ἀποχράω

From LSJ
Revision as of 19:57, 2 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (13_7_2)

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποχράω Medium diacritics: ἀποχράω Low diacritics: αποχράω Capitals: ΑΠΟΧΡΑΩ
Transliteration A: apochráō Transliteration B: apochraō Transliteration C: apochrao Beta Code: a)poxra/w

English (LSJ)

Dor. ἀπο-χρέω Archim.Aren.3.3, [Epich.]253: inf.

   A -χρῆν D.4.22, Antiph.161, Luc.Herm.24 (-χρῆναι v.l. in D.H.3.22, condemned by AB81), Ion. -χρᾶν Hdt.3.138, but -χρῆναι Hp.VC14; part. -χρῶν, -χρῶσα, v. infr.: impf. ἀπέχρη, Ion. -έχρα Hdt.1.66: fut. -χρήσω: aor. -έχρησα:—suffice, be sufficient, be enough:    1 abs., in persons other than 3sg., 1sg. only in εἷς ἐγὼν ἀποχρέω [Epich.] l.c.; [θανάτω] δύ' ἀποχρήσουσιν μόνω Ar.Pl.484; ἀποχρήσει (sc. ἡ ὑφαντική) Pl.Plt.279b; τηλικαύτην ἀποχρῆν οἶμαι τὴν δύναμιν D.4.22; ἀποχρῶν ἀνὴρ ἔμοιγε πρὸς τὰ νῦν κακά Pherecr.145.6; ἡλικία ἀποχρῶσα Ar.Fr.489; σύμβουλος ἀποχρῶν τῇ πόλει Pl.Alc.2.145c; of ἀρετή, Stoic.3.50: c. inf., ἀποχρῶσι . . ἑκατὸν νέες χειρώσασθαι Hdt.5.31; Κνιδίους μούνους ἀποχρᾶν οἱ τοὺς κατάγοντας γίνεσθαι Id.3.138, cf. 9.48; πεδίον ἀποχρῶν τὴν Ἀσίαν πρὸς τὴν Εὐρώπην ἀντιτάξαι Philostr. Im.1.1.    2 mostly in 3sg., c. dat.,    a with a nom., [ποταμὸς] οὐκ ἀπέχρησε τῆ στρατιῇ πινόμενος was not enough to supply the army with drink, Hdt.7.43, 196; often in the phrase ταῦτ' ἀπόχρη μοι Ar. Av. 1603, cf. Pl.Phdr.279a; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον ἐὰν . . Isoc.5.28; οὐκ ἀπέχρησε δὲ αὐτῷ τοῦτο D.21.17; οὐδὲ ταῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς Isoc. 4.97. b. impers., c. inf., ἀποχρᾷ (-χρη) μοι ἡσυχίην ἄγειν, ποιέειν τι, etc., t)is sufficient for me to... Hdt.1.66, 6.137, 9.79, Hp.Mochl.38; [ἔφασαν] ἀποχρήσειν σφι τὴν ἑωυτῶν φυγάσσειν Hdt.8.130: c. dat. part., ἀποχρᾶν σφι κατὰ τὸ ἥμισυ ἡγεομένοισι it was enough for them if they shared the command, Id.7.148; μέρος βαιὸν ἐχούση πᾶν ἀπόχρη μοι 'tis all sufficient for me to have a little, A.Ag.1574 (nowhere else in Trag.); τοσαῦτ' ἀπόχρη προσθήσειν Str.9.1.20.    c impers., ἀπόχρη τινός there is enough of a thing, Hp.Mul.1.12, Vid.Ac.4; ἀποχρῆν ἐνίοις ὑμῶν ἄν μοι δοκεῖ εἰ .. methinks it would have satisfied some of you, D.4.42: abs. in part., οὐκ ἀποχρῆς αν αὐτῷ since it did not suffice him, Arist.Xen.976b21.    3 Pass., to be contented with a thing, c. dat., ἀποχρεωμένων τούτοισι τῶν Μυσῶν the Mysians being satisfied therewith, Hdt.1.37; τοῖς ὀνόμασι μόνον D.17.31.    b impers., οὐκ ἀπεχρᾶτο μούνων Μήδων ἄρχειν Hdt.1.102; ἀπεχρᾶτό σφι ἡσυχίην ἄγειν Id.8.14.    II deliver an oracle, Ael.Fr.59.    B ἀποχράομαι use to the full, avail oneself of, ἐπικαιρότατον χωρίον . . ἀποχρῆσθαι Th.1.68; ἀποχρήσασθε τῆ . . ὠφελίᾳ Id.6.17, cf. 7.42; ὅταν . . ἀποχρήσωνται χρῶνται λοιπὸν ὡς προδόταις when they have made all the use they can of them, then they deal with them... Plb.18.15.9.    2 abuse, misuse, c. dat., εἰς ταῦτα ἀποχρῆσθαι τῷ πλουτεῖν D.21.124; πλεονεκτικῶς ταῖς ἐξουσίαις ἀ. OGI665.16(Egypt, i A.D.); ἀποχρωμένων μᾶλλον ἢ χρωμένων αὐτῷ Plu.Comp.Alc.Cor.2; οἷς μὲν χρῆσθαι, οἷς δ' ἀ. Id.2.178c: c. gen., θυγατρός Id.Nob.13.    3 c. acc., destroy, kill, Ar.Fr.358, Th.3.81, Poll.8.74, etc.    4 ἀ. τὰ χρήματα make use of, Arist.Oec.1349b17.    5 ἀποχρησαμένοις· ἀποσεισαμένοις, Hsch.

German (Pape)

[Seite 336] ion. ἀποχρέω (s. χράω, inf. ἀποχρῆν Luc. Hermot. 24 merc. cond. 5), hinreichen, genügen, εἷς ἐγὼν ἀποχρέω Epicharm. bei Ath. VII, 308 c; νῷν δὲ δύ ἀποχρήσουσι μόνω θανάτω Ar. Plut. 484; ἡλικίαν ἔχεις ἀποχρῶσαν ἤδη Ar. B. A. 439; ἑκατὸν νέες ἀποχρῶσι Her. 5, 31; ποταμὸς οὐκ ἀπέχρησε τῇ στρατιᾷ πινόμενος 7, 196; οὐδὲ τοῦτ' ἀπέχρησεν αὐτοῖς, sie begnügten sich nicht damit, Isocr. 4, 97; gew. 3. Person Sing., ἀπόχρη, ἀποχρήσει, es reicht hin, ἐμοί, für mich, ich bin damit zufrieden; vgl. Aesch. Ag. 1556; ἀπέχρα ἡσυχίην ἄγειν Her. 1, 66; s. Plat. Phaedr. 275 b Rep. VI. 506 b; ἀπόχρη μοι τοσοῦτον, ἐάν – Isocr. 5, 28; Her. braucht so auch das med., ἀπεχρέετο 8, 14; aber ἀποχρεομένων τούτοις τῶν Μυσῶν, da die Myser damit zufrieden waren, 1, 37; οὐκ ἀπεχρᾶτο ἄρχειν 1, 102; ἀποχρῶν, genügend, ξύμβουλος Plat. Alc. II. 145 c; ἦν ἀποχρῶν ἀνὴρ πρὸς τὰ κακά Phereer. bei Plut. de mus. 30 (V. 6). – Med. ἀποχράομαι, zu seinem Vortheil benutzen, ἀποχρήσασθαι τῇ τοῦ στρατεύματος ἐκπλήξει Thuc. 7, 42; vgl. 6, 17; Folgde, bes. Pol.; – = χράομαι, 1, 45, 2; Plut. Pomp. 76; mißbrauchen, Dem. 17, 31 u. öfter; τῇ πολιτῶν φιλονεικίᾳ Plut. Them. 4; aufbrauchen, aufreiben, Plut.; tödten, Ar. bei Suid., vgl. B. A. 423.