γηραλέος
From LSJ
Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft
English (LSJ)
α, ον (also γηράλιος, Hsch., γηράλεῐος, IG12(7).113 (Amorg.)), = foreg., Xenoph.1.18, Pi.P.4.121, A.Pers.171, Cratin. 126, J.BJ1.2.2; γ. ὀδόντες, ῥυτίδες, Anacr.43.2, AP5.128 (Autom.); σανίς ib.9.242 (Antiphil.);
A ἀπὸ κροτάφων πελόμεσθα πάντες γηραλέοι Theoc.14.69.
Greek (Liddell-Scott)
γηραλέος: -α, -ον, = τῷ προηγ., Ξενοφάν. 1. 18 Bgk., Πίνδ. II. 4. 216, Αἰσχύλ. Πέρσ. 171, Κρατῖν. Νομ. 5.