ἀποτειχίζω
English (LSJ)
A wall off, 1 by way of fortifying, ἀ. τὸν Ἰσθμόν Hdt.6.36:—Pass., Id.9.8. 2 by way of blockade, ὁ τοὺς θεοὺς ἀποτειχίσας Ar.Av.1576; τοὺς ἐν τῇ ἀκροπόλει Th.4.130, cf. 1.64, X. HG1.3.4, 2.4.3:—Pass., Th.6.96: metaph., shut out, ἑαυτῷ τὴν φυγήν Hld.9.20. 3 keep off by fortification, τὰς καταδρομάς Plu. Per.19. 4 wall off, separate, ὄρη ἀποτειχίζοντα τὴν Ἰταλίαν ἀπό τε Ἰλλυρίων καὶ Γαλατῶν Jul.Or.2.72b. 5 Med., build a partywall, πρὸς ἀλλήλους Luc.Am.28. II unblock by razing a wall, χάσμα Polyaen.1.3.5; dismantle, τὴν ἀκρόπολιν Arr.Epict.4.1.88.
German (Pape)
[Seite 330] 1) durch Mauern absperren, θεούς Ar. Av. 1576; Ἰσθμόν Her. 6, 36; eine Mauer zur Befestigung ziehen, τεῖχος Thuc. 1, 64 u. öfter; Xen. Hell. 1, 3, 3; blockiren, Dion. Hal. 9, 7; den Weg versperren, Xen. An. 2, 4, 7; übh. versperren, ἑαυτῷ τὴν φυγήν Heliod. – 2) die Mauern u. Festungswerke wegnehmen, schleifen, Polyaen. 1, 3, 5.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτειχίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, κλείω ἢ χωρίζω τι διὰ τείχους. 1) πρὸς ὀχύρωσιν, ἀπ. τὸν ἰσθμὸν, Ἡρόδ. 6. 36, πρβλ. 9. 8. 2) πρὸς ἀποκλεισμόν, ὁ τοὺς θεοὺς ἀποτειχίσας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1576· τοὺς ἐν τῇ ἀκροπόλει Θουκ. 4.130, πρβλ. 1. 64, Ξεν. Ἑλλ. 1. 3, 4., 2. 4, 3: ― Παθ., Θουκ. 6. 96: ― μεταφ. κλείω, ἐμποδίζω, ἔλαθεν ἑαυτῷ τὴν φυγὴν ἀποτειχίσας Ἡλιόδ. 9. 20 3) Μέσ., ἀνεγείρω μεσότοιχον, τοῖχον πρὸς διαχωρισμόν, Λουκ. Ἔρωτ. 28. ΙΙ. ἐγείρω ὀχυρώματα, Πολύαιν. 1. 3, 5· καὶ οὕτως ἴσως, ἀπ. τὴν ἀκρόπολιν Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4.1, 88· ἔνθα ἴδε Schweigh.