ἐρεθίζω
ἔκβαλε πρῶτον ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σοῦ τὴν δοκόν, καὶ τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τὸ κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου → first take the plank out of your own eye, and then you will see clearly to remove the speck from your brother's eye
English (LSJ)
Ep.inf.
A -ιζέμεν Il.4.5 : impf. ἠρέθιζον S.Ant.965 (lyr.), Ep. ἐρ- Il.5.419 : fut. -ίσω Gal.1.385, -ιῶ Hp.Mochl.2, Plb.13.4.2 : aor.1 ἠρέθισα D.H.3.72 ; poet. ἐρ- A.Pr.183(lyr.), inf. ἐρεθίξαι AP12.37 (Diosc.) : pf. ἠρέθικα Aeschin.2.37:—Pass., aor. 1 ἠρεθίσθην, part. ἐρεθισθείς Hdt.6.40, D.H.4.57 : pf. ἠρέθισμαι Hp. (v. infr.), etc. : (ἐρέθω):—rouse to anger, rouse to fight, Il.1.32 ; κερτομίοις ἐπέεσσι 5.419 ; κύνας τ' ἄνδρας τε, of a lion, 17.658 ; ἐ. τοὺς Πέρσας Hdt.3.146 ; φιλαύλους τ' ἠρ. Μούσας S.Ant.965(lyr.) ; ὥσπερ σφηκιὰν ἐ. τινά Ar. Lys.475 ; χεῖρον..ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802 ; πὺξ ἐ. challenge to a boxing-match, Theoc.22.2 ; provoke to curiosity, μητέρα σήν Od.19.45 : generally, excite, chafe, φρένας ἐ. φόβος A.Pr.183(lyr.) ; of physical irritation, Hp.Mochl.2 ; βῆχες βραχέα -ουσαι causing brief irritation, Id.Aph.4.54 : metaph., ἐ. πλανάτας χοροῖσιν E.Ba.148 (lyr.) ; ἐ. μάγαδιν to touch it, Telest.4 ; φλόγα Hld.8.9 ; τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Plu.2.822c ; incite to rivalry, 2 Ep.Cor.9.2:—Pass., to be provoked, excited, ὑπό τινος Hdt.6.40, cf. Ar.V.1104 ; ἠρεθισμένος under provocation, Men.574 ; ὀργῇ χεῖρας -ισμένας Euphro8.3 ; of love, τοῖς νέοισιν -ισμένος Timocl.30 ; of fire, φέψαλος.. -όμενος..ῥιπίδι Ar. Ach.669 (lyr.) ; αἰθὴρ -έσθω βροντῇ A.Pr.1045 (anap.) ; πνεῦμα ἠρεθισμένον, of one who has run till he is out of breath, E.Med.1119 ; ἕλκος ἠρεθισμένον irritated, Hp.Fract.27, cf. 31, Plb.1.81.6 ; ὀσμὴ -ισμένη Eub.75.9 ; ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Luc.Am.22. II abs., to be quarrelsome or perverse, Ph.1.359.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρεθίζω: Δωρ. -ίσδω Θεόκρ.: Ἐπικ. ἀπαρ. -ιζέμεν Ἰλ. Δ. 5: παρατ. ἠρέθιζον Σοφ. Ἀντ. 965 (Λυρ.), Ἐπικ. ἐρέθιζον Ἰλ. Ε· 419: - μέλλ. -ίσω Γαλην., ιῶ Ἱππ. 845F: - ἀόρ. ἠρέθισα Διον. Ἁλ. 3. 72· ποιητ. ἐρέθισε (Turnebus: ἠρέθισε κῶδ.) Αἰσχύλ. Πρ. 181 (χορ.), ἀπαρ. ἐρεθίξαι Ἀνθ. Π. 12. 37: - πρκμ. ἠρέθικα Αἰσχίν. 33. 11: - Παθ. ἀόρ. ἠρεθίσθην, μετοχ. ἐρεθισθεὶς Ἡρόδ. 6, 40, Διον. Ἁλ.: πρκμ. ἠρέθισμαι, ἴδε κατωτ.: (ἐρέθω). Διεγείρω, παροξύνω εἰς ὀργήν, εἰς πόλεμον, εἰς μάχην, ἐρεθίζω, Λατ. provocare, ὡς ἀείποτε ἐν Ἰλ. Α. 32, Ε. 419, κτλ.· ἐρ. κερτομίοις ἐπέεσσι Δ. 5· κύνας τ’ ἄνδρας τε, ἐπὶ λέοντος, Ρ. 658· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. (πλὴν ἐν Τ. 45, ὄφρα κε… μητέρα σὴν ἐρεθίζω, ἐρεθίζω τὴν περιέργειαν αὐτῆς)· ἐρ. τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 146· φιλαύλους τ’ ἠρ. Μούσας Σοφ. Ἀντ. 965· ὥσπερ σφηκιὰν ἐρ. τινὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 475· χεῖρον… ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Μένανδρ. ἐν Ἀδηλ. 258: - μεταγεν., καθόλου, διεγείρω, ἐξάπτω, φόβος ἐρ. φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 181· μεταφ., ἐρ. χοροὺς Εὐρ. Βάκχ. 148· ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, ἐρέθιζε μάγαδιν, ἔγγιζε, Τελέστης παρ’ Ἀθην. 637Α· τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Πλούτ. 2. 822C· ἀλλ’ ἐν Θεοκρ. 22. 2, πὺξ ἐρ., φαίνεται ἁπλῶς = ἐρίζειν: - Παθ. ἐρεθίζομαι, διεγείρομαι· ὑπό τινος Ἡρόδ. 6. 40, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1104· ἐπὶ τοῦ πυρός, φέψαλος… ἐρεθιζόμενος… ῥιπίδι Ἀριστοφ. Ἀχ. 669· αἰθὴρ ἐρεθιζέσθω βροντῇ Αἰσχύλ. Πρ. 1045· πνεῦμα ἠρεθισμένον, ἐπί τινος τρέχοντος ἑως οὗ κοπῇ ἡ ἀναπνοὴ αὐτοῦ, Ευρ. Μήδ. 1119· ἐπὶ βηχός, Ἱππ. Ἀφ. 1251· ἕλκος ἠρεθισμένον, πεφλογισμένον, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 768, Πολύβ. 1. 81, 6· ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Λουκ. Ἔρωτ. 22.