ἐρεθίζω

From LSJ
Revision as of 18:06, 28 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (T22)

τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρεθίζω Medium diacritics: ἐρεθίζω Low diacritics: ερεθίζω Capitals: ΕΡΕΘΙΖΩ
Transliteration A: erethízō Transliteration B: erethizō Transliteration C: erethizo Beta Code: e)reqi/zw

English (LSJ)

Ep.inf.

   A -ιζέμεν Il.4.5 : impf. ἠρέθιζον S.Ant.965 (lyr.), Ep. ἐρ- Il.5.419 : fut. -ίσω Gal.1.385, -ιῶ Hp.Mochl.2, Plb.13.4.2 : aor.1 ἠρέθισα D.H.3.72 ; poet. ἐρ- A.Pr.183(lyr.), inf. ἐρεθίξαι AP12.37 (Diosc.) : pf. ἠρέθικα Aeschin.2.37:—Pass., aor. 1 ἠρεθίσθην, part. ἐρεθισθείς Hdt.6.40, D.H.4.57 : pf. ἠρέθισμαι Hp. (v. infr.), etc. : (ἐρέθω):—rouse to anger, rouse to fight, Il.1.32 ; κερτομίοις ἐπέεσσι 5.419 ; κύνας τ' ἄνδρας τε, of a lion, 17.658 ; ἐ. τοὺς Πέρσας Hdt.3.146 ; φιλαύλους τ' ἠρ. Μούσας S.Ant.965(lyr.) ; ὥσπερ σφηκιὰν ἐ. τινά Ar. Lys.475 ; χεῖρον..ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Men.802 ; πὺξ ἐ. challenge to a boxing-match, Theoc.22.2 ; provoke to curiosity, μητέρα σήν Od.19.45 : generally, excite, chafe, φρένας ἐ. φόβος A.Pr.183(lyr.) ; of physical irritation, Hp.Mochl.2 ; βῆχες βραχέα -ουσαι causing brief irritation, Id.Aph.4.54 : metaph., ἐ. πλανάτας χοροῖσιν E.Ba.148 (lyr.) ; ἐ. μάγαδιν to touch it, Telest.4 ; φλόγα Hld.8.9 ; τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Plu.2.822c ; incite to rivalry, 2 Ep.Cor.9.2:—Pass., to be provoked, excited, ὑπό τινος Hdt.6.40, cf. Ar.V.1104 ; ἠρεθισμένος under provocation, Men.574 ; ὀργῇ χεῖρας -ισμένας Euphro8.3 ; of love, τοῖς νέοισιν -ισμένος Timocl.30 ; of fire, φέψαλος.. -όμενος..ῥιπίδι Ar. Ach.669 (lyr.) ; αἰθὴρ -έσθω βροντῇ A.Pr.1045 (anap.) ; πνεῦμα ἠρεθισμένον, of one who has run till he is out of breath, E.Med.1119 ; ἕλκος ἠρεθισμένον irritated, Hp.Fract.27, cf. 31, Plb.1.81.6 ; ὀσμὴ -ισμένη Eub.75.9 ; ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Luc.Am.22.    II abs., to be quarrelsome or perverse, Ph.1.359.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρεθίζω: Δωρ. -ίσδω Θεόκρ.: Ἐπικ. ἀπαρ. -ιζέμεν Ἰλ. Δ. 5: παρατ. ἠρέθιζον Σοφ. Ἀντ. 965 (Λυρ.), Ἐπικ. ἐρέθιζον Ἰλ. Ε· 419: - μέλλ. -ίσω Γαλην., ιῶ Ἱππ. 845F: - ἀόρ. ἠρέθισα Διον. Ἁλ. 3. 72· ποιητ. ἐρέθισε (Turnebus: ἠρέθισε κῶδ.) Αἰσχύλ. Πρ. 181 (χορ.), ἀπαρ. ἐρεθίξαι Ἀνθ. Π. 12. 37: - πρκμ. ἠρέθικα Αἰσχίν. 33. 11: - Παθ. ἀόρ. ἠρεθίσθην, μετοχ. ἐρεθισθεὶς Ἡρόδ. 6, 40, Διον. Ἁλ.: πρκμ. ἠρέθισμαι, ἴδε κατωτ.: (ἐρέθω). Διεγείρω, παροξύνω εἰς ὀργήν, εἰς πόλεμον, εἰς μάχην, ἐρεθίζω, Λατ. provocare, ὡς ἀείποτε ἐν Ἰλ. Α. 32, Ε. 419, κτλ.· ἐρ. κερτομίοις ἐπέεσσι Δ. 5· κύνας τ’ ἄνδρας τε, ἐπὶ λέοντος, Ρ. 658· οὕτω καὶ ἐν Ὀδ. (πλὴν ἐν Τ. 45, ὄφρα κε… μητέρα σὴν ἐρεθίζω, ἐρεθίζω τὴν περιέργειαν αὐτῆς)· ἐρ. τοὺς Πέρσας Ἡρόδ. 3. 146· φιλαύλους τ’ ἠρ. Μούσας Σοφ. Ἀντ. 965· ὥσπερ σφηκιὰν ἐρ. τινὰ Ἀριστοφ. Λυσ. 475· χεῖρον… ἐρεθίσαι γραῦν ἢ κύνα Μένανδρ. ἐν Ἀδηλ. 258: - μεταγεν., καθόλου, διεγείρω, ἐξάπτω, φόβος ἐρ. φρένας Αἰσχύλ. Πρ. 181· μεταφ., ἐρ. χοροὺς Εὐρ. Βάκχ. 148· ἐπὶ μουσικοῦ ὀργάνου, ἐρέθιζε μάγαδιν, ἔγγιζε, Τελέστης παρ’ Ἀθην. 637Α· τὸ φονικὸν καὶ θηριῶδες Πλούτ. 2. 822C· ἀλλ’ ἐν Θεοκρ. 22. 2, πὺξ ἐρ., φαίνεται ἁπλῶς = ἐρίζειν: - Παθ. ἐρεθίζομαι, διεγείρομαι· ὑπό τινος Ἡρόδ. 6. 40, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1104· ἐπὶ τοῦ πυρός, φέψαλος… ἐρεθιζόμενος… ῥιπίδι Ἀριστοφ. Ἀχ. 669· αἰθὴρ ἐρεθιζέσθω βροντῇ Αἰσχύλ. Πρ. 1045· πνεῦμα ἠρεθισμένον, ἐπί τινος τρέχοντος ἑως οὗ κοπῇ ἡ ἀναπνοὴ αὐτοῦ, Ευρ. Μήδ. 1119· ἐπὶ βηχός, Ἱππ. Ἀφ. 1251· ἕλκος ἠρεθισμένον, πεφλογισμένον, ὁ αὐτ. π. Ἀγμ. 768, Πολύβ. 1. 81, 6· ἐπὶ τὴν ὕβριν ἠρεθίσθαι Λουκ. Ἔρωτ. 22.

French (Bailly abrégé)

impf. ἠρέθιζον, f. ἐρεθίσω, att. et ion. ἐρεθιῶ ; ao. ἠρέθισα, pf. ἠρέθικα;
Pass. ao. ἠρεθίσθην, pf. ἠρέθισμαι, pqp. ἠρεθίσμην;
1 provoquer au combat, provoquer;
2 en gén. exciter : τινα, la curiosité de qqn ; φρένας ESCHL l’esprit.
Étymologie: ἐρέθω.

English (Autenrieth)

= ἐρέθω, Α 32, Il. 24.560.

English (Slater)

ἐρεθίζω
   1 provoke pass., cf. Borthwick, C. Q., 1967, 110 ἐρεθίζομαι πρὸς ἀυτὰν ( I am provoked to song ) fr. 140b. 14.

English (Strong)

from a presumed prolonged form of ἔρις; to stimulate (especially to anger): provoke.

English (Thayer)

1st aorist ἠρεθισα; (ἐρέθω to excite); to stir up, excite, stimulate: τινα, in a good sense, Homer down, in a bad sense, to provoke: παροργίζετε.