βῆμα
English (LSJ)
Aeol. and Dor. βᾶμα, ατος, τό, (βαίνω)
A step, pace, h.Merc.222, 345, Pi.P.3.43, A.Ch.799 (lyr.); σπουδῇ… βημάτων πορεύεται E.Andr. 880; τοσόνδε βῆμα διαβεβηκώς Ar.Eq.73; footfall, ἐρατὸν βᾶμα Sapph. Supp.5.17; Διὸς εὔφρονι βήματι μολεῖν = to journey under the kindly guidance of Zeus, S.El.163 (lyr.); gait, βῆμα οὐκ ὀρθόν Hippiatr.27.
2 step, as a measure of length, = 10 παλαισταί, about 2 ½ feet, Hero *Deff. 131.
3 metaph., step, 'moment', πρόοδος ἐν τρισὶ βήμασι διισταμένη Dam.Pr.258.
II = βάθρον, step, seat, S.OC193 (lyr.).
2 elevated surface, rise, platform, stage, raised place or tribune to speak from in a public assembly, etc., Th.2.34, LXX Ne.8.4, etc.; in the Pnyx at Athens, ἐπὶ τὸ βῆμα ἀναβῆναι = enter public life, D.18.66; αἱ ἀπὸ τοῦ βήματος ἐλπίδες Id.4.45; also in the lawcourts, Id.48.31, Aeschin.3.207; of a suppliant, ἐπὶ τοῦ βήματος καθεδούμενον Ar.Pl.382; in the βουλευτήριον, Antipho6.40.
b tribunal of a magistrate, τοῦ ἡγεμόνος βῆμα PTeb.434 (ii A. D.).
3 = θυμέλη, Poll.4.123; βῆμα θεήτρου IG3.239.
4 base, base of an altar, altar, sanctuary, pulpit, pedestal, OGI219.36 (Ilium, iii B. C.), 299.15 (Pergam., ii B. C.).
βῆμα· πρόβατα, Hsch.
Spanish (DGE)
πρόβατα Hsch.β 551, quizá sobre una f.l. ἐρῆμα, cf. Sch.Er.Il.5.140, EM 487.14G., pero cf. βηβήν, βηκεῖον.
-ματος, τό
• Alolema(s): eol. y dór. βᾶμα Sapph.16.17, Pi.P.3.43
I 1paso βήματα ... οὔτ' ἀνδρὸς ... οὔτε γυναικός h.Merc.222, βάματι ... κιχών Pi.l.c., βημάτων ὄρεγμα A.Ch.799, σπουδῇ ... βημάτων πορεύεται E.Andr.880
•zancada τοσόνδε δ' αὐτοῦ βῆμα διαβεβηκότος Ar.Eq.77.
2 modo de caminar, andadura, paso ἐρατὸν β. Sapph.l.c., β. οὐκ ὀρθόν Hippiatr.27.6.
3 pisada ἴχνος Ἡρακλέος ... οἶκε βήματι ἀνδρός Hdt.4.82, ποδός LXX De.2.5, Act.Ap.7.5
•planta del pie οὐλὴ βήματι ποδὸς δεξιοῦ SB 4284.21 (III d.C.), BGU 667.20 (III d.C.), 1645.22 (III d.C.), representada en exvotos τὰ βήματα ἀνέθηκεν Ἴσιδι ID 2103.2, cf. IG 11(4).1263 (Delos).
4 como medida de longitud paso τὸ β. ἔχει πῆχυν ᾱ, πόδας β Hero Def.131, β. δέ ἐστι[ν ἡ διάστασις τῶν ποδῶν anón. metrol. en POxy.669.37, cf. PRyl.64.4 (IV/V d.C.), PLond.1718.89 (VI d.C.).
II 1escalón, peldaño μηκέτι ... βήματος ἔξω πόδα κλίνῃς S.OC 193
•fig. etapa πρόοδος ἐν τρισὶ βήμασι διισταμένη Dam.in Prm.258
•en términos de jerarquía grado τὴν δὲ ἀξίαν τοῦ κόμητος τοῦ ὑψηλοῦ βήματος ἔχειν Cod.Iust.12.33.8.2.
2 estrado, tribuna desde donde habla el orador προελθὼν ... ἐπὶ β. ὑψηλόν Th.2.34, cf. Pl.R.617d, ἄνωθεν ἀπὸ τοῦ βήματος Pl.Io 535e, ἐκαθήμην ἐπὶ τοῦ ... βήματος D.48.31, cf. Aeschin.3.207, LXX 1Es.9.42
•especialmente en la Pnix ὅποι δ' ἂν ... ἀπὸ τοῦ βήματος ἐλπίδας ἐκπέμψητε D.4.45
•fig. οἱ ἀπὸ τοῦ βήματος los oradores Plu.2.785c.
3 en lit. crist. estrado, tarima para el altar mayor y el presbiterio μετῆλθες εἰς τὸ β. καὶ κρατεῖς θρόνου Gr.Naz.M.37.1197A
•presbiterio οὐρανίων δυνάμεων ἅπαν τὸ β. καὶ ὁ περὶ τὸ θυσιαστήριον πληροῦται τόπος Chrys.Sac.6.4.42
•púlpito para las lecturas, Soz.HE 8.5.2
•esp. entre los maniqueos tarima, bema n. de la fiesta conmemorativa de Manes, tomado de dicho objeto, Aug.C.Epist.202.11, 203.2.
4 tribunal ἐπὶ τοῦ ἐν τῇ ἀγορᾷ βήματος POxy.237.7.20 (II d.C.), τὸ ἱερώτατον τοῦ κρατίστου ἡγεμ[ό] νος β. PTeb.434 (II d.C.), cf. POxy.486.10 (II d.C.), μαρτύρασθαι πρὸ βήματος calco de testari pro tribunali, Dig.27.1.13.10, πραιτοριανῶν βημάτων tribunales pretorianos Iust.Nou.70.1
•en lit. crist. tribunal de Cristo φανερωθῆναι δεῖ ἔμπροσθεν τοῦ βήματος τοῦ Χριστοῦ 2Ep.Cor.5.10, de Dios ἀπαντῶντες τῷ βήματι τοῦ Κρείττονος PMasp.89ue.13 (VI d.C.).
5 en el teatro altar ἐν ᾗ (sc. ὀρχήστρᾳ) καὶ [ἡ] θυμέλη, εἴτε β. τι οὖσα εἴτε βωμός Poll.4.123
•pedestal στῆσαι ... εἰ] κόνα χρυσῆν ... ἐπὶ βήματος τοῦ λευκοῦ λίθου IIl.32.36 (III a.C.), dedicado como ofrenda β. ... ἀνέθηκαν ID 2080.1.
6 poyo, en el hogar fogón Babr.135.4.
7 fig. fundamento τῆς ἐπιστήμης S.E.M.7.114.
• Etimología: Cf. βαίνω.
German (Pape)
[Seite 442] τό, 1) der Tritt, Schritt, Eur. Tr. 342 u. öfter; Xen. Cyr. 7, 5, 3 u. Sp.; Fußtapfen, H. h. Merc. 222. 345; vgl. Thall. 1 (VI, 235); übh. Gang, Weg, Soph. El. 163 O. C. 193. – 2) ein erhöhter Ort, auf den man tritt, um zu reden, Rednerbühne, Plat. Ion 535 e u. öfter, bes. bei Rednern, z. B. Dem. 59, 43; dah. ἐπὶ τὸ βῆμα ἀνέβην, ich trat öffentlich als Redner auf, 18, 66. Auch = Richterstuhl, Ar. Eccl. 677 Plut. 382. Bei den Römern die rostra. Von der Thymele Poll. 4, 123. – 3) ein Längenmaaß, Schritt, = 10 παλαισταί, = 2 ½ πόδες, Hero.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
I. le pas :
1 pas, enjambée ; κατὰ βῆμα πορεύεσθαι XÉN aller pas à pas;
2 action de marcher, marche;
3 pas, mesure itinéraire att. valant deux pieds et demi;
4 escorte, conduite (au sens de πομπή);
II. surface élevée sur laquelle on pose le pied :
1 pas, degré, marche;
2 plateforme, estrade ou tribune : ἐπὶ τὸ βῆμα ἀναβαίνειν DÉM monter à la tribune ; οἱ ἀπὸ τοῦ βήματος PLUT les gens de la tribune, les orateurs.
Étymologie: βαίνω.
English (Abbott-Smith)
βῆμα, -τος, τό (< βαίνω), [in LXX: De 2:5 (מִדְרָךְ), Ne 8:4 (מִגְדָּל), I Es 9:42, Si 19:30 45:9, II Mac 13:26*;]
1.a step, stride, pace: Ac 7:5.
2.a raised place, a platform reached by steps, originally that in the Pnyx at Athens from which orations were made; freq. of the tribune or tribunal of a Roman magistrate or ruler: Mt 27:19, Jo 19:13, Ac 12:21, 18:12, 16, 17 25:6, 10, 17; β. τοῦ θεοῦ, Ro 14:10; τ. Χριστοῦ, II Co 5:10. †
English (Strong)
from the base of βάσις; a step, i.e. foot-breath; by implication, a rostrum, i.e. a tribunal: judgment-seat, set (foot) on, throne.
English (Thayer)
βήματος, τό (from ΒΑΩ, βαίνω) (fr. Homer (h. Merc.), Pindar down);
1. a step, pace: βῆμα ποδός the space which the foot covers, a foot-breadth, כַּף־רֶגֶל, Xenophon, an. 4,7, 10; Cyril 7,5, 6).
2. a raised place mounted by steps; a platform, tribune: used of the official seat of a Judges, L T Tr WH τοῦ Θεοῦ); Xenophon, mem. 3,6, 1; Herodian, 2,10, 2 (1, Bekker edition)).
Greek Monolingual
το (AM βῆμα, Μ και βῆμαν, Α και βᾱμα, δωρ. τ.)
1. η κάθε κίνηση του ποδιού ενός που βαδίζει
2. περπάτημα, περπατησιά, τρόπος βαδίσματος
3. «το Άγιο Βήμα» — το εσώτατο μέρος του χριστιανικού ναού, στο οποίο βρίσκεται η Αγία Τράπεζα
4. το βάθρο από το οποίο μιλάει κανείς
νεοελλ.
1. πληθ. βήματα
ο ήχος των βημάτων
2. φρ. α) «πάει με το βήμα» ή «... βήμα, βήμα» — πάει σιγά, σιγά
β) «δυο βήματα» — πολύ μικρή απόσταση
γ) «με ακολουθεί κατά βήμα» — παρακολουθεί όλες τις κινήσεις και τις ενέργειες μου
αρχ.-μσν.
1. τόπος ειδωλολατρικής λατρείας
2. έδρα δικαστή
αρχ.
1. μονάδα μήκους
2. η θυμέλη του θεάτρου
3. βάση αγάλματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < (θ.) βᾱ- / βη- (πρβλ. έ- βη- ν) < gwā- (του ρ. βαίνω) + (επίθημα) -μα. Στην Αρχαία χρησιμοποιούνταν συνήθως με τη σημ. «βήμα (ρήτορα)» και αναφερόταν, κατά κύριο λόγο, στην Πνύκα. Η λ. βήμα έχει την ακριβή μορφολογική και φωνητική της αντιστοιχία στο αβεστ. gāman.
ΠΑΡ. βηματίζω
νεοελλ.
βηματάρης.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βημόθυρο(ν)- μσν. βημόθυρα
νεοελλ.
βηματοδρομία
(Β' συνθετικό) διάβημα
αρχ.
επίβημα, πρόβημα.
Greek Monotonic
βῆμα: -ατος, τό (βαίνω),
I. πάτημα, βάδισμα, περπάτημα, σε Ομηρ. Ύμν., Αισχύλ., Ευρ.· Διὸς εὔφρονι βήματι μολεῖν, οδοιπορία κάτω από την ευνοϊκή καθοδήγηση του Δία, σε Σοφ.
II. = βάθρον, σκαλοπάτι, κάθισμα, στον ίδ.· ένα υπερυψωμένο σημείο ή βήμα από το οποίο μπορεί κάποιος να μιλήσει στη δημόσια αγορά ή στο λαϊκό δικαστήριο, σε Θουκ., Ρήτ.
Russian (Dvoretsky)
βῆμα: дор. βᾶμα, ατος τό
1 шаг Pind., Eur.: βημάτων ὄρεγμα Aesch. шагание, тж. ход, движение; κατὰ β. πορεύεσθαι Xen. продвигаться шаг за шагом;
2 след ноги (βήματ᾽ ἔχουσα κόνις HH);
3 водительство: Διὸς εύφρονι βήματι Soph. под благосклонным водительством Зевса;
4 судейское кресло (ἐπὶ τοῦ βήματος καθεδούμενος Arph.);
5 возвышение: τὸ ἀντίπετρον β. Soph. скалообразное возвышение;
6 помост (для ораторов или сторон на суде), трибуна: ἐπὶ τὸ β. ἀναβῆναι Dem. взойти на трибуну, выступить оратором; οἱ ἀπὸ τοῦ βήματος Plat., Plut. ораторы.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βῆμα -ατος, τό, Dor. en Aeol. βᾶμα βαίνω
1. stap, pas:; ὀλίγα βήματα προϊόντες een paar passen voorwaarts gaand Xen. Cyr. 7.5.6; manier van lopen, gang:; ἔρατον βᾶμα uw lieflijke tred Sapph. 16.17; als lengtemaat voet:. Plut. Demetr. 21.5.
2. trede, richel:; αὐτόπετρον βῆμα richel in de rots Soph. OC 193; platform, spreekgestoelte:; προελθών... ἐπὶ βῆμα ὑψηλόν naar voren tredend op een hoog platform Thuc. 2.34.8; overdr.. ἐπὶ τὸ βῆμα ἀναβῆναι als redenaar optreden Dem. 18.66.
Middle Liddell
βαίνω
I. a step, pace, stride, Hhymn., Aesch., Eur.; Διὸς εὔφρονι βήματι under the kindly guidance of Zeus, Soph.
II. = βάθρον, a step, seat, Soph.:— a raised place or tribune to speak from in a public assembly or law-court, Thuc., Oratt.
Chinese
原文音譯:bÁma 卑馬
詞類次數:名詞(12)
原文字根:步(果效)
字義溯源:臺階,審判臺,公堂,王位,堂,臺;源自(βάσις)=腳步);而 (βάσις)出自(βαθύς)X*=行走)。
同義字:1) (βῆμα)審判臺 2) (κρίμα)判決,刑罰 3) (κρίσις)判決,審判 4) (κριτήριον)法庭 5) (πρᾶγμα)行為
出現次數:總共(12);太(1);約(1);徒(8);羅(1);林後(1)
譯字彙編:
1) 公堂(5) 徒18:12; 徒18:16; 徒18:17; 徒25:6; 徒25:10;
2) 審判臺(2) 約19:13; 羅14:10;
3) 立⋯之地(1) 徒7:5;
4) 臺(1) 林後5:10;
5) 堂審判(1) 太27:19;
6) 王位(1) 徒12:21;
7) 堂(1) 徒25:17
English (Woodhouse)
platform, step, act of stepping, pace in walking, place where a defendant stood in court, platform for speaking
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό βαίνω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
suggestum, platform, stage, 2.34.8.
Translations
Albanian: hap; Arabic: خُطْوَة, خَطْوَة; Egyptian Arabic: خطوة; Moroccan Arabic: خطوة; Armenian: քայլ; Avar: гали; Azerbaijani: addım; Baluchi: قدم, گام; Bashkir: аҙым; Belarusian: крок, шаг; Bulgarian: стъ́пка, кра́чка; Burmese: အလှမ်း; Catalan: pas, passa; Chamicuro: tepane; Chinese Mandarin: 步; Cornish: kamm; Czech: krok; Dalmatian: puas; Danish: trit; Dutch: stap; Esperanto: paŝo; Estonian: samm; Finnish: askel; French: pas; Friulian: pas; Galician: paso; Georgian: ნაბიჯი; German: Schritt; Greek: βήμα; Ancient Greek: βῆμα, βάσις; Hebrew: צַעַד; Hindi: पद, क़दम; Hungarian: lépés; Icelandic: skref; Ido: pazo; Italian: passo; Japanese: 足取り, ステップ; Kazakh: қадам; Khmer: ជំហាន; Korean: 걸음; Kyrgyz: адым; Lao: ກ້າວ; Latgalian: sūļs; Latin: passus, gradus; Latvian: solis; Lithuanian: žingsnis; Lombard: pass; Macedonian: чекор; Manx: kesmad, caskeim; Middle English: steppe; Mongolian: алхаа, алхам; Norwegian Bokmål: skritt; Occitan: pas; Old English: stæpe; Pashto: قدم; Plautdietsch: Schrett; Persian: قدم; Polish: krok; Portuguese: passo; Quechua: thatki; Romanian: pas; Romansch: pass; Russian: шаг; Sanskrit: पद; Sardinian: passu; Serbo-Croatian Cyrillic: ко̏ра̄к; Roman: kȍrāk; Slovak: krok; Slovene: korȃk; Spanish: paso; Swahili: hatua; Swedish: steg; Tajik: қадам; Tatar: адым; Thai: ก้าว; Turkish: adım; Turkmen: ädim; Ukrainian: крок; Urdu: قدم, پد; Uyghur: قەدەم; Uzbek: qadam, odim; Venetian: paso, pas; Vietnamese: bước; Welsh: cam; Yakan: tekang; Yiddish: שריט; Zazaki: gam