κομάω

From LSJ
Revision as of 20:01, 9 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Bailly1_3)

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κομάω Medium diacritics: κομάω Low diacritics: κομάω Capitals: ΚΟΜΑΩ
Transliteration A: komáō Transliteration B: komaō Transliteration C: komao Beta Code: koma/w

English (LSJ)

Ion. κομ-έω, (κόμη)

   A let the hair grow long, Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες Il.2.542; κάρη κομόωντες Ἀχαιοί 3.43, al.; κ. τὴν κεφαλήν Hdt.4.168; τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς ib.180; τὰ ἐπὶ δεξιὰ τῶν κεφαλέων κ. ib.191; τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. X.Smp.4.28; ξανθοτάτοις βοτρύχοισι κ. Pherecr.189; ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κ. Ps.-Phoc.212; Λακεδαιμόνιοι . . οὐ γὰρ κομῶντες πρὸ τούτου ἀπὸ τούτου κομᾶν Hdt.1.82, cf. Arist.Rh.1367a29, Philostr.VA3.15; ἐλακωνομάνουν ἅπαντες... ἐκόμων Ar.Av.1282; μὴ φθονεῖθ' ἡμῖν (sc. τοῖς ἱππεῦσι) κομῶσι Id.Eq. 580; κομῶν καὶ αὐχμηρός Arist.Rh.1413a9, cf. D.H.6.26; ἔνορκον ἂν ποιησαίμην μὴ πρότερον κομήσειν (in token of a vow) πρίν . . Pl.Phd. 89c; ἀνὴρ μὲν ἐὰν κομᾷ, ἀτιμία αὐτῷ ἐστι· γυνὴ δὲ ἐὰν κομᾷ, δόξα αὐτῇ ἐστιν 1 Ep.Cor.11.14-15.    2 plume oneself, give oneself airs, τοιοῦτος ἀνὴρ ὢν ποιητὴς οὐ κομῶ Ar.Nu.545, cf. Pl.170; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε aimed at the monarchy, Hdt.5.71; ἐπὶ τῷ κομᾷς; on what do you plume yourself? Ar.V.1317; μηδὲν ταύτῃ γε κομήσῃς Id.Pl.572; κ. ἐπὶ κάλλει Plu.Caes.45, cf. Luc.Nigr.1; ἐπ' Ἠρίννῃ κ., of her lover, AP11.322 (Antiphan.): c.dat., Opp.C.3.192.    II of horses, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Il.8.42, 13.24.    III of the hair itself, to be long, Opp.C.3.28.    IV metaph., of trees, plants, etc., [οὖθαρ ἀρούρης] μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσιν soon were the fields to wave with long ears, h.Cer.454; μᾶζαι βώλοις κομῶσαι Cratin.165; ἁ δὲ καλὰ νάρκισσος ἐπ' ἀρκεύθοισι κομάσαι Theoc.1.133, cf. 4.57; αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα A.R.3.928; ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Call.Dian. 41; ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist.Mu.397a24, cf. Ael.Fr.75; κομῶντα λήϊα Procop.Gaz.Ep.23.    V ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092.

German (Pape)

[Seite 1476] ion. κομέω, 1) das Haar, κόμη, lang wachsen lassen, langes, starkes Haar haben; Ἄβαντες ὄπιθεν κομόωντες, am Hinterkopfe langes Haar tragend, Il. 2, 542; – auch von Pferden, ἐθείρῃσιν κομόωντε, 8, 42. 13, 24; – Her. 1, 82 u. öfter; κομέουσι 2, 36, wie τὰ ὀπίσω κομέουσι τῆς κεφαλῆς 4, 180; Plat. Gorg. 524 c Phaedr. 89 c; μὴ ἅπτεσθαί μου πρὶν ἂν τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κομήσῃς Xen. Conv. 4, 28; Folgde; auch von den Haaren selbst, κομόωσιν ἔθειραι Opp. Cyn. 3, 27. – 2) Uebertr., von Gewächsen u. vom Felde, Laub bekommen, grünen u. blühen; οὖθαρ ἀρούρης μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσι, das Feld sollte prangen mit langen Aehren, H. h. Cer. 454; ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Arist. de mundo 4; Λιβάνῳ κομόωσιν ἄρουραι D. Per. 950; αἴγειρος φύλλοισιν ἀπειρεσίοις κομόωσα Ap. Rh. 1, 928; λειμῶνες Anacr. 39, 2; – ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Arat. 1092. – 3) langes Haar galt als Zeichen des Freien nicht bloß, Arist. rhet. 1, 8, 3, sondern auch der Freude, dah. man es bei der Trauer abschnitt; auch Zeichen des Reichthums u. Stolzes, vgl. Her. 1, 82; dah. κομᾶν = stolz, vornehm sein, prunken; οὗτος ἐπὶ τυραννίδι ἐκόμησε, er buhlte um die Alleinherrschaft, Her. 5, 71; vom Perserkönige, Ar. Plut. 170; τινί, stolz sein auf Etwas, mit Etwas großthun, Opp. Cyn. 3, 192; ἐπί τινι, Luc. Nigr. 1; ἐπὶ κάλλει καὶ ὥρᾳ Plut. Caes. 45; vgl. Antiphan. 5 (XI, 322); neben ὑψαυχεῖν u. μεγαληγορεῖν, Plut. de stoic. repugn. 13. – Bes. galt in Athen, wo die Jünglinge nur bis ins 18. Jahr langes Haar trugen, dann aber als ἔφηβοι es abschnitten u. kürzeres Haar trugen, das lange Haar als Merkmal eines Stutzers, als Zeichen der Prunkliebe u. Eitelkeit.

Greek (Liddell-Scott)

κομάω: Ἰων. -έω˙ (κόμη)˙ ― ἀφίνω τὴν κόμην μακράν, φέρω μακρὰν κόμην, Ἄβαντες ὄπισθεν κομόωντες, «τὰ ὀπίσω μέρη τῆς κεφαλῆς κομῶντες» (Σχόλ.), Ἰλ. Β. 542˙ ἐθείρῃσιν κομόωντε Θ. 42, Ν. 24˙ ὡσαύτως, κομ. τὴν κεφαλὴν Ἡρόδ. 4. 168˙ τὰ ὀπίσω κ. τῆς κεφαλῆς αὐτόθι 180˙ τὰ ἐπιδέξια τῶν κεφαλέων κ. ὁ αὐτ. 191˙ τὸ γένειον τῇ κεφαλῇ ὁμοίως κ. Ξεν. Συμπ. 4, 28. Κατὰ τοὺς παλαιοτέρους χρόνους οἱ Ἕλληνες καθόλου ἔτρεφον μακρὰν κόμην, ὅθεν, καρηκομόωντες Ἀχαιοί, παρ’ Ὁμ. Ἐν. Σπάρτῃ ἐξηκολούθησεν ὡς συνήθεια πάντων τῶν πολιτῶν νὰ ἔχωσι μακρὰν κόμην, (ὅρα τὴν παρ’ Ἡροδότῳ διήγησιν, 1. 82, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 9, 26), ἂν καὶ μετέπειτα καὶ ἐνταῦθα τὸ ἔθος κατηργήθη, Φιλόστρ. 106, πρβλ. Λουκ. Δραπ. 27, Πλουτ. Ἀλκ. 23. Ἐν Ἀθήναις τὴν κόμην ἔφερον μακρὰν οἱ νεανίαι μέχρι τοῦ 18 ἔτους, ὅτε εἰσήρχοντο εἰς τὴν ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, καὶ ἐνεγράφοντο εἰς τοὺς πολίτας (πρβλ. φρατρία)˙ τότε δὲ προσέφερον τοὺς μακροὺς αὑτῶν βαστρύχους εἴς τινα θεότητα, Ἡσύχ., κτλ.˙ καὶ ἐθεωρεῖτο ὡς σημεῖον νωθρότητος καὶ χαλαρῶν ἠθῶν τὸ νὰ φέρωσι κόμην μακρὰν οἱ ἄνδρες (πλὴν τῶν Ἱππέων, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 580)˙ ἄρσεσιν οὐκ ἐπέοικε κομᾶν Ψευδο-Φωκ. 212˙ ἢ ὡς σύμβολον λακωνισμοῦ, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1282, ἴδε ἀνωτερ.˙ κομῶν καὶ αὐχμηρὸς Ἀριστ. Ρητ. 3. 11, 13˙ ― ἀλλ’ ἂν καὶ οἱ Ἀθηναῖοι ἔφερον τὴν κόμην βραχεῖαν, ὅμως διετήρησαν τὴν φράσιν, μὴ κομᾶν ἢ κείρεσθαι, εἰς σημεῖον πένθους, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 818, Ἀριστοφ. Πλ. 572, Πλάτ. Φαίδων 89C, κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, ἕνεκα τῶν μνημονευθέντων ἐθίμων κομᾶν, ἐσήμαινε γαυριᾶν, ὑπερηφανεύεσθαι, ἀλαζονικῶς φέρεσθαι, ὡς τὸ Λατ. cristam tollere, ἀνὴρ τοιοῦτος ὢν… οὐ κομῶ Ἀριστοφ. Νεφ. 545, Πλ. 170˙ οὕτως, οὗτος ἐκόμησε ἐπὶ τυραννίδι, μέγα φρονῶν ἔβαλεν εἰς τὸν νοῦν του νὰ γείνῃ τύραννος, Ἡρόδ. 5. 71˙ ἐπὶ τῷ κομᾷς; εἰς τὶ ὑπερηφανεύεσαι; Ἀριστοφ. Σφ. 1317˙ κ. ἐπὶ κάλλει Πλουτ. Καῖσ. 45, πρβλ. Λουκ. Νιγρ. 1˙ ἐπ’ Ἠρίννῃ κ. Ἀνθ. Π. 11. 322˙ ὡσαύτως μετὰ δοτ., Ὀππ. Κυν. 3. 192˙ πρβλ. κόμη Ι, κομήτης. ΙΙ. ὡσαύτως ἐπὶ ἵππων, χρυσέῃσιν ἐθείρῃσιν κομόωντε Ἰλ. Θ. 42., Ν. 24. ΙΙΙ. ἐπὶ αὐτῆς τῆς κόμης, κυματίζω, ἐκ δ’ ἄρα δειρῆς καὶ γενύων ἑκάτερθε θοαὶ κομόωσιν ἔθειραι, Ὀππ. Κυν. 3. 28. IV. μεταφ., ἐπὶ δένδρων, φυτῶν, κτλ., οὖθαρ ἀρούρης... μέλλεν ἄφαρ ταναοῖσι κομήσειν ἀσταχύεσσι, ταχέως ἔμελλον οἱ ἀγροὶ νὰ κυματίζωσι μὲ μακροὺς στάχυς, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 454· οὕτως, αἴγειρος φύλλοισι κομόωσα Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 928· ὄρος κεκομημένον ὕλῃ Καλλ. εἰς Ἄρτ. 41· ἡ γῆ φυτοῖς κομῶσα Ἀριστ. π. Κόσμ. 5, 11. V. ἀστέρες κομόωντες, = κομῆται, Ἄρατ. 1092.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 être chevelu, avoir une chevelure longue;
2 avoir une longue crinière;
3 prendre soin de sa chevelure ou porter sa chevelure longue (en signe de force, de joie, etc.) ; être fier, s’enorgueillir : ἐπί τινι, de qch ; διά τινα, à cause de qqn.
Étymologie: κόμη.