βασιλεύω
Βοηθὸς ἴσθι τοῖς καλῶς εἰργασμένοις → Bonis inceptis addas auxilium tuum → Erweise dich als Helfer dem, was gut getan
English (LSJ)
A to be king, rule, reign, οὐ μέν πως πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ' Ἀχαιοί Il.2.203; ἶσον ἐμοὶ βασίλευε 9.616; ἐν ὑμῖν… βασίλευε was king among you, Od.2.47; ὄφρ' Ἰθάκης κατὰ δῆμον… βασιλεύοι 22.52; also of a woman, ἢ βασίλευεν ὑπὸ Πλάκῳ reigned as queen, Il.6.425; ἡ δὲ Πύλου βασίλευε Od.11.285: in aor., to have become king, Hdt.2.2: c. gen., to be king of, rule over, ἐν… Ἰθάκῃ βασιλεύσει Ἀχαιῶν Od.1.401, etc.; βασιλεύοντος βασιλέων Ἀρσάκου PAvrom.1A1: c. dat., to be king among, Γιγάντεσσιν βασίλευεν Od. 7.59; later β. ἐπὶ τὰς δύο βασιλείας LXX 1 Ma.1.16:—Pass., to be governed by a king, Pl.R.576d, 576e,al., Arist.Pol.1284b39, etc.: c.acc. cogn., βασιλείαν πασῶν δικαιοτάτην βασιλεύεσθαι Pl.Lg.680e: generally, to be governed or be administered, Pi.P.4.106, etc.; ὑπὸ νόμου Lys. 2.19: hence, submit to the king, Plu.Sull.12.
b to be ἄρχων βασιλεύς at Athens, Isoc.18.5,IG12.7†6, al.; of other magistrates, SIG709 (Chersonesus), 1054 (Samothrace).
c later ἡ βασιλεύουσα πόλις the imperial city, of Rome, Ath.3.98c, cf. CPHerm.125ii3.
2 enjoy as master, τῶ χρυσῶ β. Theoc.21.60 codd.
3 abs., live royally, τρυφήσεις ἐν πενίᾳ καὶ βασιλεύσεις = you will be luxurious in poverty, and live like a king Plu.2.101d, cf. 1 Ep.Cor.4.8.
II causal, appoint as king, τινά LXX Jd.9.6; but βασιλεύω τισὶ βασιλέα make them a king, ib. 1 Ki.8.22, 12.1.
Spanish (DGE)
(βᾰσῐλεύω) I intr.
1 ser rey o reina, reinar οὐ μὲν ... πάντες βασιλεύσομεν ἐνθάδ' Ἀχαιοί· οὐκ ἀγαθὸν πολυκοιρανίη Il.2.203, cf. 6.425, E.Io 1087, Plb.4.35.11
•c. gen. Ἀχαιῶν Od.1.401, Πύλου Od.11.285, ἀθανάτων Hes.Th.883, χθονός E.El.12, Μακεδονίας D.13.24, cf. Plb.18.3.4, Νίνου AP 16.27.3
•c. dat. Γιγάντεσσιν Od.7.59
•c. distintas prep. ἐν ὑμῖν Od.2.47, ἐν ταῖς πόλεσιν τῶν Ἑλλήνων Ar.Au.508, ἐν τοῖς Ἕλλησι LXX 1Ma.6.2, Ἰθάκης κατὰ δῆμον Od.22.52, ἐπὶ τὰς δύο βασιλείας LXX 1Ma.1.16
•en la fórmula para fechar documentos βασιλεύοντος Πτολεμαίου durante el reinado de Ptolomeo, PLugd.Bat.17.3.2 (II a.C.), cf. OGI 90.1 (Roseta II a.C.)
•ser de sangre real τῶν βασιλευουσῶν παρθενικῶν AP 5.257.6 (Pallad.)
•en aor. acceder al trono, convertirse en rey Ψαμμήτιχος βασιλεύσας Psamético cuando ocupó el trono ... Hdt.2.2, Τημενίδαι ... ἐβασίλευσαν los Teménidas establecieron su reino Th.2.99, cf. X.HG 3.3.3
•en lit. crist. del reinado de Cristo βασιλεύει ὁ Κύριος Didym.M.39.1508A.
2 de otras instituciones distintas de la realeza ser el arconte rey en Atenas Πατροκλέους ... τοῦ τότε βασιλεύοντος Isoc.18.5, cf. IG 12.776
•de otras magistraturas IPE 12.352.56 (Quersoneso II a.C.)
•en Roma ser el emperador Κλαύδιος βασιλεύσας ἔτη δεκατρία I.AI 20.148, cf. D.C.43.45.3, AP 1.3.3, Vett.Val.31.23, ἡ βασιλευούσα πόλις la ciudad imperial Ath.98c, IEphesos 211.8 (imper.), cf. CPHerm.125.2.3 (III d.C.), Eus.DE 3.7
•en el sent. más amplio de gobernar οἱ φιλόσοφοι ... ἐν ταῖς πόλεσιν Pl.R.473c, cf. Vett.Val.68.25.
3 en v. pas. ser gobernado por un rey τυραννουμένη πόλις πρὸς βασιλευομένην Pl.R.576d, cf. Arist.Pol.1284b39, οἱ γὰρ Λακεδαιμόνιοι συνήθεις ὄντες βασιλεύεσθαι Plb.4.22.4, παντὸς μὲν ἁγίου ὑπὸ θεοῦ βασιλευομένου Origenes Or.25.1, c. ac. int. βασιλείαν πασῶν δικαιοτάτην βασιλευόμενοι Pl.Lg.680e
•gener. ser regido (γαῖαν) βασιλευομέναν οὐ κατ' αἶσαν Pi.P.4.106, ὑπὸ νόμου βασιλευόμενοι Lys.2.19
•de ahí estar sometido ἐγὼ δὲ οὐκ ἄν ποτε ὑπὸ ἀνθρώπων οὐδενὸς βασιλευθείην habla Alejandro, D.Chr.2.15, cf. 16.
4 fig. ser superior, ser soberano del Bien absoluto βασιλεύων ἐν τῷ νοητῷ Plot.1.8.2, cf. 5.3.12
•ser dueño absoluto c. gen. τῶ χρυσῶ Theoc.21.60
•sentirse o ser como un rey τρυφήσεις ἐν πενίᾳ καὶ βασιλεύσεις ref. al filósofo, Plu.2.101d, χωρὶς ἡμῶν ἐβασιλεύσατε ref. a gente disipada, 1Ep.Cor.4.8.
II tr.
1 c. ac. de pers. hacer o nombrar rey καὶ ἐβασίλευσαν αὐτόν LXX 4Re.14.21, cf. Id.9.6, c. ac. int. βασίλευσον αὐτοῖς βασιλέα LXX 1Re.8.22.
2 c. ac. int. regir, gobernar τὴν βασιλείαν τοῦ πατρὸς ἀεὶ βασιλεύων Ath.Al.M.26.108A.
German (Pape)
[Seite 437] 1) König sein, herrschen, absolut, Il. 2, 203; Ἰθάκης κατὰ δῆμον Odyss. 22, 52; ἔνθα τε Μίνως ἐννέωρος βασίλευε Διὸς μεγάλου ὀαριστής 19, 179; ἶσον ἐμοὶ βασίλευε, καὶ ἥμισυ μείρεο τιμῆς Iliad. 9, 616; von einer Frau, nicht = regieren, sondern an einen König verheirathet sein, Iliad. 6, 425 μητέρα δ', ἡ βασίλευεν ὑπὸ Πλάκῳ ὑληέσσῃ; Pind. P. 4, 166 N. 9, 11; bei Att., ἐν ταῖς πόλεσιν Plat. Rep. V, 473 c; ἐν Πέρσαις Xen. Cyr. 1, 5, 4; ἐβασίλευσε, er wurde König, Her. 1, 130; Thuc. 2, 99. Bei Andoc. 1, 17 ἄρχων βασιλεύς sein. – 2) Mit einem Casus, τινί, Odyss. 7, 59 ὅς ποθ' ὑπερθύμοισι Γιγάντεσσιν βασίλευεν, Homerisch anstatt des genitiv.; Iliad. 2, 206 ἵνα σφίσι βασιλεύῃ; Pind. P. 10, 3; gew. τινός, Od. 11, 285 ἡ δὲ Πύλου βασίλευε, s. oben über Iliad. 6, 425, vgl. Scholl.; Her. 1, 206; χώρας, θεῶν, Plat. Polit. 259 a Conv. 195 c; Folgde. – Pass., von Königen beherrscht, verwaltet werden, τιμά Pind. P. 4, 106; πόλις Plat. Legg. III, 684 a; ὑπὸ νόμου Lys. 2, 19; βασιλευθῆναι Pol. 4, 1. – 3) von der königlichen Partei sein, Plut. Syll. 12. – 4) wie ein König leben, Plut. virt. et vit. E.; N.T.
French (Bailly abrégé)
ao. ἐβασίλευσα, pf. βεβασίλευκα;
1 être roi, régner : β. Ἀχαιῶν OD régner sur les Achéens, sur les Grecs ; avec le dat. β. Γιγάντεσσιν OD régner sur les Géants ; en parl. d'une femme être reine, càd femme du roi ; Pass. être gouverné par un roi ; être gouverné souverainement;
2 devenir roi;
3 vivre en roi;
4 être partisan de la royauté.
Étymologie: βασιλεύς.
English (Autenrieth)
English (Slater)
βᾰςῐλεύω
1 rule “καί τοι μοναρχεῖν καὶ βασιλευέμεν ὄμνυμι προήσειν” (P. 4.166) Ἄδραστος· ὃς τότε μὲν βασιλεύων κεῖθι (N. 9.11) ἀμφοτέραις (i. e. Λακεδαίμονι καὶ Θεσσαλίᾳ) — γένος Ἡρακλέος βασιλεύει (P. 10.3) pass., “ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ βασιλευομέναν οὐ κατ' αἶσαν τιμάν” (P. 4.106)
English (Abbott-Smith)
βασιλεύω, (< βασιλεύς), [in LXX for מלךְ, its parts and derivatives, exc. IV Ki 15:5 (ישׁב);]
to be king, to reign, rule: I Ti 6:15; c. gen. (cl.), Mt 2:22; seq. ἐπί, c. acc. (= Heb. מלךְ על; Bl., §36, 8), Lk 1:33 19:14, 27 Ro 5:14; ἐπὶ τ. γῆς, on earth, Re 5:10; of God, Re 11:15, 17 19:6; of Christ, Lk 1:33, I Co 15:25, Re 11:15; of Christians, Re 5:10 20:4 (constative aor., M, Pr., 130), ib. 6 22:5. Metaph., Christians, Ro 5:17, I Co 4:8; θάνατος, Ro 5:14, 17; ἁμαρτία, Ro 5:21 6:12. Ingressive aor. (M, Pr., 109), to begin to reign: I Co 4:8, Re 11:17 19:6 (Cremer, 137).†
English (Strong)
from βασιλεύς; to rule (literally or figuratively): king, reign.
English (Thayer)
future βασιλεύσω; 1st aorist ἐβασίλευσα; βασιλεύς); — in Greek writings (from Homer down) with the genitive or dative, in the sacred writings, after the Hebrew (עַל מָשַׁל), followed by ἐπί with the genitive of place, L T WH omit; Tr brackets ἐπί); ἐπί with the accusative of the person, Winer's Grammar, 206 (193 f); Buttmann, 169 (147)) — to be king, to exercise kingly power, to reign: universally, to exercise the highest influence, to control: βασίλευσα denotes I obtained royal power, became king, have come to reign, in Winer's Grammar, 302 (283); Buttmann, 215 (185)); Sept. and secular writings; cf. Grimm on 1 Maccabees, p. 11; Breitenbach or Kühner, on Xenophon, mem. 1,1, 18; on the aorist to express entrance into a state, see Bernhardy (1829), p. 382; Krüger, § 53,5, 1; (Kühner, § 386,5; Goodwin § 19 N. 1)). (Compare: συμβασιλεύω.)
Greek Monolingual
(AM βασιλεύω)
Ι. 1. είμαι ή γίνομαι βασιλιάς
2. ασκώ τη βασιλική εξουσία ή (γενικότερα) κυβερνώ, διοικώ
3. ζω βασιλικά, με βασιλική άνεση
μσν.- νεοελλ.
1. δύω («ο ήλιος βασιλεύει κι η μέρα σώνεται», «βασίλευσεν ὁ ἥλιος κι ἔφθασεν ἡ ἑσπέρα»)
2. επικρατώ, κυριαρχώ («στους στραβούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος»)
νεοελλ.
1. (για τα μάτια) κλείνω από τη νύστα ή από αρρώστια.
2. ακμάζω, είμαι ευτυχισμένος («ζει και βασιλεύει»)
3. αδυνατίζω.
4. αργοσβήνω, πεθαίνω
αρχ.
1. ανακηρύσσω κάποιον βασιλιά
2. (-ομαι) κυβερνιέμαι από βασιλιά
II. (θηλ. μτχ.) η βασιλεύουσα
μσν.- νεοελλ.
η βασίλισσα των πόλεων, η πρωτεύουσα του βασιλείου, η Κωνσταντινούπολη
αρχ.
η Ρώμη
νεοελλ.
(μτχ. παθ. ενεστ.) φρ. «βασιλευομένη δημοκρατία» — δημοκρατικό καθεστώς στο οποίο ανώτατος άρχοντας είναι ο βασιλιάς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βασιλεύς. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ήδη μσν. μεταφορική σημασία του βασιλεύω «δύω», για την ερμηνεία της οποίας έχουν διατυπωθεί πολλές υποθέσεις. Έτσι υποστηρίζεται ότι αν ληφθεί ως αφετηρία η ιδιωματική χρήση του βασιλεύω «μεσουρανώ», τότε από τη σημασία του αόρ. εβασίλευσε οήλιος («ο ήλιος συμπλήρωσε το έργο του ως βασιλέως», άρα «έδυσε») επηρεάσθηκε σημασιολογικά και ο ενεστ. βασιλεύω και δήλωσε την έννοια του «δύω». Κατ' άλλους το βασιλεύω με βάση την παλαιότερη σημασία του «αυξάνω, προοδεύω» προσέλαβε κατόπιν και τη σημασία «δύω» (επειδή ο ήλιος δύοντας παίρνει δύναμη για να ανατείλει πάλι). Τέλος, σύμφωνα με άλλη άποψη, αν ληφθεί υπ' όψιν η παλαιότερη σημασία του βασιλεύω «ζω ως βασιλιάς, ευημερώ», τότε η λ. κατέληξε να σημαίνει και «δύω» από τη σημασία της φρ. δύοντας οήλιος βασιλεύει (δύοντας δηλαδή αποδεικνύει όλο του το μεγαλείο ως βασιλέως)].
Greek Monotonic
βᾰσῐλεύω: μέλ. -σω (βασιλεύς),
1. είμαι βασιλιάς, άρχω, βασιλεύω, κυριαρχώ, εξουσιάζω, σε Όμηρ. κ.λπ.· λέγεται για τις γυναίκες, είμαι βασίλισσα, στον ίδ.· με γεν., είμαι βασιλιάς κάποιου, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, ὄφρ' Ἰθάκης κατὰ δῆμον βασιλεύοι, στον ίδ.· στον αόρ., έχω διατελέσει βασιλιάς, σε Ηρόδ.· με δοτ., είμαι βασιλιάς ανάμεσα σε άλλους, σε Ομήρ. Οδ. — Παθ., άρχομαι από βασιλιά, σε Πλάτ., και ακολούθως, υποτάσσομαι στον βασιλιά, σε Πλούτ.
2. είμαι κύριος ενός πράγματος, με γεν., σε Θεόκρ.
Russian (Dvoretsky)
βᾰσῐλεύω:
1 быть царем или царицей, царствовать, царить, править (Ἰθάκη, Πύλου, κατὰ δῆμον, Ἀχαιῶν, τισί и ἔν τισι Hom.; ἐν Πέρσαις Xen.; πόλις βασιλευομένη Arst., Plut.; βασιλεύεσθαι ὑπὸ νόμου Lys.);
2 aor. стать царем или царицей, воцариться Her., Thuc., Xen.;
3 жить по-царски Plut., NT;
4 безраздельно властвовать (τῷ χρυσῷ Theocr.);
5 pass. быть сторонником царской партии Plut.
Middle Liddell
βασιλεύς
1. to be king, to rule, reign, Hom., etc.; of a woman, to be queen, Hom.; c. gen. to be king of, Od.; also, ὄφρ' Ἰθάκης κατὰ δῆμον βασιλεύοι Od.; in aor. to have become king, Hdt.; c. dat. to be king among others, Od.:—Pass. to be governed by a king, Plat.: to submit to the king, Plut.
2. to be master of a thing, c. gen., Theocr.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βασιλεύω βασιλεύς
1. act. koning zijn (van), heersen (over); met gen..; Πύλου β. koning zijn over Pylos Od. 11.285; met dat..; ὅς... Γιγάντεσσι βασίλευεν die koning was over de Giganten Od 7.59; ook van een vrouw; ἣ βασίλευεν ὑπὸ Πλάκῳ die koningin was aan de voet van de Plakos Il. 6.425; overdr. als een koning leven:. NT 1 Cor. 4.8.
2. pass. door een koning geregeerd worden:; σκεπτέον δὲ πότερον συμφέρει... πόλει... βασιλεύεσθαι onderzocht moet worden of regering door een koning de stad ten goede komt Aristot. Pol. 1284b39; alg. geregeerd worden:. ὑπὸ νόμου... βασιλευομένους door wetten geregeerd Lys. 2.19.
Chinese
原文音譯:basileÚw 巴西留哦
詞類次數:動詞(21)
原文字根:(成為)君王 相當於: (מָלַךְ)
字義溯源:統治,作王,作王管理,執掌王權,為王統治;源自(βασιλεύς)*=君主,王)。我們的主是生下來作王的( 太2:2; 路1:33),他勝過魔鬼的試探,趕逐污鬼,釋放被鬼附的各樣病人,在十字架上傷害撒但的頭;等他再臨時,就作萬王之王( 提前6:15),把仇敵扔到火湖裏。至終,他的僕人要事奉他,他們要作王,直到永永遠遠( 啓22:5)
出現次數:總共(21);太(1);路(3);羅(6);林前(3);提前(1);啓(7)
譯字彙編:
1) 作王(8) 路19:14; 路19:27; 羅5:17; 羅5:21; 羅6:12; 林前15:25; 啓5:10; 啓20:4;
2) 作了王(2) 羅5:17; 羅5:21;
3) 作王了(2) 啓11:17; 啓19:6;
4) 你們⋯作王(1) 林前4:8;
5) 要⋯作王(1) 啓20:6;
6) 他們⋯作王(1) 啓22:5;
7) 他⋯為王統治(1) 路1:33;
8) 他要作王(1) 啓11:15;
9) 就作了王(1) 羅5:14;
10) 自己在作王了(1) 林前4:8;
11) 王之(1) 提前6:15;
12) 作⋯王(1) 太2:22
Léxico de magia
reinar como acción de la divinidad σὺ δέ, κύριε τῆς ζωῆς, βασιλεύων τῆς ἄνω καὶ κάτω χώρας tú, señor de la vida, que reinas sobre lo de arriba y lo de abajo P XII 256 P XIII 784 P XXI 17 ἐξορκίζω ὑμᾶς κατὰ τοῦ βασιλεύοντος ὑμῶν os conjuro por el que reina sobre vosotros SM 45 38 Xριστὸς βασιλεύει Cristo reina SM 35 7 ref. a la Osa Mayor ἄρκτε, θεὰ μεγίστη, ... βασιλεύουσα πόλου ἀστέρων Osa, diosa mayor, que reinas sobre el polo de las estrellas P IV 1302 χαῖρε, ὦ βασιλεύ<ουσα> θνητῶν τε καὶ θεῶν, χαῖρε, ἄρχουσα οὐρανία, βασιλεύουσα τῶν ἀνθρώπων te saludo a ti, que reinas sobre mortales y dioses, te saludo, gobernadora celestial, que reinas sobre los hombres P LXXII 17
Lexicon Thucydideum
regnare, to rule, reign, 1.13.6, 1.137.3, 2.80.6, 2.98.1, 7.1.4, 8.58.1,
in aor. in the aorist regnum adipisci, to obtain rule, 1.14.2, 2.15.2, 2.97.3, 2.99.3, 4.101.5.
Translations
reign
Aghwan: 𐕞𐕡𐕀𐔼𐕆𐔴𐕚𐕒𐕡𐕎; Armenian: թագավորել, գահակալել; Aromanian: vãsilipsescu, amirãripsescu, dumnescu; Bulgarian: царувам; Catalan: regnar; Chinese Czech: vládnout; Dutch: regeren; Finnish: hallita; French: régner; Old French: regner; Old Georgian: სუფევა; German: herrschen, regieren; Greek: βασιλεύω; Ancient Greek: βασιλεύω; Gothic: 𐌸𐌹𐌿𐌳𐌰𐌽𐍉𐌽; Hungarian: uralkodik; Icelandic: ríkja; Italian: regnare; Khmer: សោយរាជ្យ; Latin: regno; Ngazidja Comorian: uruma, utawala; Norwegian: regjere; Old English: ricsian; Portuguese: reinar; Romanian: domni; Russian: править, царствовать; Sanskrit: राष्टि; Slovene: vladati; Spanish: reinar; Swedish: regera, härska; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎋
rule
Arabic: حَكَمَ; Egyptian Arabic: حكم; Armenian: իշխել; Aromanian: vãsilipsescu, amirãripsescu, dumnescu; Azerbaijani: idarə etmək; Belarusian: правіць, кіраваць, панаваць, уладарыць; Bengali: শাসন করা; Bulgarian: управлявам, властвувам; Catalan: manar, governar, regnar; Chinese Mandarin: 治, 統治/统治, 治理; Min Dong: 治; Czech: vládnout; Dutch: regeren; Esperanto: regi; Faroese: stýra; Finnish: säännellä, hallita, johtaa, päättää, hallita, vallita; French: gouverner, régler; Galician: mandar, gobernar; German: regieren, beherrschen; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐌿𐌾𐌹𐌽𐍉𐌽, 𐍅𐌰𐌻𐌳𐌰𐌽; Greek: κυβερνώ, διοικώ, διευθύνω; Ancient Greek: ἄρχω, κρατέω, ἡγέομαι; Hebrew: מָשַׁל, שָׁלַט; Hindi: शासन करना; Hungarian: ural, uralkodik, irányít, vezet, igazgat, szabályoz; Icelandic: stjórna, drottna, ráða, ríkja; Italian: governare; Japanese: 治める, 支配する, 統治する; Korean: 통치하다; Latin: rego, impero; Latvian: valdīt; Macedonian: управува; Malayalam: ഭരിയ്ക്കുക; Neapolitan: cumannà; Norwegian Bokmål: styre, regjere; Nynorsk: styre, regjere; Old English: wealdan; Polish: rządzić, panować; Portuguese: reinar, governar; Romanian: domni; Russian: править, властвовать, руководить, господствовать, управлять; Sanskrit: राष्टि; Serbo-Croatian Cyrillic: у̀прављати, владати, регулирати or; Roman: ùpravljati, vládati, regulírati or; Shan: ဢုပ်ႉပိူင်ႇ; Slovak: vládnuť; Slovene: vlādati; Spanish: mandar, gobernar; Swahili: sharti; Swedish: styra, regera, härska; Telugu: పాలించు; Ugaritic: 𐎎𐎍𐎋; Ukrainian: правити, керувати, урядувати, управляти, панувати, владарювати; Volapük: reigön, guverön; Yiddish: קעניגן, הערשן, געוועלטיקן; Zazaki: hakem, hakim, soretger