δικαιοκρίτης
From LSJ
English (LSJ)
[ῐ], ου, ὁ,
A righteous judge, LXX 2 Ma.12.41, PRyl.113.35 (ii A. D.).
German (Pape)
[Seite 626] ὁ, gerechter Richter, Or. Sib. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκαιοκρίτης: -ου, ὁ, =δίκαιος κριτής, Ἑβδ. (Β Μακκ. ιβ΄, 41), Χρησμ. Σιβυλλ. 3. 704, πρβλ. Κόντ. Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 428.