δάω

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δᾰ́ω Medium diacritics: δάω Low diacritics: δάω Capitals: ΔΑΩ
Transliteration A: dáō Transliteration B: daō Transliteration C: dao Beta Code: da/w

English (LSJ)

[ᾰ],
A learn (also causal, teach, v. infr. ΙΙ and cf. διδάσκω):
I intr., aor. ἐδάην Il.3.208, Trag. (in lyr.), A.Ag.123, S.El.169; subj. δαῶμεν Il.2.299, Ep. δαείω 16.423, Od.9.280; opt. δαείην A.R.2.415; inf. δαῆναι Od.4.493, IG 4.760 (Troezen), Ep. δαήμεναι Il.21.487; part. δαείς Sol.13.50, A.Ch.603, Pi.O.7.91 (for aor. δέδαον, ἔδαον, v. infr. ΙΙ): fut. δαήσομαι Od.3.187: pf. δεδάηκα 8.134,146, part. δεδαώς 17.519; also δεδάημαι h.Merc.483, Theoc.8.4, etc.:—learn, and in pf., know, ll.cc.: c. gen. pers., ἐμεῦ δαήσεαι wilt learn from me, Od.19.325: c. gen. rei, πολέμοιο δαήμεναι Il.21.487; Ἄρεος εὖ δεδαῶτες D.P.1004; σοφίης δεδαημένο Epic.Oxy.1015.20: c. acc. rei, φάρμακα Theoc.28.19; ἄξια Μοισᾶν IG3.771; ἀλεξητήρια νούσων ib.9(1).881 (Corc.); ἄκεσμα νόσου ib.14.1750; ἔργα Ἀθηναίης ib.12(5).30 (Sicinus); perceive, ἐδά ψυχάς B.5.64; δάεν ῥιπὰν μελιαδέος οἴνου felt the impulse of... Pi.Fr.166: abs., δαέντι = to one who knows, Id.O.7.53.—Hom. has also inf. δεδάασθαι (perhaps for δεδαέσθαι) search out, c. acc., Od.16.316.—The pres. in this sense is supplied by διδάσκομαι.
II causal, teach, Hom. only in redupl. aor. 2 δέδαε he taught, c. dupl. acc., ὃν Ἥφαιστος δέδαεν… παντοίην τέχνην Od.6.233, cf. 8.448, 23.160; ἔργα δ' Ἀθηναίη δέδαε κλυτὰ ἐργάζεσθαι 20.72, cf. Theoc.24.129 (v.l. ἔδαεν); 3pl. δέδαον Hsch.; also δάε, ἔδαε, A.R.1.724,4.989.—The pres. in this sense is supplied by διδάσκω.

French (Bailly abrégé)

verbe supposé, auquel on peut rattacher les formes ci-dessous :
1 ao.2 épq. avec redoubl. 3ᵉ sg. δέδαε, ou postér. sans redoubl. ἔδαε : enseigner : τινά τι qch à qqn ; avec l'inf. enseigner à (faire qch);
2 pf. δεδάηκα et δέδαα : avoir appris pour soi ; connaître, savoir, avoir l'expérience de, être expert en, acc. ; Pass. (f. δαήσομαι, ao. ἐδάην, pf. δεδάημαι) être instruit de (qch), apprendre, savoir, acc. ; avec un gén. de pers. : τινος δ. apprendre au sujet de qqn ; avec un gén. de chose : πολέμοιο δαήμεναι IL apprendre la guerre, faire l'apprentissage de la guerre;
Moy. δάομαι (inf. δεδάασθαι, formé de δέδαα) apprendre à connaître, acc..
Étymologie: R. Δα, apprendre, savoir ; cf. διδάσκω.

Greek Monolingual

δάω (Α)
1. μαθαίνω
2. γνωρίζω
3. αντιλαμβάνομαι
4. εξετάζω, αναζητώ
5. διδάσκω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το δάω είναι άχρηστος ενεστ. του αορ. εδάην, απαρμφ. δαήναι < (θ.) δα- (< ΙΕ dns-, συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας dens- «διδάσκω, μαθαίνω»), το οποίο στον Όμηρο εμφανίζεται επαυξημένο με επίθημα -η (πρβλ. μέλλ. δαήσεαι «θα μάθεις», παρακμ. δεδάηκα κ.λπ.). Από το θέμα αυτό σχηματίστηκε και ο θαμιστικός ενεστ. διδάσκω].

Greek Monotonic

δάω: αρχ. ρίζα, μαθαίνω, πληροφορούμαι, Λατ. disco, το οποίο γίνεται Ενεργ., διδάσκω, Λατ. doceo, με αναδιπλ. αόρ. βʹ στο δέδαε και στο διδάσκω·
I. αμτβ. στον αόρ. βʹ ἐδάην όπως αν προερχόταν από το δάημι, υποτ. δαῶ, Επικ. δαείω, απαρ. δαῆναι, Επικ. δαήμεναι, μτχ. δαείς· έπειτα ομαλός αόρ. βʹ ἔδαον, μέλ. (όπως αν προερχόταν από το δαέω) δαήσομαι, παρακ. δεδάηκα, δέδαα και στον Παθ. τύπο δεδάημαι· μαθαίνω, και στον παρακ., γνωρίζω· με γεν. προσ., μαθαίνω από κάποιον, σε Ομήρ. Οδ.· με γεν. πράγμ., πληροφορούμαι νέα για ένα πράγμα, σε Ομήρ. Ιλ. Από το δέδαα πάλι, σχηματίζεται απαρ. Μέσ. ενεστ. δεδάασθαι, αναζητώ, με αιτ., σε Ομήρ. Οδ.· ενεστ. με αυτή τη σημασία είναι το διδάσκομαι·
II. Ενεργ., στον αναδιπλ. αόρ. βʹ δέδαον, με διπλ. αιτ., διδάσκω σε κάποιον κάτι, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., μαθαίνω κάποιον να κάνει κάτι, στο ίδ.· — ενεστ. με αυτή τη σημασία είναι το διδάσκω.

German (Pape)

δάω, Wurzelwort von διδάσκω.
Homerische Formen:
1 mit aktivischer Bedeutung, = lehren: Aorist. 2. δέδαεν, Od. 6.233.
2 mit passivischer Bedeutung, lernen: Aorist. ἐδάην, Il. 3.208; konjunktiv. δαείω, Il. 10.425; δαῶμεν Il. 2.299; infin. δαῆναι, Od. 4.493; δαήμεναι, Il. 6.150. – Futur. δαήσεαι, Od. 3.187. – Perfect. δεδάηκας, Od. 8.146; δεδάηκε, Od. 8.134; δεδαηκότες Od. 2.61. – Perfect. δεδαώς, Od. 17.519. – Praes. δεδάασθαι, Od. 16.316.
Konstruktionen und Übersetzungen wie bei den andern Verben des Lehrens und Lernens: = kennen lernen, erfahren, erforschen, wissen, usw.; εἴ τιν' ἄεθλον οἶδέ τε καὶ δεδάηκε, Homerisch, παραλλήλως, Od. 8.134; δέδαεν τινά τι, Od. 6.233; δέδαε c. infin., Od. 20.72; δεδαὼς ἔκ τινος Od. 17.519; τινὸς δαήμεναι, Il. 21.487; τινὸς δαήσεαι Od. 19.325.
Nachhomerisch: ἔδαεν Theocr. 24.27; δάε Ap.Rh. 1.724, 3.529; δεδάασιν Callim. Ap. 46; δεδαῶτε δόλους Ap.Rh. 1.52; Ἄρεος εὖ δεδαῶτες Dion. P. 204; ἐδάη Aesch. Ag. 123 Soph. El. 169; δαείς Pind. Ol. 7.91 Aesch. Ch. 604; sp.D., πόλλ' ἐδάη φάρμακα Theocr. 28.19; vgl. 17.81; δαήσονται Ap.Rh. 4.234; δεδαημένος, kundig, τινός Ap.Rh. 1.147; c. inf. Theocr. 8.4. – Daneben Homerische Formen: δεδάηκε Her. 2.165; ἐδάην Eur. Hec. 76.

Russian (Dvoretsky)

δάω:
1 (только эп. aor. 2 δέδαε) научить: ὃν Ἣφαιστος δέδαεν Hom. которого обучил Гефест; ἔργα δέδαε κλυτὰ ἐργάζεσθαι Hom. она научила создавать замечательные произведения;
2 (pf. δεδάηκα и δέδαα; aor. 2 ἐοάην; inf. med. δεδάασθαι) научиться, (у)знать: θεῶν ἔξ δεδαώς Hom. научившись у богов; δεδαημένος τι HH изучив что-л.; ἄμφω ἀεῖδεν δεδαημένω Theocr. оба искусные в пении; ὅσσα πεύθομαι, δαήσεαι Hom. все, что я слышал, ты узнаешь; ὄφρα δαῶμεν Hom. чтобы нам узнать; οὐ δεδαηκότες ἀλκήν Hom. не набравшиеся сил, т. е. слабосильные; εἴ τιν᾽ ἄεθλον οἶδέ τε καὶ δεδάηκε Hom. искушен ли он в каком-л. виде состязания; δαήμεναί и δαῆναί τι и τινος Hom. узнать что-л., ознакомиться с чем-л.; τούτων βαναυσίης οὐδεὶς δεδάηκε οὐδέν Her. никто из них не знает никакого ремесла; λάθεται ὧν τ᾽ ἔπαθ᾽ ὧν τ᾽ ἐδάη Soph. он предает забвению и то, что испытал, и то, что узнал.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

[~ διδάσκω] aor. δέδαε, inf. med. δεδάασθαι; η- aor. ἐδάην, conj. 1 plur. δαῶμεν, opt. δαείην, inf. δαήμεναι en δαῆναι; perf. δεδάηκα, ptc. δεδαηκῶς δεδαώς; perf. med. δεδάημαι, ptc. δεδαημένος; fut. med. δαήσομαι leren (kennen), kennis opdoen over, met acc.:; ἀμφοτέρων δὲ φύην ἐδάην καὶ μήδεα van beiden leerde ik het uiterlijk en hun schranderheid kennen Il. 3.208; εἰ δ’ ἐθέλεις, καὶ ταῦτα δαήμεναι als je wilt, verneem dan ook het volgende Il. 6.150; σε γυναῖκας ἐγὼ δεδάασθαι ἄνωγα ik adviseer u de vrouwen te leren kennen Od. 16.316; πόλλ’ ἐδάη... φάρμακα hij kende vele geneesmiddelen Theocr. 28.19; met gen.:; εἰ δ’ ἐθέλεις, πολέμοιο δαῆναι als je wilt, doe dan kennis op van de oorlog Il. 21.487; perf. kennen, verstand hebben van:. εἴ τιν’ ἄεθλον οἶδέ τε καὶ δεδάηκε of hij een sport kent en er bedreven in is Od. 8.133; ἄμφω συρίσδεν δεδαημένω beiden waren kundig in het bespelen van de fluit Theocr. 8.4. (doen) leren, onderrichten, alleen them. aor. δέδαε, met dubbele acc. iem. iets:. ὃν Ἥφαιστος δέδαεν... τέχνην παντοίην aan wie Hephaestus allerlei techniek had geleerd Od. 6.233.

Middle Liddell

an old Root, δα to learn, Lat. disco, which becomes Causal, to teach, Lat. doceo, in redupl. aor2 δέδαε and in διδάσκω:
I. to learn, and in perf., to know; c. gen. pers. to learn from one, Od.; c. gen. rei, to hear tidings of a thing, Il. From δέδαα again is formed a pres. mid. inf. δεδάασθαι, to search out, c. acc., Od.—The pres. in this sense is διδάσκομαι.
II. Causal, in redupl. aor. 2 δέδαον, c. dupl. acc. to teach a person a thing, Od.; c. inf. to teach one to do a thing, Od.—The pres. in this sense is διδάσκω.

Mantoulidis Etymological

Ρίζα παλιά πού σημαίνει μαθαίνω καί ἐνεργητικό διδάσκω.
Παράγωγα: ἀδαής (=ἄπειρος), δαήμων (=ἔμπειρος), ἀδαήμων.

Translations

know

Abkhaz: адырра; Afar: eexege; Afrikaans: weet; Akan: nim; Albanian: di; Amharic: ማወቅ, ማዎቅ; Amharic: ማወቅ; Arabic: ⁧عَلِمَ⁩, ⁧عَرَفَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرف⁩; Hijazi Arabic: ⁧عرف⁩, ⁧دِرِي⁩; Aramaic: ⁧יְדַע⁩; Armenian: գիտենալ, իմանալ; Aromanian: shciu; Asturian: saber; Azerbaijani: bilmək; Bakhtiari: ⁧دونستن⁩; Bashkir: белеү; Basque: jakin, jakina izan; Bavarian: wissn; Belarusian: ведаць, знаць; Bengali: জানা, চেনা; Bislama: save; Bouyei: rox; Breton: gouzout; Buginese: ito; Bulgarian: зная; Burmese: သိရှိ, သိ; Catalan: saber; Cebuano: kahibalo; Chinese Cantonese: 知; Dungan: җыдо; Hakka: 知; Mandarin: 知道, 曉得/晓得; Min Dong: 捌; Min Nan: 知影, 會曉/会晓, 明白; Wu: 曉得/晓得; Chinook Jargon: kəmtəks; Chuvash: пĕл; Classical Tibetan: ཤེས་; Cornish: godhvos; Czech: vědět; Dalmatian: sapar; Danish: vide; Dolgan: бил; Dongxiang: mejie; Dutch: weten; Dzongkha: ཤེས; Eastern Bontoc: ammo, inila; Emilian: savêr; Esperanto: scii; Estonian: teadma; Even: хадай; Evenki: сами; Fang: -yem; Faroese: vita; Finnish: tietää; French: savoir; Friulian: savê; Galician: saber; Georgian: ცოდნა; German: wissen; Alemannic German: wüsse; Gothic: 𐍅𐌹𐍄𐌰𐌽; Greek: ξέρω, γνωρίζω; Ancient Greek: γιγνώσκειν, γιγνώσκω, γινώσκω, γνωρίζω, δάω, εἰδέναι, εἴδω, ἐξειδέναι, ἐξεπίστασθαι, ἐπίσταμαι, ἐπίστασθαι, κατειδέναι, οἶδα; Guaraní: kuaa; Gujarati: જાણવું; Haitian Creole: konnen; Hausa: sanī̀; Hawaiian: ʻike; Hebrew: ⁧יָדַע⁩; Hindi: जानना; Hungarian: tud; Icelandic: vita; Ido: savar; Ilocano: ammo; Indonesian: tahu; Irish: a fhios a bheith agat, is eol do, eolas a bheith ag; Istriot: savì; Italian: sapere; Japanese: 知る, 確信している, ご存知である, 存じ上げる; Javanese: weruh; Kabyle: ẓer; Karakhanid: ⁧بِلْماكْ⁩; Kazakh: білу; Khakas: пілерге; Khmer: ចេរ; Kikuyu: ũĩ; Kilivila: -nukwali-; Korean: 알다; Krio: sabi; Kurdish Central Kurdish: ⁧زانین⁩; Northern Kurdish: zanîn; Kyrgyz: билүү; Lao: ຮູ້, ຊາບ; Latin: scio; Latvian: zināt; Lingala: yeba; Lithuanian: žinoti; Lombard: savè; Low German: weten; Luxembourgish: wëssen; Lü: ᦣᦴᧉ; Macedonian: знае; Makasar: ito; Malay: tahu; Malayalam: അറിയുക; Maltese: għaf; Manchu: ᠰᠠᠮᠪᡳ; Marathi: जाणणे; Mbyá Guaraní: kuaa; Minangkabau: tahu; Mirandese: saber; Mongolian: мэдэх; Mpade: sɨn; Nahuatl: mati; Nanai: саори, отоли-; Nepali: चिन्नु; Norman: saver; North Frisian: waase, witj; Northern Kankanay: gekken; Northern Thai: ᩁᩪ᩶; Norwegian: vite; Occitan: saber, saupre; Odia: ଜାଣିବା; Old Church Slavonic Cyrillic: знати, вѣдѣти; Old East Slavic: знати, вѣдѣти; Old English: witan; Old French: savoir, saveir; Old Javanese: wruh; Old Saxon: witan; Old Turkic: ⁧𐰋𐰃𐰠⁩; Oromo: baruu; Ossetian: зонын; Ottoman Turkish: ⁧بیلمك⁩; Pashto: ⁧پوهېدل⁩, ⁧پيېدل⁩; Persian: ⁧دانستن⁩, ⁧دونستن⁩; Piedmontese: savej; Polish: wiedzieć; Portuguese: saber; Quechua: riqsiy; Ratahan: mataton; Romanian: ști; Romansch: savair, saveir, saver; Russian: знать, ведать; Saho: eerhege; Samogitian: žėnuotė; Sanskrit: जानाति; Sardinian: ischire, ischiri; Scottish Gaelic: bi fhios aig; Serbo-Croatian Cyrillic: знати; Roman: znati; Sherpa: ཤེའ; Sicilian: sapiri; Sindhi: ⁧ڄاڻڻ⁩; Sinhalese: දන්නවා; Slovak: vedieť; Slovene: vedeti; Somali: ogaasho; Sorbian Lower Sorbian: wěźeś; Upper Sorbian: wědźeć; Southern Altai: билер; Southern Kalinga: akammu; Spanish: saber; Sranan Tongo: sabi; Sundanese: uninga; Swahili: kujua; Swedish: veta; Tagalog: alam; Tajik: донистан; Tarantino: sapè; Tatar: белергә; Ternate: waro; Tetum: hatene; Thai: รู้, ทราบ; Tibetan: ཤེས, མཁྱེན; Tocharian B: kärs-; Tofa: билир, биир; Tok Pisin: save; Turkish: bilmek; Turkmen: bilmek; Tuvan: билир; Ugaritic: 𐎊𐎄𐎓; Ukrainian: знати, ві́дати; Urdu: ⁧جاننا⁩; Uyghur: ⁧بىلمەك⁩; Uzbek: bilmoq; Venetian: saver; Vietnamese: biết; Volapük: nolön; Welsh: medru, gwybod; West Frisian: wite, witte; Western Bukidnon Manobo: savut; Yakut: бил; Yiddish: ⁧וויסן⁩; Zazaki: zanıtene, zanen, zan, zanayen; Zealandic: wete; Zhuang: rox; Add translation; el; :; More; masc.masc..; fem.fem..; neuterneuter.; Script code:; Grek; (e.g. Cyrl for Cyrillic, Latn for Latin); ±be acquainted or familiar with; Select preferred languages; Albanian: njoh; Amharic: ማወቅ; Arabic: ⁧عَرَفَ⁩; Egyptian Arabic: ⁧عرف⁩; Hijazi Arabic: ⁧عِرِف⁩, ⁧دِري⁩; Armenian: իմանալ, ճանաչել, գիտենալ; Aromanian: cunoscu; Asturian: conocer, coñocer; Basque: ezagutu; Belarusian: знаць; Bulgarian: познавам, зная; Burmese: သိ; Buryat: таниха; Catalan: conèixer; Cebuano: katultol, kaila; Cherokee: ᎤᏅᏔ; Chinese Mandarin: 認識/认识; Min Nan: 捌; Cornish: aswonn; Czech: znát; Danish: kende; Dutch: kennen; Esperanto: koni; Estonian: tundma, teadma; Faroese: kenna; Finnish: tuntea; French: connaître, connaitre; Friulian: cognossi; Galician: coñecer; Georgian: ცნობა; German: kennen; Alemannic German: wüsse; Gothic: 𐌺𐌿𐌽𐌽𐌰𐌽; Greek: γνωρίζω; Ancient Greek: οἶδα; Guaraní: kuaa; Haitian Creole: konnen; Hebrew: ⁧הִכִּיר⁩; Higaonon: kilala; Hungarian: ismer; Icelandic: þekkja; Ido: konocar; Indonesian: kenal; Irish: aithin, aithne a bheith ag; Istriot: cugnussi; Italian: conoscere; Japanese: ...を知っている, ...に精通している; Kabyle: ẓer; Kalmyk: таньх; Kikuyu: ũĩ; Korean: ...와 친한 사이다, 알다; Kurdish Central Kurdish: ⁧ناسین⁩; Northern Kurdish: nasîn; Lakota: slolyÁ; Lao: ຮູ້ຈັກ; Latin: cognoscere, agnosco, regnosco, nosco, noscito; Latvian: pazīt; Livonian: tundõ; Lombard: cugnuss; Macedonian: знае; Malay: kenal; Malayalam: അറിയുക; Mbyá Guaraní: kuaa; Mirandese: coincer; Mòcheno: kennen; Mongolian: таних; Navajo: bił bééhózin; Ngazidja Comorian: udjua; Norman: connaître; Northern Norwegian: kjenne; Occitan: conéisser; Ojibwe: gikenim; Old Church Slavonic Cyrillic: знати; Old East Slavic: знати; Old English: cunnan; Old Saxon: kennian; Oromo: beekuu; Papiamentu: conoci; Persian: ⁧شناختن⁩; Piedmontese: conosse; Pipil: -ishmati, -ixmati; Polabian: znot; Polish: znać; Portuguese: conhecer; Romanian: cunoaște; Russian: знать; Scottish Gaelic: bi eòlach air; Serbo-Croatian Cyrillic: зна̏ти, познавати; Roman: znȁti, poznávati; Slovak: poznať; Slovene: znati; Sorbian Lower Sorbian: znaś; Upper Sorbian: znać; Spanish: conocer; Swedish: känna, känna till, veta om; Tagalog: kilala, makilala, kilalanin; Tarantino: canòsce; Thai: รู้จัก; Tocharian A: kñā-; Tok Pisin: save; Turkish: tanımak; Ukrainian: знати; Venetian: cognossare, cognósar, conoser, conosar, conóser, conósar, conosare, conossar, conossare; Vietnamese: làm quen; Volapük: sevön; Walloon: kinoxhe; Welsh: nabod, adnabod; West Frisian: kenne; Yiddish: ⁧קענען⁩; Yuki: nąnák; Yup'ik: nallunrituq; Zazaki: zanayen, sılasnen; Zealandic: kenne