αὐγάζω
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
fut. αὐγάσω: aor.
A ηὔγᾰσα AP7.726 (Leon.):—Pass., v. infr.: (αὐγή):—view in the clearest light, see distinctly, discern, S.Ph. 217 (lyr.), AP9.221 (Marc. Arg.); τὸν ἴδιον νοῦν οἷα πρὸς κάτοπτρον Ph.2.156:—also in Med., Il.23.458, Hes.Op.478, A.R.1.155, Call. Dian.129, AP9.349 (Leon.); αἰ δὲ λῇς αὐγάσδεο Carm.Pop.18:—Pass., αὐγασθεῖσα = being mirrored in the smooth water, dub. in S. Fr.598.6; simply, appear, Max.11,al., dub. in Orph.Fr.284.
II of the sun, illumine, τινά E.Hec.637 (lyr.):—Pass., Id.Ba.596 (lyr.).
2 metaph., enlighten, 2 Ep.Cor.4.4; set in a clear light, Ph.1.659,al.
III intr., appear bright or appear white, LXX Le.13.25, al.; shine, PMag.Par.1.2558, 2.143.
Spanish (DGE)
• Morfología: [lacon. imperat. med. αὐγάσδεο Carm.Pop.24.2]
I tr.
1 ver, contemplar en v. act. ἄξενον αὐγάζων ὅρμον S.Ph.217, ἔγχος αὐγάζοντα E.Rh.793, ὅστις ἀλιτροὺς αὐγάζειν ... οὐ δύναται Call.Fr.85.15, δοιὼ μὲν ἁρπακτῆρας αὐγάσαι λύκους Lyc.147, αὐγάζω τὸν ἄφυκτον ... Ἔρωτα AP 9.221 (Marc.Arg.), cf. 7.726 (Leon.), (θεός) ὃς τὰ ὅλα αὐγάζει Ph.1.566, cf. 2.156
•fig. εἰς τὸ μὴ αὐγάσαι τὸν φωτισμὸν τοῦ Εὐαγγελίου 2Ep.Cor.4.4
•tb. en v. med. οἷος ἐγὼν ἵππους αὐγάζομαι Il.23.458, οὐδ' αὐγάζῃ ... φλόγα; E.Ba.596, ὄφρα σε κόσμος ... πάππον ... αὐγαζηται AP 9349 (Leon.), por atracción οἷς δέ κεν ... αὐγάσσηαι Call.Dian.129.
2 del sol y la luna iluminar, alumbrar τὰν καλλίσταν ὁ χρυσοφαὴς Ἅλιος αὐγάζει E.Hec.637, (σελήνη) αὔγαζε χρυσέην Καλλίστιον AP 5.123 (Phld.), cf. Orph.H.7.10
•fig. Χριστοῖο μέγα κλέος αὐγάζεσκε Gr.Naz.M.37.410A.
II intr.
1 mirar en v. act. Ζεὺς ἑδράνων αὐγάζων ἐξ οὐρανίων E.Hel.1318
•en v. med. οὐδὲ πρὸς ἄλλους αὐγάσεαι Hes.Op.478, μηδ' ἀπὸ τῶ τέγεος ... αὐγάσσησθε Call.Cer.4, ἀνέρα κεῖνον ... ὑπὸ χθονὸς αὐγάζεσθαι A.R.1.155
•abs. αἱ δὲ λῇς, αὐγάσδεο y si quieres, mira, Carm.Pop.l.c.
2 resplandor de la luna y el sol διχόμηνις ἀπ' αἰθέρος αὐγάζουσα ... σεληναίη A.R.1.1231, Hymn.Mag.20.31, ἥλιος PMag.3.143.
3 aparecer en v. med. εἰ δέ κ' ὀπωρινοῖς ἐνὶ γλήνεσιν αὐγάζοιτο Χελάων Max.11.
4 decolorarse, emblanquecerse de las manchas de la lepra τὸ ὑγιασθὲν τοῦ κατακαύματος αὐγάζον τηλαυγὲς λευκόν LXX Le.13.25
•tb. c. ac. interno αὐγάσματα αὐγάζοντα LXX Le.13.38
•part. subst. zona descolorida de la piel ἐὰν ἴδῃ ὁ ἱερεὺς ... οὐκ ἔστιν ἐν τῷ αὐγάζοντι θρὶξ λευκὴ LXX Le.13.26.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et ao. Act. et Pass.
1 éclairer, illuminer, acc.;
2 fixer les yeux sur ; voir clairement, acc.;
Moy. αὐγάζομαι (seul. prés., fut. et ao.) fixer les yeux ; voir distinctement, acc..
Étymologie: αὐγή.
German (Pape)
1 einen Glanz verbreiten, erhellen, τὰν καλλίσταν ἥλιος Eur. Hec. 637. Bei den Tragg. auch = sehen, Soph. Phil. 217; Eur. Bacch. 596; wie auch sp.D., z.B. M.Arg. 27 (IX.221).
2 Häufiger ist in dieser Bdtg das med., deutlich sehen, wahrnehmen, Il. 23.458; Hes. O. 477; öfter in der Anth., z.B. Antip.Thess. 63 (VII.743); Leon.Alex. 10 (IX.349). – Im NT, glänzen, 2.Cor. 4.4.
Russian (Dvoretsky)
αὐγάζω:
1 освещать, озарять (τινά Eur.);
2 преимущ. med. видеть, замечать (τινά и τι Hom., Soph., Eur., Anth.);
3 med. взирать, глядеть (πρὸς ἄλλους Hes.);
4 сиять NT.
Greek (Liddell-Scott)
αὐγάζω: μέλλ. -άσω, ἀόρ. ηὔγασα Ἀνθ. ΙΙ. 7. 726: Παθ. ἴδε κατωτ.: (αὐγή): - ὁρῶ, παρατηρῶ, ἀτενίζω, ἢ ναὸς ἄξενον αὐγάζων ὅρμον Σοφ. Φ. 217· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ Ἰλ. Ψ. 458, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 476, Εὐρ. Βάκχ. 596: - Παθ., αὐγασθεῖσα, κατοπτρισθεῖσα ἐν τῷ ἡσύχῳ ὕδατι, Σοφ. Ἀποσπ. 587. 6. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ ἡλίου, καταλάμπω, φωτίζω, τὰν καλλίσταν ὁ χρυσοφαὴς ἅλιος αὐγάζει, περὶ τῆς Ἑλένης, Εὐρ. Ἑκ. 637. 2) στίλβω αὐγάζον τηλαυγὲς λευκόν Ἑβδ. (Λευ. ιγ΄, 25, κ. ἀλλ.).
English (Strong)
from αὐγή; to beam forth (figuratively): shine.
English (Thayer)
1st aorist infinitive αὐγάσαι; (αὐγή);
1. in Greek writings transitively, to beam upon, irradiate.
2. in the Bible intransitive, to be bright, to shine forth: L marginal reading Tr marginal reading καταυγάζω see φωτισμός, b.) (διαυγάζω, καταυγάζω.)
Greek Monolingual
(AM αὐγάζω) αυγή
1. ακτινοβολώ, λάμπω
2. φωτίζω
μσν.- νεοελλ.
(για την ανατολή) εμφανίζομαι, ξημερώνω
νεοελλ.
απρόσ. αυγάζει
ξημερώνει
αρχ.-μσν.
διαφωτίζω
αρχ.
1. διακρίνω, βλέπω καθαρά
2. φωτίζω, καταυγάζω
3. καθρεφτίζομαι.
Greek Monotonic
αὐγάζω: μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ηὔγασα, (αὐγή)·
I. κοιτάζω το καθαρότερο φως, βλέπω με ευκρίνεια, διακρίνω, σε Σοφ.· έτσι, σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
II. λέγεται για τον ήλιο, ακτινοβολώ, λάμπω, τινά, σε Ευρ.
Middle Liddell
αὐγή
I. to view in the clearest light, see distinctly, discern, Soph.; so in Mid., Il., Hes.
II. of the sun, to beam upon, illumine, τινά Eur.
Chinese
原文音譯:aÙg£zw 凹瓜索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(成為)發光的 相當於: (בַּהֶרֶת)
字義溯源:光照,照著,看見;源自(αὐγή)*=光線)。
同義字:1) (αὐγάζω / καταυγάζω)光照,看見 2) (ἀφοράω)視為,仰望 3) (βλέπω)看見 4) (ἐποπτεύω)查閱 5) (θεάομαι)察看 6) (θεωρέω)在觀看 7) (εἶδον / ὁράω)凝視
出現次數:總共(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 照著(1) 林後4:4
Léxico de magia
resplandecer, brillar de Helios δεῦρό μοι, ... ὁ ἔκλαμπρος Ἥλιος, ὁ αὐγάζων καθ' ὅλην τὴν οἰκουμένην aquí a mí, el radiante Helios, el que resplandece sobre toda la tierra P III 143 P IV 1636 de Selene γεννᾷς γὰρ σὺ πάντα ἐπὶ χθονὸς, ... φαέθουσα καὶ αὐγάζουσα Σελήνη pues tú creas todo en la tierra, radiante y resplandeciente Selene P IV 2558