ἀσυγκόμιστος
From LSJ
λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk
English (LSJ)
ον,
A not gathered in, καρπός X.Cyr.1.5.10.
German (Pape)
[Seite 379] ungeerntet, nicht eingebracht, καρπός Xen. Cyr. 1, 5, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυγκόμιστος: -ον, ὁ μὴ συγκομισθείς, καρπὸς Ξεν. Κύρ. 1. 5, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non apporté ensemble, non recueilli.
Étymologie: ἀ, συγκομίζω.