γεραίρω
Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch
English (LSJ)
A Ep. impf. γέραιρον Il.7.321: fut. γερᾰρῶ Jusj. ap. D.59.78, Epigr.Gr.992 (Balbilla): aor. 1 ἐγέρηρα CIG2936 (Tralles), APl. 4.183.7, Orph.A.507, γέρηρα IG4.1475 (Epid.); ἐγέρᾱρα Pi.O.5.5, N.5.8: (γεραρός):—honour, reward with a gift, νώτοισιν δ' Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν Il.7.321, cf. Od.14.437,441, etc.: generally, honour, τινά Pi.O.3.2: c. dat. modi, βωμοὺς ἑορταῖς ib.5.5; τινὰ ἐπινικίοις B.2.8; γένος θεῶν γ. φωνῇ Ar. Th.961 (lyr.); δώροις καὶ ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς X.Cyr.8.1.39; στεφάνοις τοὺς νικῶντας Id.HG1.7.33; ὃν… ἐπεστεφάνωσε γεραίρων IG3.713:—Pass., τίμιος γεραίρεται E.Supp.553; τιμαῖς X.Cyr.8.8.4.
2 γεραίρει· τέρπει, Hsch.:—Pass., γεραιρόμενα μνίοισι prob. in Nic.Al.396.
3 reversely, γ. τινί τι present as an honorary gift, τὰ Ἰοβάκχεια τῷ Διονύσῳ Jusj. ap. D.l.c.
II celebrate, τὰ πάθεα τραγικοῖσι χοροῖσι Hdt. 5.67; χορείαις θυσίαν Pl.Lg.799a, cf. Epin.980b.—Not in early Prose, exc. Hdt., X., and Pl.: in later Prose, Ph.1.186, Arr.Ind.8.5 (Pass.), Porph.Abst.2.16, etc.
Spanish (DGE)
• Morfología: [ép. impf. sin aum. γέραιρεν Il.7.321; fut. γεραρῶ juram. en D.59.78; aor. ἐγέρᾱρα Pi.O.5.5, sin aum. γέρηρα ITralleis 144.5, IG 42.692 (Epidauro, imper.), cf. γερῆραν, γερέρα Hsch.]
I c. ac. de pers. y gener. dat. instrum.
1 agasajar, obsequiar esp. rel. la hospitalidad νώτοισιν δ' Αἴαντα διηνεκέεσσι Il.l.c., cf. Od.14.437, ὅττι με τοῖον ἐόντ' ἀγαθοῖσι γεραίρεις Od.14.441, cf. Orph.A.505, μιν ... ἐπ' εἰλαπίνῃσι Q.S.9.488, τούτους καὶ δώροις ... καὶ τιμαῖς X.Cyr.8.1.39
•en v. med.-pas. regocijarse, encontrarse a gusto τήθη τε γεραιρόμενα μνίοισι Nic.Al.396, cf. act. γεραίρει· τέρπει Hsch.
2 rel. la competición, la fiesta, el culto honrar, homenajear, celebrar esp. c. el canto ἐπινικίοις Πανθείδα φίλον υἱόν B.2.13, γένος Ὀλυμπίων θεῶν ... φωνῇ Ar.Th.961, τὰ πάθεα αὐτοῦ τραγικοῖσι χωροῖσι Hdt.5.67, ᾧ τυ γεραίρειν ἀρξεῦμ' Theoc.7.94
•de otras maneras στεφάνοις ... τοὺς νικῶντας X.HG 1.7.33, ὃν καὶ δῆμος ἐστεφάνωσε γεραίρων IG 22.3639.7 (II d.C.), cf. ITralleis l.c., τὸν ἄριστα ... τὸ δαιμόνιον γεραίροντα Theopomp.Hist.344, ἀπαρχαῖς ... τὸ θεῖον Ph.1.186, cf. Corn.ND 28, Βάσσον ... εἰκόνι τῇδε IG l.c.
•honrar la memoria de un muerto Ἄττιον ... τελαμῶνι INikaia 1293.2 (imper.), cf. Gr.Naz.M.35.685A
•crist. adorar a Dios αὐτὸν γεραίρομεν Eus.HE 1.3.20
•en v. pas. recibir honores, ser celebrado c. pred. δαίμων ... τίμιος γεραίρεται E.Supp.553, c. dat. οἱ ταῖς μεγίσταις τιμαῖς γεραιρόμενοι X.Cyr.8.8.4, c. constr. prep. τὸν Ἡρακλέα ... πρὸς Σουρασηνῶν Arr.Ind.8.5.
II c. ac. no de pers.
1 contribuir al honor de, engrandecer c. o sin dat. βωμοὺς ... ἑορταῖς un vencedor en la carrera de caballos, Pi.O.5.5, κλεινὰν Ἀκράγαντα Pi.O.3.2, χορείαις ποίαισιν ... τὴν τότε θυσίαν Pl.Lg.799a, cf. Antip.Sid.3618P.
•en v. med. mismo sent. Πριάμου δὲ νικῶνθ' ... γεραίρεσθαι δόμους E.Fr.43.37Sn.A.
2 c. dat. compl. ind. ofrecer como obsequio, ofrendar τὰ Ἰοβάκχεια γεραρῷ τῷ Διονύσῳ juram. en D.l.c.
German (Pape)
[Seite 485] (entstanden aus γεραριώ, von γεραρός), auszeichnen, ehren; Hom. dreimal, τινά τινι, Einen mit etwas ehren, von der Auszeichnung, welche man Jemandem dadurch erweis't, daß man ihm bei Tische außer dem gleichen Anteil am Essen noch ein besonderes schönes Stück giebt: Odyss. 14, 437 νώτοισιν δ' Ὀδυσῆα διηνεκέεσσι γέραιρεν ἀργιόδοντος ὑός; 441 μὲ ἀγαθοῖσι γεραίρεις; Iliad. 7, 321 νώτοισιν δ' Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν ἥρως Ἀτρείδης, aus der Odyss. entlehnt, Füllstück zwischen dem sechsten und dem siebenten Liede Lachmanns. – Oefter bei Pind., βωμοὺς ἐγέραρεν ἑορταῖς Ol. 5, 5; vgl. Nem. 5, 8; χοροὶ ἐγέραιρον οἴκους Eur. El. 712; τίμιος γεραίρεται Suppl. 569; φωνῇ, mit Gesang preisen, Ar. Th. 961; θυσίαν χορείαις ποίαισι Plat. Legg. VII, 799 a; vgl. Epin. 980 b; ἐγέραιρε τιμαῖς Xen. Cyr. 8, 1, 39; τὰ θεοίνια τῷ Διονύσῳ Dem. 59, 78, d. i. feiern; sp. D.
French (Bailly abrégé)
f. γεραρῶ, ao. ἐγέρηρα, pf. inus.
Pass. seul. prés.
honorer ou récompenser par une marque d'honneur : τινά τινι offrir qch en présent à qqn, comme, marque d'honneur ; honorer, glorifier : δώροις καὶ πάσαις τιμαῖς XÉN par des présents et toute sorte d'honneurs ; Pass. être honoré : τιμαῖς XÉN de marques de considération.
Étymologie: γέρας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γεραίρω γεραρός ep. imperf. γέραιρεν, Dor. aor. ἐγέρα̅ρα, Ion. aor. ἐγέρηρα; fut. γεραρῶ
1. eren, belonen:. νώτοισιν δ’ Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν hij beloonde Ajax met lange rugstukken Il. 7.321.
2. vieren, opluisteren:. γεραίρειν τὴν τότε θυσίαν het offer van dat moment opluisteren Plat. Lg. 799a; τὰ Ἰοβάκχεια γεραρῶ τῷ Διονύσῳ ik zal het Iobacchenfeest ter ere van Dionysus vieren Dem. 59.78 (als deel van eed).
Russian (Dvoretsky)
γεραίρω:
1 оказывать уважение, почтительно одарять (τινὰ ἀγαθοῖσι Hom.);
2 радушно угощать (τινὰ νώτοισιν ὑός Hom.);
3 благоговейно чтить (βωμοὺς ἑορταῖς Pind.; τεθνηκότα ἐναγισμοῖς Plut.);
4 прославлять (ματρόπολιν Pind.; τινὰ ὡς κρείττονα Plut.);
5 награждать (δώροις καὶ πάσαις τιμαῖς Xen.);
6 украшать, радовать (χοροὶ ἐγέραιρον οἴκους Eur.);
7 праздновать, справлять (τὰ θεοίνια τῷ Διονύσῳ Dem.).
Greek (Liddell-Scott)
γεραίρω: Ἐπ. παρατ. γέραιρον Ἰλ. μέλλ. γερᾰρῶ Ἀνθ. II. παραρτ. 393· ἀόρ. α΄ ἐγέρηρα Συλλ. Ἐπιγρ. 2936, Ἀνθ., γέρηρα Συλλ. Ἐπιγρ. 1167· ἐγέρᾱρα Πίνδ. Ο. 5. 11, Ν. 5. 15· πρβλ. ἐπιγεραίρω· (γέρας). Τιμῶ ἢ ἀνταμείβω διὰ δώρου, νώτοισιν δ’ Αἴαντα διηνεκέεσσι γέραιρεν Ἰλ. Η. 321, πρβλ. Ὀδ. Ξ. 437. 441, κτλ.· καθόλου, τιμῶ, δοξάζω, τινὰ Πίνδ. Ο. 3. 3· μ. δοτ. τρόπου ἢ ὀργάνου, βωμοὺς ἑορταῖς αὐτόθι 5. 11· γ. τινὰ φωνῇ Ἀριστοφ. Θεσμ. 961· δώροις και ἀρχαῖς καὶ ἕδραις καὶ πάσαις τιμαῖς Ξεν. Κύρ. 8. 1, 39· στεφάνοις ὁ αὐτ. Ἑλλ. 1. 7, 33· ὃν… ἐστεφάνωσε γεραίρων Ἐπιτάφ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 401. – Παθ., τίμιος γεραίρεται Εὐρ. Ἱκέτ. 553· τιμαῖς Ξεν. Κύρ 8. 8, 4. 2) τἀνάπαλιν, γ. τινί τι, παρέχω ὡς τιμητικὸν δῶρον, δωροῦμαι, τὰ Ἰοβάκχεια τῷ Διονύσω παρὰ Δημ. 1371. 25· οὕτω μέσος τις ἀόρ. ἀπαντᾷ ἔν τινι ἐπιτυμβ., γονέσι μνῆμα γερασσάμενος Ἐπιγράμμ. Ἑλλήν. 425. ΙΙ. ἑορτάζω, τὰ πάθεα τραγικοῖσι χοροῖσι Ἡρόδ. 5. 67. – Ποιητ. λέξις ἐν χρήσει παρ’ Ἡροδ. ἔνθ’ ἀνωτ. καὶ Ξεν.· τὸ τοῦ Πλάτ. Πολ. 468D ἀναφέρεται εἰς Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.
English (Autenrieth)
honor (with a γέρας), show honor to, Il. 7.321, Od. 14.437.
English (Slater)
γεραίρω (impv. γεραίρετε; γεραίρων, -οντες; impf. ἐγέραιρεν: aor. ἐγέρᾶρεν)
1 do honour, bring honour to κλεινὰν Ἀκράγαντα γεραίρων εὔχομαι (O. 3.2) βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν ἑορταῖς θεῶν (ἐγέραιρεν v.l.: sc. Ἡρακλέης) (O. 5.5) δᾶμον γεραίρων (sc. Ἱέρων) (P. 1.70) Αἰακίδας ἐγέραιρεν ματρόπολίν τε (sc. Πυθέας: ἐγέραρεν coni. Callierges) (N. 5.8) οἵ σε (= Ἑστίαν) γεραίροντες ὀρθὰν φυλάσσοισιν Τένεδον (N. 11.5) (Ποσειδᾶν) εὐάρματον ἄνδρα γεραίρων, Ἀκραγαντίνων φάος (I. 2.17) γεραίρετέ μιν, ὃς Ἴσθμιον ἂν νάπος Δωρίων ἔλαχεν σελίνων (Bothe: γεραίρεται codex) (I. 8.62)
Greek Monolingual
(AM γεραίρω) γεραρός
τιμώ, δοξάζω
αρχ.
1. ανταμείβω, τιμώ με δώρο
2. απονέμω, παρέχω ή τελώ κάτι σε ένδειξη τιμής
3. εορτάζω, τιμώ με εορταστικές εκδηλώσεις.
Greek Monotonic
γεραίρω: Επικ. παρατ. γέραιρον, μέλ. γερᾰρῶ, αόρ. αʹ ἐγέρηρα (γέρας).
I. 1. τιμώ ή ανταμείβω με ένα δώρο· τινά τινι, σε Όμηρ. κ.λπ. — Παθ., τιμώμαι, σε Ευρ.
2. αντίστροφα, γεραίρω τινί τι, παρέχω ως τιμητικό δώρο, παρά Δημ.
II. γιορτάζω, πανηγυρίζω· χόροισι, με χορούς, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
γέρας
I. to honour or reward with a gift, τινά τινι Hom., etc.:—Pass. to be so honoured, Eur.
2. reversely, γ. τινί τι to present as an honorary gift, ap. Dem.
II. to celebrate, χοροῖσι with dances, Hdt.
Mantoulidis Etymological
(=τιμῶ, βραβεύω). Ἀπό τό γέρας (=βραβεῖο). Ρίζα γερ-.
Παράγωγα: γεραρός (=μεγαλοπρεπής), γεραροί (=ἱερεῖς), γεραραί (=ἱέρειες), ἀγέραστος (=ἀτίμητος).