.23, cf. X.An.4.7.17, Epist.Phil. ap. D.12.22: abs., Th.8.31. 2 abide by, stand by, cleave to, be true to, c. dat., τοῖς ὁρκίοις Hdt.9.106; πιστώμασι A.Ch.977, etc.; τῷ κηρύγματι S.OT351; ὀρθῷ νόμῳ Id.Aj.350; ἐ. ταῖς συνθήκαις καὶ ταῖς σπονδαῖς Th.5.18, cf. Isoc.7.81; τοῖς νόμοις X.Mem.4.4.16; τῷ τιμήματι Pl.Ap.39b; τῇ δμολογίᾳ Id.Tht.145c, etc.; ἐ. τοῖς Καρχηδονίοις remain constant to them, App.Hisp.24; ἐ. ἐν ταῖς σπονδαῖς τὸν ἐνιαυτόν Indut. ap. Th.4.118; ἐν τῇ τάξει Pl.Lg.844c; ἐν τῇ φιλοσοφίᾳ Isoc.9.89: abs., stand fast be faithful, E.Ph.1241, PTeb.382.22 (i B.C.). 3 of things, remain fixed, stand fast, hold good, εἴ σοί γ' ἅπερ φὴς ἐμμενεῖ S.OC648; μάλα μοι τοῦτ' ἐμμένοι may it remain fixed in my mind, A. Pr.534 (lyr.); εἴ σφι ἔτι ἐμμένει [ἡ φιλίη] Hdt.7.151; τέσσαρα καὶ δέκα ἔτη ἐνέμειναν αἱ σπονδαί Th.2.2; ἐ. ὁ νόμος Pl.Lg.839c; ἐὰν . . [ὁ λόγος] ἐμμένῃ Id.Phdr.258b; τὸ σιδηροφορεῖσθαι τοῖς ἠπειρώταις ἐμμεμένηκεν continued as a custom, Th.1.5.