κατάνομαι

From LSJ
Revision as of 10:48, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_20)

ἐν τῷ ῥά σφι κύκησε γυνὴ εἰκυῖα θεῆισιν οἴνῳ Πραμνείῳ, ἐπὶ δ' αἴγειον κνῆ τυρόν κνήστι χαλκείῃ, ἐπὶ δ' ἄλφιτα λευκὰ πάλυνε. → In it the woman, like the goddesses, mixed Pramnian wine for them, and over it she grated goat cheese with a bronze grater, and sprinkled white barley on it.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάνομαι Medium diacritics: κατάνομαι Low diacritics: κατάνομαι Capitals: ΚΑΤΑΝΟΜΑΙ
Transliteration A: katánomai Transliteration B: katanomai Transliteration C: katanomai Beta Code: kata/nomai

English (LSJ)

[ᾱ], Pass., (ἄνω)

   A to be used up or wasted, πολλὰ κατάνεται Od.2.58; μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν completed, Arat.464.

German (Pape)

[Seite 1366] fertig gemacht werden; τὰ δὲ πολλὰ κατάνεται, es wird verzehrt, geht darauf, Od. 2, 58; κατανομένων ἐνιαυτῶν Arat. 464, mit der v. l. κατανυομένων. [Α des Verses wegen lang.]

Greek (Liddell-Scott)

κατάνομαι: Παθ., (ἄνω, ἀνύω), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.