ὄνησις

From LSJ
Revision as of 15:30, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὄνησις Medium diacritics: ὄνησις Low diacritics: όνησις Capitals: ΟΝΗΣΙΣ
Transliteration A: ónēsis Transliteration B: onēsis Transliteration C: onisis Beta Code: o)/nhsis

English (LSJ)

εως, Dor., etc. ὄνᾱσις, ιος, ἡ, (ὀνίνημι)

   A use, profit, advantage, Od.21.402 ; ὄ. τισί [ἐστί] τι S.Ant.616 (lyr.) ; ἐπ' ὄνασιν ἐμοί for a delight to me, Alc.46 (v.l. ἐπόνασιν) ; εἰς ὄ. ἀνθρώπων S.Aj.400 (lyr.) ; ὄνησιν ἔχειν bring advantage, E.Med.618, etc. : c. gen., enjoyment of a thing, profit or delight from it, A.Ag.350, E.Hec.1231 ; ὄνησιν ἔχειν τινός Pl.Sph.230d ; ἀπὸ [τῶν βιβλίων] ὄ. ἕξεις POxy.531.12 (ii A. D.) ; ὄ. εὑρεῖν ἀπό τινος S.El.1061 (lyr.) ; οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδε . . ὄ. ἥξει Id.OC452 ; γένοιτό σοι τέκνων ὄ. Philem.156, cf. SIG526.40 (Itanos, iii B. C.) ; βίου ὄ. Herod.7.34 ; φέρειν ὄ. ἀστοῖς S.OC288 ; τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄ. ἥκει τῇ πατρίδι ; D.18.242 ; φορᾶς ὄ., as etym. of φρόνησις, Pl.Cra.411d.

German (Pape)

[Seite 346] ἡ, das Nützen, der Vortheil, Genuß; Od. 21, 402; πολλῶν γὰρ ἐσθλῶν τὴν ὄνησιν εἱλόμην, Aesch. Ag. 341; φέρων ὄνησιν ἀστοῖς τοῖς δε, Soph. O. C. 289; οὔτε σφιν ἀρχῆς τῆσδε ὄνησις ἥξει, 453; Ai. 394; χρυσοῦ ὄνησις οἴχεται, Eur. Hec. 1231; κακοῦ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει, Med. 618, Nutzen haben, gewähren, vgl. Bacch. 473; ὄνησιν ἔχειν τινός, Nutzen von Etwas haben, Plat. Soph. 230 c; Dem. u. A.

Greek (Liddell-Scott)

ὄνησις: Δωρ. ὄνᾱσις, εως, ἡ, (ὀνίνημι) ὠφέλεια, κέρδος, χρησιμότης, ἀπόλαυσις, εὐτυχία, Ὀδ. Φ. 402· ὄν. ἐστί τι Σοφ. Ἀντ. 616· ἐπ’ ὄνασιν ἐμοί, πρὸς χαρὰν καὶ εὐτυχίαν μου, Ποιητὴς παρ’ Ἡφαιστ. σελ. 41· εἰς ὄν. ἀνθρώπων Σοφ. Αἴ. 400· ― μετὰ γενικῆς, ὄνησιν ἔχειν τινός, Εὐριπ. Μήδ. 618, κτλ.· ― ἀπόλαυσις πράγματός τινος, κέρδος ἢ χαρὰ ἐξ αὐτοῦ, Αἰσχύλ. Ἀγ. 350, Εὐρ. Ἑκ. 1231· ὄνησιν ἔχειν ἢ ὑπολαμβάνειν τινὸς Πλάτ. Σοφιστ. 230C, Κρατ. 411D· ὄν. εὑρεῖν ἀπό τινος Σοφ. Ἠλ. 1061· οὐδέ σφιν ἀρχῆς τῆσδ’ ... ὄνησις ἥξει ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 452· γένοιτό σοι τέκνων ὄν. Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 64· φέρειν ὄν. τινι Σοφ. Ο. Κ. 288· τί γὰρ ἡ σὴ δεινότης εἰς ὄνησιν ἥκει τῇ πατρίδι; Δημ. 307. 27.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
utilité, avantage, jouissance : ὄνησιν ἑλέσθαι τινός ESCHL jouir de qqn ou de qch ; εὑρεῖν ἀπό τινος SOPH retirer un profit de qqn ; abs. ὄνησιν ἔχειν EUR avoir un avantage en soi, càd procurer un profit ; ὄνησιν φέρειν DÉM rapporter un profit.
Étymologie: ὀνίνημι.

English (Autenrieth)

(ὀνίνημι): benefit, luck, prosperity, Od. 21.402†.