αἴνιγμα
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
αἰνίγματος, τό,
A dark saying, riddle, Pi.Fr.177, A.Pr.610, etc., cf. LXX De.28.37: freq. in plural, ἐξ αἰνιγμάτων = in riddles, darkly, A.Ag. 1112,1183; δι' αἰνιγμάτων Aeschin.3.121 (v.l.), etc.; ἐν αἰνίγματι 1 Ep.Cor.13.12; αἴνιγμα προβάλλειν, αἴνιγμα ξυντιθέναι, αἴνιγμα πλέκειν = to make a riddle, Pl.Chrm.162b, Ap.27a, Plu.2.988a; opp. διειπεῖν, εἰδέναι, S.OT 393,1525; μαθεῖν E.Ph.48.
II taunt, Aristaenet.1.27.
III ambush (Theban), Palaeph.4.
Spanish (DGE)
αἰνίγματος, τό
• Alolema(s): tarent. ἄνεγμα Hsch.
I 1enigma, adivinanza, acertijo del propuesto por la esfinge αἴνιγμα παρθένοι' ἐξ ἀγριᾶν γνάθων Pi.Fr.177d, τὰ κλείν' αἰνίγματα S.OT 1525, E.Ph.1688, 1759, cf. S.OT 393, Plu.2.988a
•εἰδέναι, μαθεῖν, εὑρεῖν acertar, descifrar S.OT 1525, E.Ph.48, 1731
•gener. sentencia velada, sentencia enigmática ξυνῆκα τοὔπος ἐξ αἰνιγμάτων A.Ch.887, cf. Pl.Chrm.161c, 162b, Ap.27a, αἰνίγματα λέγεις Luc.DMort.19.2, οὐκ ἐμπλέκων αἰνίγματ' ἀλλ' ἁπλῷ λόγῳ A.Pr.610, ἐξ αἰνιγμάτων = de la forma de hablar de Casandra, A.A.1112, 1183
•de las enseñanzas de los pitagóricos δι' αἰνιγμάτων ἐδίδασκε καθάπερ ἦν ἔθος αὐτοῖς Sch.Pl.Phd.61d, τοῦτο δὲ παρήγγειλε καὶ Πυθαγόρας αἰνίγμασιν ἅπερ ἐγὼ παραθεὶς ἐξηγήσομαι Plu.2.12d, ἅπτομαι αἰνιγμάτων Philostr.VA 6.11
•considerado como un tropo o figura estilística ἂν μὲν οὖν ἐκ μεταφορῶν, αἴνιγμα, ἐὰν δὲ ἐκ γλωττῶν, βαρβαρισμός Arist.Po.1458a24-25, cf. τὰ τῶν ποιητῶν αἰνίγματα Max.Tyr.38.4
•alegoría, algo oscuro Quint.Inst.8.6.52, cf. Cic.Orat.3.167
•de la ley oscuridad, qui iuris nodos et legum aenigmata soluat Iuu.8.50.
2 ingeniosidad Aristaenet.1.27.
II en sent. físico
1 objeto misterioso τεράστιον αἴνιγμα Luc.Am.28
•imagen velada βλέπομεν ... δι' ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι (ahora) miramos por un espejo en una especie de imagen velada e.d. oscuramente, 1Ep.Cor.13.12, cf. Dion.Ar.EH 73.14.
2 emboscada Palaeph.4.
• Etimología: Cf. αἶνος.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
1 parole obscure ou équivoque, énigme;
2 oracle.
Étymologie: αἰνίσσομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
αἴνιγμα -ατος, τό αἰνίττομαι raadselachtige of duistere uitspraak, raadsel:. ἐξ αἰνιγμάτων in raadselachtige taal Aeschl. Ag. 1183; αἴνιγμα αὐτὸ προύβαλεν hij bracht het als raadsel naar voren Plat. Chrm. 162b; αἴνιγμα συντιθέναι een raadsel opgeven Plat. Ap. 27a; αἴνιγμα διειπεῖν een raadsel oplossen Soph. OT 393; βλέπομεν γὰρ ἄρτι δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰνίγματι nu immers kijken we door middel van een spiegel in een raadsel NT 1 Cor. 13.12.
German (Pape)
τό, dunkle Rede, Rätsel, von Pind. 165 an überall; dem ἁπλοῦς λόγος entgegengesetzt, Aesch. Pr. 613; wie Aesch. 3.121 οὐ δι' αἰνιγμάτων ἀλλ' ἐναργῶς γέγραπται.
Russian (Dvoretsky)
αἴνιγμα: ατος τό
1 туманная речь, загадка: τὸ αἴ. διειπεῖν или εἰδέναι Soph. разгадать загадку; τὸ αἴνιγμα ξυντιθέναι или προβάλλειν Plat. задавать загадку; οὐκ αἰνίγματ᾽ ἀλλ᾽ ἁπλῷ λόγῳ Aeschin. не в туманных, а в ясных словах; οὐ δι᾽ αἰνιγμάτων, ἀλλ᾽ ἐναργῶς Aeschin. не в виде загадок, а с полной ясностью;
2 иносказание, басня (Αἰσώπειον αἴνιγμα Sext.).
Middle Liddell
αἰνίσσομαι
a dark saying, riddle, Aesch., etc.; ἐξ αἰνιγμάτων in riddles, Aesch.; δι' αἰνιγμάτων Aeschin.; αἴνιγμα προβάλλειν, ξυντιθέναι to propose a riddle, Plat.; opp. to αἴνιγμα λύειν, εὑρίσκειν to solve it, Soph., etc.
English (Slater)
αἴνιγμα
1 riddle sc. of the Sphinx. αἴνιγμα παρθένοἰ ἐξ ἀγριᾶν γνάθων fr. 177a.
English (Abbott-Smith)
αἴνιγμα, -ατος, τό (< αἰνίσσομαι, to speak in riddles; < αἰνός = δεινός, dread, strange), [in LXX for חִידָה, Nu 12:8 and always exc. De 28:37 (שַׁמָּה);]
a dark saying, riddle: I Co 13:12 (cf. Nu, l.c.). †
English (Strong)
from a derivative of αἶνος (in its primary sense); an obscure saying ("enigma"), i.e. (abstractly) obscureness: X darkly.
English (Thayer)
(τος, τό (common from (Pindar fragment 165 (190)) Aeschylus down; from αἰνίσσομαι or αἰνίττομαι τί, to express something obscurely (from αἶνος, which see));
1. an obscure saying, an enigma, Hebrew חִידָה (Sept. πρόβλημα).
2. an obscure thing: ἐν αἰνίγματι is not equivalent to αἰνιγματικῶς, i. e., ἀμαυρῶς obscurely, but denotes the object in the discerning of which we are engaged, as βλέπειν ἐν τίνι, Sept.: ἐν εἴδει καί οὐ δἰ αἰνιγμάτων. (Others take ἐν locally, of the sphere in which we are looking; others refer the passage to 1. and take ἐν instrumentally.)
Greek Monotonic
αἴνιγμα: -ατος, τό (αἰνίσσομαι), ασαφής λόγος, αίνιγμα, γρίφος, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ἐξ αἰνιγμάτων, αινιγματικά, στον ίδ.· δι' αἰνιγμάτων, σε Αισχίν.· αἴνιγμα προβάλλειν, ξυντιθέναι, θέτω αίνιγμα, γρίφο, σε Πλάτ.· αντίθ. προς τα αἴνιγμα λύειν, εὑρίσκειν, λύνω αίνιγμα, σε Σοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
αἴνιγμα: -ατος, τό, (αἰνίσσομαι) = λόγος ἀσαφής, αἴνιγμα, ὡς τὸ αἰνιγμός, Πινδ. Ἀποσπ. 165. Αἰσχύλ. Πρ. 610, κτλ. πρβλ. δυστόπαστος συχν. κατὰ πληθυντ. ἐξ αἰνιγμάτων = αἰνιγματωδῶς, ἀσαφῶς, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1113, 1183. δι᾿ αἰνιγμάτων, Αἰσχίν. 70. 34 (πρβλ. αἰνιγμός)· αἴν. προβάλλειν, ξυντιθέναι, πλέκειν = προβάλλω, συντίθημι, πλέκω, αἴνιγμα, Πλάτ. Χαρμ. 162Β, Ἀπολογ. 27Α, Πλούτ. 2. 671Ε· κατ᾿ ἀντίθ. πρὸς τά: αἴνιγμα διειπεῖν, εἰδέναι, λύειν, εὑρίσκειν, Σοφ. Ο. Τ. 393. 1525, κτλ. ΙΙ. κερτομία, σκῶμμα, ἐπίπληξις, Ἀρισταίν. 1. 27.
Chinese
原文音譯:a‡nigma 埃你格馬
詞類次數:名詞(1)
原文字根:迷(不清楚)
字義溯源:不清楚的講說,謎,模糊;源自(αἶνος)*=故事,讚美)
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編:
1) 模糊(1) 林前13:12
English (Woodhouse)
hint, implication, riddle, dark saying
Mantoulidis Etymological
(=λόγος ἀσαφής). Ἀπό τό αἰνίσσομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
riddle
Afrikaans: raaisel; Albanian: gjëegjëzë, gjëagjëzë, sitë; Arabic: لُغْز, أُحْجِيَّة, مُعْضِلَة; Egyptian Arabic: فزّورة; Armenian: հանելուկ; Assamese: সাঁথৰ; Azerbaijani: tapmaca, müəmma; Belarusian: загадка; Bulgarian: гатанка, загадка; Burmese: စကားထာ; Catalan: endevinalla; Chinese Mandarin: 謎語, 谜语; Czech: hádanka; Danish: gåde; Dutch: raadsel; Esperanto: enigmo; Estonian: mõistatus; Faroese: gáta; Finnish: arvoitus; French: énigme, devinette, devinaille; Galician: adiviñanza, cousiliña, adiviña; Georgian: გამოცანა; German: Rätsel; Greek: αἰνιγμός, αἴνιγμα, αἴνιξις, αἶνος, γρῖφος; Ancient Greek: αἴνιγμα, γρῖφος; Hebrew: חִידָה; Hindi: पहेली, बुझोवल, समस्या, रहस्य, राज़, राज, भेद, प्रहेलिका; Hungarian: rejtély, talány, rejtvény; Icelandic: gáta; Irish: tomhas; Italian: enigma, indovinello; Ivatan: kabbuni; Japanese: なぞなぞ, 謎々; Kapampangan: bugtung; Kazakh: жұмбақ; Korean: 수수께끼; Kyrgyz: табышмак; Ladino: endevinas; Latin: aenigma; Latvian: mīkla; Lithuanian: mįslė; Macedonian: загатка; Malay: teka-teki; Maori: panga, pere; Mirandese: adebina; Norwegian: gåte; Occitan: devinalha, enigma, charrada; Pashto: معما; Persian: چیستان, معما; Polish: zagadka; Portuguese: enigma, charada, adivinha; Romanian: ghicitoare, cimilitură; Russian: загадка; Scottish Gaelic: dubh-fhacal; Serbo-Croatian Cyrillic: за̏гоне̄тка, енигма; Roman: zȁgonētka, enigma; Slovak: hádanka; Slovene: uganka; Spanish: enigma, acertijo, adivinanza, quisicosa; Swahili: fumbo; Swedish: gåta; Tagalog: bugtong; Tajik: чистон, муаммо; Turkish: bulmaca, esrar, bilmece; Ukrainian: загадка; Urdu: پہیلی, معما; Uyghur: تېپىشماق; Uzbek: topishmoq; Vietnamese: câu đố; Walloon: advina; Welsh: pos; Yakan: untukan
ambush
Apache Western Apache: yidáh nehedzaa; Armenian: հարձակում դարանից; Azerbaijani: pusqu; Belarusian: засада; Catalan: emboscada; Chinese Mandarin: 遇袭, 偷袭; Dutch: hinderlaag; Greek: ενέδρα, καρτέρι, χωσιά; Ancient Greek: αἴνιγμα, δόκος, ἔγκρυμμα, ἔνδοκος, ἐνέδρα, ἐνεδρεύτειρα, ἐνέδρη, ἔνεδρον, λόχος, προδοκή; Esperanto: embusko; Finnish: väijytys, ylläkkö, yllätyshyökkäys, tuliylläkkö; French: embuscade; German: Hinterhalt; Hungarian: csapda, orvtámadás; Italian: imboscata; Korean: 매복; Macedonian: заседа; Maori: urumaranga; Mongolian: отолт; Old English: sǣt; Ottoman Turkish: پوصو; Polish: zasadzka; Portuguese: emboscada; Romanian: ambuscadă; Russian: засада; Spanish: emboscada; Tarifit: anday; Turkish: pusu; Ukrainian: засідка, засада, підсі́дка