νεόω
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
(νέος)
A renovate, change, νέωσον αἶνον A.Supp.534 (lyr.):— Med., τάφους ἐνεώσατο had them restored, IG14.1721:—Pass., Hsch. 2 = νεάω, Poll.1.221: c. acc. cogn., νεώσατε ἑαυτοῖς νεώματα LXX Je.4.3. II restore a MS. reading in a corrupt passage, Demetr.Lac.Herc.1012.26.
German (Pape)
[Seite 246] erneuern, neu machen; νέωσον εὔφρον' αἶνον, Aesch. Suppl. 529; Sp. Gewöhnlich Neuland od. Brache bestellen, das Land neu umpflügen. Vgl. νεός u. νεά.
Greek (Liddell-Scott)
νεόω: ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, (νέος) ἀνανεώνω, μεταβάλλω, νέωσον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 534. - Μέσ., τάφους ἐνεώσατο, ἀνενέωσεν, ἀνῳκοδόμησεν, Ἀνθ. Π. παράρτημα 147, πρβλ. ἀνανεόομαι. ΙΙ. = νεάω, ἐνεώσαμεν νεώματα Γρηγ. Ναζ.