κάμ
From LSJ
Οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → Nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us
English (LSJ)
Ep. and Lyr. shortd. form for κατά before μ, Il.11.172, etc.
German (Pape)
[Seite 1315] = κατά, vor μ, z. B. κὰμ μέν Od. 20, 2; Hes. O. 441; κὰμ μέσον Il. 11, 172.
Greek (Liddell-Scott)
κάμ: Ἐπικ. συντετμημ. τύπος τῆς κατὰ πρὸ τοῦ μ, ἴδε ἐν λ. καμμέν.