προβάλλω

From LSJ
Revision as of 19:54, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_3)

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προβάλλω Medium diacritics: προβάλλω Low diacritics: προβάλλω Capitals: ΠΡΟΒΑΛΛΩ
Transliteration A: probállō Transliteration B: proballō Transliteration C: provallo Beta Code: proba/llw

English (LSJ)

fut. -βᾰλῶ: pf. -βέβληκα: Ep.aor.2

   A προβάλεσκον Od. 5.331: Hom. has only aor. Act. and Med. without augm.:—throw or lay before, throw to, Νότος Βορέῃ προβάλεσκε [σχεδίην] φέρεσθαι l.c.; τοὺς μαζοὺς κυσὶ προέβαλε Hdt.9.112; τρωγάλια τοῖς θεωμένοις Ar.Pl. 798; πυροὺς ὀλίγους π. Id.Av.626; π. τινὰ ταῖς Νύμφαις Pl.Phdr.241e; ἀνδρὶ δέμας, of a woman, E.Cret.6: without dat., π. ἀκήδευτα τὰ σώματα Plu.Per.28.    II put forward, π. πρόβλημα Pl.Sph.261a; ἄμφω τὰ δεξιὰ προβεβληκώς, of a horse, Arist.Po.1460b19 (also Med., τὰ ἀριστερὰ προβάλλονται Id.IA706a6); χλαμύδα ἀλώπεκι Paus.4.18.6; π. αὐτὸν ἐς τὸ μέσον Luc.Cat.25: metaph., ἀγαθὴν ἐλπίδα π. σαυτῷ Men.572:—Pass., v. infr. B.111.1.    b in obstetrics, present, Act. and Pass., Hp.Mul.1.69, Sor.2.60, al.    2 ἔριδα προβαλόντες putting forth strife, i.e. striving, Il.11.529.    3 put forward as an argument or plea, ἐπεί μοι τὴν θέμιν προὔβαλες S.Tr.810; Κύπριν E. Hec.825; τοὔνομα τὸ τῆς εἰρήνης D.9.8:—Pass., τὸν ὑφ' ἁπάντων προβαλλόμενον λόγον Th.6.92; ἐς ἐνθυμίαν αἰεὶ προβαλλόμενος Id.5.16.    4 Med., put forward, propose for an office, λῃτουργεῖν π. γυμνασίαρχον And.1.132:—Pass., v. infr. B.1.4.    5 propound a question, task, problem, riddle (cf. πρόβλημα IV), Ar.Nu.757, Pl.R.536d; αἴνιγμα, γρῖφον, Id.Chrm.162b, Antiph.74.5; χαλεπὴν π. ᾱἵρεσιν Pl. Sph.245b; εὔσκεπτον σκέψιν π. Id.Phlb.65d; ὰπορίαν Arist.Pol.1283b35: later folld. by interrog. clause, πρόβαλε σαυτῷ τί ἂν ἐποίησεν ἐν τούτῳ Σωκράτης Epict.Ench.33.12; θεοῦ προβαλόντος πότερον . . Aristid.1.41 J.:—Pass., προβάλλεται τάδε θεωρῆσαι, περὶ τοῦ κώνου προβεβλημένα ἐστὶ τάδε, Archim.Con.Sph.Praef., Spir.Praef.    6 put forth beyond, κάρα . . ὀχημάτων S.El.740; τῶν ὀδόντων τὴν γλῶσσαν Aret.SA1.7; φλέγμα καὶ ἀφρῶδες ἐκ τοῦ στόματος Philum.Ven.1.2.    III expose, give up, π. σφέας αὐτοὺς ὑπὸ τοῦ κακοῦ give themselves up for lost, Hdt.7.141; ἐμαυτὸν εἰς ἀρὰς δεινάς S.OT745; ψυχὴν π. ἐν κύβοισι δαίμονος hazard, venture, E.Rh.183.    IV send forth, emit, τράγου ὀσμήν v.l. (for προσ-) in Dsc.4.50; τὴν φωνὴν ὀξεῖαν π. D.S.3.8; ἦχον τραχύν Id.5.30, etc.; produce, καρπόν J.AJ 4.8.19; ἄνθος Aët.12.1:—Pass., c. gen., to be emitted from, αἱ τῶν θεῶν δυνάμεις προβεβλημέναι τῶν πρώτων Procl.in Prm.p.552S.    V intr., stick out, of the tongue, Arist.PA660a24.    2 fall forward, εἰς τὸ μέτωπον Sch.Ar.Av.487.    B Med. with pf. Pass. (used also in pass. sense, v. infr.):— throw or toss before one, οὐλοχύτας προβάλοντο Il.1.458, al.: hence, throw away, expose, S.Ph.1017.    2 set before or in front, θεμείλιά τε προβάλοντο Il.23.255.    3 set before oneself, propose to oneself, ἔργον Hes. Op.779.    4 put forward, propose for election, Hdt.1.98, Pl.Lg. 755c sq., X.An.6.1.25, IG22.1343.29, etc.; προβαλλόμενος ἑαυτόν D. 21.15:—Pass., Hdt. l.c., Pl.l.c., etc.; προβληθεὶς πυλάγορος οὗτος D. 18.149, cf.285.    5 c. dat. et inf., challenge a person to...π. μοι [ὀμόσαι] Mitteis Chr.32i14, cf. ii 13(ii B.C.):—Pass., of the oath, to be proposed as a challenge, ib.ii 25, Sammelb. 5231.9 (i A.D.).    II throw beyond, beat in throwing: hence, surpass, excel, c. gen. pers. et dat. rei, ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην Il.19.218.    III hold before oneself so as to protect, λαιᾷ ἴτυν Tyrt.15.3; Πηλεΐδᾳ κατ' ὄμμα πέλταν E.Rh.370 (lyr.); τὼ χεῖρε Ar.Ra.201; π. τὰ ὅπλα level arms, opp. μεταβάλλεσθαι (cf. προβολή 1), τὴν φάλαγγα ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι X.An.1.2.17, cf. 6.5.16, Mem.3.8.4: in pf. Pass., σάρισαν προβεβλημένος having his pike advanced, with levelled pike, D.S.17.100; τοὺς θυρεοὺς πρὸ τῶν νώτων . . -βεβλημένοι Arr.Tact.36.1; εἰκοσάπηχύν τινα προβεβλ. κοντόν Luc.DMort.27.4; also προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους having them to cover one in front, X.Cyr. 6.3.24; π. τάφρον, ποταμόν, of a general, Plb.1.18.3, 2.5.5; π. τῆς . . στρατοπεδείας τεῖχος Id.1.48.10, etc.; πόλις -βεβλημένη ποταμόν Str. 11.2.17; π. τὰ θηρία πρὸ τῶν κεράτων, λογχοφόρους τῆς δυνάμεως, Plb.3.72.9, 3.113.6: abs., stand in front, πρὸ ἀμφοῖν προβεβλημένος standing so as to cover both, X.An.4.2.21, cf. Cyr.2.3.10: c. gen., τούτου προβέβληται Πολύευκτος D.21.139; προβάλλεσθαι ἢ ἐναντίον βλέπειν οὔτ' οἶδεν οὔτ' ἐθέλει Id.4.40; προαίρεσις τῆς πολιτείας προβεβλημένη a guarded policy, Id.19.27; πρὸς ἅπαντας -βεβλημένος on one's guard against, Plu.Dio 9:—Pass., ἱππῆς προβέβληνται πρὸ τοῦ δεξιοῦ κέρως Arr.Tact.36.2; κράνη πρὸ τῆς κεφαλῆς π. ib.34.3.    2 metaph., put forward, τὴν ἀγαθὴν προβαλλόμενος ἐλπίδα D.18.97; ταύτην τὴν συμμαχίαν ib.195; τὴν Εὔβοιαν προβαλέσθαι πρὸ τῆς Ἀττικῆς ib.301, cf. 300, Isoc.5.122; τι πρὸ τῆς αἰσχύνης Aeschin.3.11.    b bring forward, cite on one's own part, in defence, τὸν Ὅμηρον π. Pl.La.201b; π. μάρτυρας Is.7.3, etc.; ὁ προβαλόμενος one who has brought evidence, Lex ap.D.46.10; cite as an example, ἔθνος οὐδὲν ἔχομεν προβαλέσθαι σοφίης πέρι Hdt.4.46; use as an excuse or pretext, Th.2.87, etc.; τὸ εὐπρεπὲς ἄσπονδον προβέβληνται Id.1.37; π. σκῆψιν, πρόφασιν, Plb.5.56.7, 15.20.3.    IV in Att. law, accuse a person by προβολή (v. προβολή v), present him as guilty of the offence, προὐβαλόμην ἀδικεῖν τοῦτον περὶ τὴν ἑορτήν D.21.1 (cf. Harp. s.v. προβαλλομένους) ; π. τινά τι ib.28; τινα alone, ib.175; ὁ προβαλλόμενος the prosecutor in a προβολή, ib.179:—Pass., to be accused or presented, προὐβλήθησαν X.HG1.7.35: generally, attack, censure, τὸ ἔθος D.H.4.24, cf. Ph.2.137; τοὺς ψευδομένους J.BJ2.8.7 (s. v.l.), cf. Plu.CG14; opp. ἐπαινεῖν, Id.2.18d.

German (Pape)

[Seite 710] (s. βάλλω), Hom. nur aor. act. u. med., stets ohne Augment, vorwerfen, hinwerfen, τινί τι; Νότος Βορέῃ προβάλεσκε, Od. 5, 331; τρωγάλια τοῖς θεωμένοις, Ar. Plut. 799; auch übertr., ἱππῆες πεζοί τε κακὴν ἔριδα προβαλόντες, den Wettkampf hinwerfend, anfangend, Il. 11, 529; ἑαυτὸν εἰς ἀρὰς δεινάς, Soph. O. R. 745; u. ohne Zusatz, sich jeder Gefahr preisgeben, sein Leben in die Schanze schlagen, vgl. ψυχὴν προβάλλοντ' ἐν κύβοισι δαίμονος, Eur. Rhes. 183; aber Her. 7, 141 = sich selbst wegwerfen, den Muth verlieren, verzweifeln; so ist auch Dem. 19, 27 zu nehmen, προαίρεσις τῆς πολιτείας προβεβλημένη καὶ ἄπιστος. – Auch = preisgeben, ἐπεί μοι τὴν θέμιν σὺ προὔ. βαλες, Soph. Trach. 807, Schol. ἀπέῤῥιψας καὶ παρεῖδες. So Plat. αἷς με σὺ προὔβαλες ἐκ προνοίας, Phaedr. 241 e. – Eine Frage vorlegen, aufgeben, eine Aufgabe stellen, ἕτερον αὖ σοι προβαλῶ τι δεξιόν, Ar. Nubb. 757; Plat. oft, τὰ λογισμῶν παισὶν οὖσι χρὴ προβάλλειν Rep. VII, 536 d, σκέψιν προβέβληκας Phil. 65 d, αἵρεσιν χαλεπήν Soph. 245 b, πρὸς τὴν τοῦ προβληθέντος ζήτησιν Polit. 286 b. – Med., – a) vor sich hinwerfen, -schütten, οὐλοχύτας προβάλοντο, Il. 1, 458. 2, 421 Od. 3, 447; θεμείλιά τε προβάλοντο ἀμφὶ πυρήν, Il. 23, 255, sie legten vorweg, zuerst den Grund; sich vorlegen, vornehmen, ἔργον, Hes. O. 781; hinwerfen, preisgeben, ἐν ᾗ (ἀκτῇ) με προὐβάλου ἄφιλον, Soph. Phil. 1005; vor sich hinhalten, οὔκουν προβαλεῖ τὼ χεῖρε κἀκτενεῖς, Ar. Ran. 201; bes. Waffen zum Schutz, Xen. Cyr. 2, 3, 10 An. 4, 2, 21; ἐκέλευσε προβαλέσθαι τὰ ὅπλα καὶ ἐπιχωρῆσαι ὅλην τὴν φάλαγγα, 1, 2, 17, d. i. sich zum Angriff fertig machen, wobei man den Schild vornimmt unb die Lanze fällt. Vgl. μεταβάλλειν. Daher προβεβλημένοι τοὺς θωρακοφόρους, Xen. Cyr. 6, 3, 24, die vor sich die Geharnischten haben; so auch Pol. oft, τὰ θηρία πρὸ τῶν κεράτων προεβάλλετο, 3, 72, 9; auch τῆς ἰδίας στρατοπεδείας τεῖχος προβαλλόμενοι, 1, 48, 10, vgl. 2, 65, 9; auch προεβάλοντο τάφρον, ποταμόν, 1, 18, 3. 2, 5, 5;. τὸ τεῖχος κύκλῳ προβεβλημένον τὸν ποταμόν, Strab. 11, 14, 6. Bei Dem. 4, 40, προβάλλεσθαι δ' ἢ βλέπειν ἐναντίον οὔτ' οἶδεν οὔτ' ἐθέλει, sich schützen, vertheidigen. – Daher auch als Vorwand brauchen, vorschützen, Einem vorhalten, bes. Sp., wie M. Anton. 1, 12; vgl. noch Aesch. 1, 74, ὅμως πρό γε τῆς αἰσχύνης προβάλλονταί τι καὶ συγκλείουσι τὰς θύρας. – b) vorschlagen, zur Wahl, τοὺς στρατηγοὺς προὐβάλλοντο, Plat. Legg. VI, 756 a; οὓς ἂν κοινῇ προβαλόμενοι ἕλωνται, XI, 916 b; Xen. An. 5, 9, 25 προεβάλλοντο αὐτόν· ἐπειδὴ δὲ ἐδόκει δῆλον, ὅτι αἱρήσονται αὐτόν; Dem. προβληθεὶς πυλαγόρας καὶ τριῶν ἢ τεττάρων χειροτονησάντων αὐτὸν ἀνεῤῥήθη, 19, 149; so auch Pol. 6, 26, 5. – c) für sich anführen, ἔθνος, ein Volk als Beispiel anführen, erwähnen, Her. 4, 46; τὸν Ὅμηρον δοκεῖ μοι χρῆναι προβάλλεσθαι, Plat. Lach. 201 b; als Zeugen, Dem. 46, 10. – d) im Werfen u. übh. übertreffen, ἐγὼ δέ κε σεῖο νοήματί γε προβαλοίμην πολλόν, Il. 19, 218, am Verstande mag ich dich wohl übertreffen. – e) beschuldigen, anklagen (vgl. προβολή), προὐβαλόμην ἀδικεῖν τουτονί, Dem. 21, 1. 175, u. öfter; vgl. Xen. Hell. 1, 7, 35; προβληθέντες ἀπέθανον, Pol. 9, 17, 8.