εἰκάζω
φιλεῖ δέ τοι, δαιμόνιε, τῷ κάμνοντι συσπεύδειν θεός → you know, my good fellow, when a man strives hard, a god tends to lend him aid
English (LSJ)
Aeol. ἐϊκάσδω Sapph.104: impf.
A εἴκαζον Hdt.4.133, but Att. ᾔκαζον Ar.Ec.385: fut. -άσω A.Eu.49: aor. εἴκασα Hdt.2.104, Att. ᾔκασα Ar.Nu.350, etc.: pf. εἴκακα Sch.Ar.V.151:—Pass., fut. εἰκασθήσομαι Ar.Ach.783: aor. εἰκάσθην X.HG7.5.22: pf. εἴκασμαι Hdt.3.28, Att. ᾔκασμαι (ἐξ-) Ar.Eq.230 (but εἴκασται Pl.Cra.439a).—This is the only Verb that augments εἰ- by ᾐ-:—represent by an image or likeness, portray, γυναῖκα γραφῇ εἰκάσας X.Oec.10.1; εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη a figure painted to the life, Hdt.2.182; αἰετὸς εἰκασμένος a figure like an eagle, Id.3.28; χειρὶ τεκτόνων δέμας… εἰκασθέν E.Alc.349; κενταύροις ᾔκασαν αὑτάς made themselves like Centaurs, Ar.Nu.350; τοῦ θεοῦ… ᾧπερ εἰκάζεις σεαυτόν Id.Ra.594.
II liken, compare, ὄρπακι βραδίνῳ σε μάλιστ' ἐϊκάσδω Sapph. l.c., cf. A.Ch.633 (lyr.), Eu.49, etc.; describe by a comparison, εἰ. τι ὡς ἰ… Hdt.7.162, cf.4.31, Arist.EN1106b30:—Pass., to be like, resemble, τινί E.Ba.942, 1253, etc.; πρός τινα Ar.Ach.783.
III infer from comparison, form a conjecture, Hdt.1.68,7.49, S.OC1504, 1677 (lyr.), Isoc.3.26; freq. in phrase ὡς εἰκάσαι = so far as one can guess, ὡς εἰκάσαι, βασιληΐην τε καὶ πολιτηΐην αἰτεομένους Hdt.9.34, cf. 1.34, etc.; rarely without ὡς, ἀλλ', εἰκάσαι μέν, ἡδύς S.OT82: c. acc. et inf., Hdt.4.132, Antipho Soph.53, Th.5.9, etc.: omisso inf., Ἀμαζόνας… ἂν ᾔκασ' ὑμᾶς (sc. εἶναι) A.Supp.288; τί τοῦτ' ἂν εἰκάσειας (sc. εἶναι); S.Ant.1244; εἰ. τι ἔκ τινος A.Th.356 (lyr.), Th.3.20; ἀπό τινος Id.1.10; εἰ. τι make a guess about it, A.Ch.518, Antipho 5.64; τινί Th.1.9, Plu.Publ.14; estimate, τὴν κριθήν, τὰ τετρυγημένα εἰς... at a given quantity, PSI 5.522 (iii B. C.), PGurob8.14 (iii B.C.): abs., εἰ. τεκμαιρόμενος Lys. 6.20; εἰ. καλῶς Men.852.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): eol. ἐϊκάσδω Sapph.115.1
• Morfología: [aum. ᾐκ- A.Ch.633, Ar.Ec.385, Nu.350, pero εἰκ- Hdt.2.104, 4.133; perf. inf. εἰκακέναι Sch.Ar.V.151, v. med. ind. 3a sg. εἴκασται Pl.Cra.439a, part. εἰκασμένον Hdt.3.28]
I c. ac. y término de la compar. gener. en dat.
1 comparar ὄρπακι βραδίνῳ σε μάλιστ' εἰ. te comparo sobre todo a un tierno retoño Sapph.l.c., ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν A.l.c., οὐδ' αὖτε Γοργείοισιν εἰκάσω τύποις A.Eu.49, ἀλωπεκίοισι τοὺς στρατιώτας ᾔκασεν Ar.Eq.1076, τοῖς ἁπλῶς ὑγιαίνουσι σώμασιν εἰκάσαι τὴν τῶν φαύλων ψυχήν Posidon.163, ἡ γὰρ φρόνησις, ἣν εἴκασε χρυσίῳ Ph.1.59, cf. 250, D.P.Au.2.3, Vett.Val.235.16
•tb. c. ac. y giro prep. εἰκάσαι πρὸς μικρὸν μεῖζον comparar una cosa grande con una pequeña Arist.Mete.366b29, cf. GA 769b19, c. ac. y or. compar. irreal τὴν Ἑλλάδα ... εἴκαζε ὡς εἰ τὸ ἔαρ ἐκ τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐξαραιρημένον εἴη comparaba a la Hélade con un año que hubiese perdido su primavera Hdt.7.162
•abs. hacer una comparación τὰ ὦν πτερὰ εἰκάζοντας τὴν χιόνα τοὺς Σκύθας ... δοκέω λέγειν creo que los escitas llaman a la nieve «las plumas» por comparación Hdt.4.31, ὡς γλίσχρως εἰ. Pl.R.488a, en v. pas. χαίρουσι εἰκαζόμενοι (οἱ καλοί) (los bellos) se complacen en ser objeto de comparación Pl.Men.80c.
2 asemejar, hacer semejante c. ac. del pron. refl. y dat. κενταύροις ᾔκασαν αὑτάς (las nubes) a sí mismas se asemejaron a centauros, e.d., adoptaron su forma, Ar.Nu.350
•representar a un personaje en el teatro τοῦ θεοῦ μεμνημένον ᾧπερ εἰκάζεις σεαυτόν Ar.Ra.593, en un dibujo μοι καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν X.Oec.10.1, en v. pas. εἰκόνα ἑωυτοῦ γραφῇ εἰκασμένην una imagen de sí mismo representada en una pintura Hdt.2.182, ἐπὶ ... τοῦ νώτου αἰετὸν εἰκασμένον un águila representada sobre la espalda Hdt.3.28, σοφῇ δὲ χειρὶ τεκτόνων δέμας τὸ σὸν εἰκασθέν E.Alc.349.
3 c. dos ac. tomar una cosa por otra Ἀμαζόνας ... κάρτ' ἂν ᾔκασα ὑμᾶς por amazonas de cierto que os tomara A.Supp.288.
II sin dat.
1 conjeturar, interpretar, opinar c. ac. gener. int. οὐκ ἔχοιμ' ἂν εἰκάσαι τόδε A.Ch.518, εἰ μὲν οὖν τοῦτο εἰκάζειν με δεῖ Antipho 5.64, πάντα γὰρ θεοῦ τοιαῦτα χειμάζοντος εἰκάσαι πάρα S.OC 1504, cf. 1677, οὐ χαλεπὸν τοῦτό γε εἰκάσαι Pl.Io 532c, τὸ γὰρ κακὸν τοῦ ἀπείρου, ὡς οἱ Πυθαγόρειοι εἴκαζον pues el mal pertenece a lo indeterminado, como (lo) pensaban los pitagóricos Arist.EN 1106b30, διὰ τὸ μηδὲν τῶν τοιούτων εἰκάσαι Aen.Tact.16.20
•c. or. de inf. εἰκάζοντος τὰ δῶρα λέγειν· imaginando que los regalos significaban lo siguiente: Hdt.4.132, cf. Antipho Soph.B 53, Th.5.9, εἴκασεν ἐντὸς τῆς ἐπιπτυχῆς κρύπτεσθαι τὰ γράμματα I.AI 17.136, cf. Vett.Val.302.12
•abs. hacer conjeturas πολλαχόθεν δὲ ἔχω τεκμαιρόμενος εἰκάζειν Lys.6.20, μάντις δ' ἄριστος ὅστις εἰκάζει καλῶς Men.Fr.941, τὸ γεγονὸς οὐδὲ καθ' ὑπερβολὴν εἰκάσαι δυνατόν ... ἐστίν Plb.14.5.14, οὐδ' ἔστι τὸ πρᾶγμα τοιοῦτον οἷον σὺ εἰκάζεις Luc.Herm.5, frec. en las frases: ὡς ἐγὼ εἰκάζω Hdt.7.49, 9.17, 9.45, ὡς ἡμεῖς εἰκάζομεν Hdt.8.144, ὡς εἰκάσαι como puede imaginarse Hdt.1.34, raro sin ὡς: ἀλλ' εἰκάσαι μέν, ἡδύς S.OT 82.
2 c. ac. y ἐκ o ἀπό c. gen. deducir τὰ δ' ἐκ τῶνδ' εἰκάσαι λόγος πάρα razón hay para deducir esto de lo otro A.Th.356, ἐκ τοῦ πάχους τῆς πλίνθου εἰκάσαντες τὸ μέτρον Th.3.20, ἔκ τε δὴ τῶν τοιούτων εἰκάζοι τις ἄν de tales cosas se podría deducir Plb.34.3.9, c. interr. indir. y dat. de causa εἰκάζειν δὲ χρὴ καὶ ταύτῃ τῇ στρατείᾳ οἷα ἦν τὰ πρὸ αὐτῆς de esta expedición hay que deducir cómo fueron las que vinieron antes que ella Th.1.9, ἔξεστι δὲ περὶ τούτων ὅπως ἔσχεν εἰκάζειν τοῖς πραχθεῖσι pero se puede deducir de los hechos cómo se dieron las circunstancias Plu.Publ.14, en v. pas. διπλασίαν ἂν τὴν δύναμιν εἰκάζεσθαι ἀπὸ τῆς φανερᾶς ὄψεως τῆς πόλεως (que) se le supondría a la ciudad, por causa de su apariencia externa, el doble de fuerza Th.1.10.
3 metrol. evaluar, estimar c. ac. del producto medido y εἰς seguido de numeral τὴν κριθὴν δὲ εἰκάζομεν εἰς (ἀρτάβας) χ PSI 522.2 (III a.C.), τὰ τετρυγημένα εἰς οἴνου με(τρήτας) ς PGurob 8.14 (III a.C.).
III en v. med.-pas. asemejarse, parecerse c. dat. βάκχῃ μᾶλλον εἰκασθήσομαι; E.Ba.942, μητρὸς εἰκασθεὶς τρόποις E.Ba.1253, πλούτου φύσις ... λάβροις θαλάσσης κύμασιν εἰκασμένη Amph.Seleuc.22, c. giro prep. ποττὰν ματέρ' εἰκασθήσεται Ar.Ach.783.
German (Pape)
[Seite 726] fut. εἰκάσω, Aesch. Eum. 49; εἴκασα, Plat. Conv. 216 c; εἰκασμένη, Phaedr. 248 a; das von den Atticisten empfohlene Augm. ᾔκασε Ar. Equ. 1071, ᾐκάσμεθα Av. 807; Aesch. Suppl. 285; ähnlich machen: – a) von bildlicher Darstellung; εἰκασμένη γραφῇ εἰκών Her. 2, 182; Ζεῦξις καλὴν γυναῖκα γραφῇ εἰκάσας, malte, Xen. Oec. 10, 1; von einer Statue, Eur. Alc. 349; πάνυ εἰκασμένη, sehr ähnlich, Luc. Alex. 4, u. so öfter im pass.: μητρὸς εἰκασθεὶς τρόποις Eur. Bacch. 1253; vgl. Xen. Hell. 7, 5, 22; εἴκασται, ist ähnlich gemacht, Plat. Crat. 439 a; ποττὰν ματέρ' εἰκασθήσεται Ar. Ach. 783; τὸ εἰκασθέν = das Nachgebildete, d. i. Vorbild, Plat. Phaedr. 250 b. – Auch von Nachäffung u. Verspottung, Xen. Conv. 6, 8; vgl. Plat. Men. 80 b; Arist. rhet. 3, 4. – Bildlich ausdrücken, Her. 4, 31. – b) in Gedanken, d. i. vergleichen, τινά τινι, Ar. Nubb. 350; Plat. Gonv. 216 c; ὡς σμικρὸν μεγάλῳ εἰκάσαι Thuc. 4, 36; πολιτηΐην τε καὶ βασιληΐην Her. 9, 34. – c) durch Vergleichung von Kennzeichen u. Umständen errathen, vermuten, πολλαχόθεν τεκμαιρόμενος ἔχω εἰκάζειν Lys. 6, 20; Gegensatz οἶδα Thuc. 6, 92; σαφῶς εἰδώς Xen. An. 1, 6, 11; – ἔκ τινός τι, Aesch. Spt. 356; Thuc. 3, 20; ἀπὸ τῆς ὄψεως, nach dem Anblick, 1, 10; τινί, z. B. ταύτῃ τῇ στρατείᾳ, οἷα ἦν τά ... 1, 9. – Oft folgt acc. c. inf., Thuc. 5, 9, u. bloß acc., z. B. τὸ γιγνόμενον 3, 22; τί τοῦτ' ἂν εἰκάσειας Soph. Ant. 1244; vgl. Aesch. Suppl. 288; – ὡς εἰκάσαι, so viel man vermuten kann, Her. 1, 34; Eur. Bacch. 1076; so εἰκάσαι allein, Soph. O. R. 82.
French (Bailly abrégé)
impf. εἴκαζον, att. ᾔκαζον, f. εἰκάσω, ao. εἴκασα, att. ᾔκασα, pf. εἴκακα;
Pass. f. εἰκασθήσομαι, ao. ᾐκάσθην, pf. εἴκασμαι et ᾔκασμαι;
1 représenter, figurer en traits ressemblants : τινα γραφῇ XÉN dessiner les traits ou faire le portrait de qqn ; εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη HDT image peinte d'une façon ressemblante ; en mauv. part contrefaire;
2 assimiler, comparer : τινά τινι, une personne à une autre ; τί τινι, τι καί τι, une chose à une autre;
3 se représenter ; conjecturer : τι, qch ; τι εἶναι, que qch est ; τι ἔκ τινος, ἀπό τινος, τινι, conjecturer une chose d'après une autre ; ὡς εἰκάσαι HDT ou εἰκάσαι seul SOPH autant qu'on peut le conjecturer.
Étymologie: R. Ϝικ, ressembler ; cf. *εἴκω¹.
Russian (Dvoretsky)
εἰκάζω: эол. Sappho ἐϊκάσδω (impf. εἴκαζον и ᾔκαζον, fut. εἰκάσω, aor. εἴκασα и ᾔκασα, pf. εἴκακα; pass.: fut. εἰκασθήσομαι, aor. εἰκάσθην, pf. εἴκασμαι и ᾔκασμαι)
1 (точно), изображать, воспроизводить, (τινὰ γραφῇ Xen.): αἰετὸς εἰκασμένος Her. изображение орла; ὅμοιος καὶ μὴ εἰκαζόμενος πρός τι Arst. похожий на что-л., но не являющийся его копией; Πολύγνωτος μὲν κρείττους, Παύσων δὲ χείρους, Διονύσιος δὲ ὁμοίους εἴκαζεν Arst. Полигнот изображал (людей) лучшими, чем они есть, Павсон - худшими, а Дионисий такими, какими они являются в действительности: εὖ μάλα εἰκασμένος Luc. воспроизведенный со всей точностью; τὸ εἰκασθέν Plat. воспроизведенное, т. е. подлинник, оригинал;
2 уподоблять, сравнивать (τί τινι и τινά τινι Thuc., Arph., Xen., Plat., Arst., πρός τι Arst. и τι καί τι Her.): pass. становиться или быть похожим (τινι Eur., Plut. и ποτί τινα Arph.);
3 (путем сопоставления) приходить к выводу, предполагать, (умо)заключать (τι ἔκ τινος Aesch., ἀπό τινος Thuc. и τινί Thuc., Plut.; μὴ γνωρίζειν μηδ᾽ εἰκάσαι Arst.): πρὸς τὴν ὄψιν εἰ. τὸν χρόνον Plut. по внешнему виду судить о возрасте; εἰκάσαι Soph. и ὡς εἰκάσαι Hes., Eur. как можно предполагать, по-видимому.
Greek (Liddell-Scott)
εἰκάζω: παρατ. εἴκαζον Ἡρόδ., ἀλλ’ Ἀττ. ᾔκαζον Εὐρ., κλ.: - μέλλ. -άσω Αἰσχύλ. Εὐμ. 49: - ἀόρ. εἴκασα, Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασα: πρκμ. εἴκακα Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Σφ. 151: - Παθ., μέλλ. εἰκασθήσομαι Ἀριστοφ. Ἀχ. 783· Ἀττ. ἀόρ. ᾐκάσθην Ξεν.· πρκμ. εἴκασμαι Ἡρόδ., Ἀττ. ᾔκασμαι Ἀριστοφ. Ἱππ. 230, Πλάτ. Κρατ. 439Α· - πρβλ. ἀντ-, ἀπ-, ἐξεικάζω. - Τοῦτο εἶναι τὸ μόνον ῥῆμα, ἐν ὧ τὸ εἰ- τρέπεται εἰς ᾐ- ἐν τῇ χρον. αὐξήσει. Ἀπεικονίζω, ὡς ἐμοὶ πολὺ ἥδιον ζώσης ἀρετὴν γυναικὸς καταμανθάνειν ἢ εἰ Ζεῦξίς μοι καλὴν εἰκάσας γραφῇ γυναῖκα ἐπεδείκνυεν Ξεν. Οἰκ. 10. 1· εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη, ἐζωγραφημένη ὁμοία τῇ πραγματικότητι, Ἡρόδ. 2. 182· αἰετὸς εἰκασμένος, ὁμοίωμα ἀετοῦ, ὁ αὐτ. 3. 28· χειρὶ τεκτόνων δέμας... εἰκασθὲν Εὐρ. Ἄλκ. 349. ΙΙ. παρομοιάζω, παραβάλλω τι πρός τι ᾔκασεν δέ τις τὸ δεινὸν αὖ Λημνίοισι πήμασιν Αἰσχύλ. Χο. 633, Εὐμ. 49, Ἀριστοφ. Νεφ. 350· ὡς εἰκάσαι βασιληΐην τε καὶ πολιτηΐην, ἐφ’ ὅσον δύναταί τις νὰ παρομοιάσῃ βασιλείαν πρὸς πολιτείαν, Ἡρόδ. 9. 34, πρβλ. 4. 31· περιγράφω διὰ παραβολῆς ἢ παρομοιώσεως, ὁ αὐτ. 7. 162: - Παθ., εἶμαι ὅμοιος, ὁμοιάζω, τινὶ Εὐρ. Βάκχ. 942, 1253, κτλ.· πρός τινα Ἀριστοφ. Ἀχ. 783. ΙΙΙ. ἐξάγω ἐκ συγκρίσεως καὶ παραβολῆς, σχηματίζω εἰκασίαν, εἰκάζω, Λατ. conjicere, καταλήγω εἰς συμπέρασμα, Ἡρόδ. 1. 68., 7. 49, Σοφ. Ο. Κ. 1504, 1677· συχνὸν ἐν τῇ φράσει ὡς εἰκάσαι, ὅσον δύναταί τις νὰ εἰκάσῃ, μαντεύσῃ, Ἡρόδ. 1. 34., 2. 104, κτλ.· σπανίως ἄνευ τοῦ ὡς, ἀλλ’ εἰκάσαι μέν, ἡδὺς Σοφ. Ο. Τ. 82: - μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., συμπεραίνω ὅτι ἔχει οὕτω τὸ πρᾶγμα, μαντεύω ὅτι εἶναι, εἰκάζω, Ἡρόδ. 4. 132, Θουκ. 5. 9, κτλ.· παραλειπομένου τοῦ ἀπαρεμφ., Ἀμαζόνας... ἂν ᾔκασ’ ὑμᾶς (ἐνν. εἶναι) Αἰσχύλ. Ἱκ. 288, πρβλ. Σοφ. Ἀντ. 1244: - εἰκ. τι ἔκ τινος Αἰσχύλ. Θήβ. 356, Θουκ. 3. 20· ἀπό τινος ὁ αὐτ. 1. 10· σχηματίζω εἰκασίαν περί τινος πράγματος, οὐκ ἔχοιμ’ ἂν εἰκάσαι τόδε Αἰσχύλ. Χο. 518, Ἀντιφῶν 137. 2: - ἀπολ., εἰκ. τεκμαιρόμενος Λυσ. 105, 8· εἰκ. καλῶς Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 243 β, κτλ.
Greek Monolingual
(AM εἰκάζω)
συμπεραίνω
νεοελλ.
(παθ. με μέση σημασία) (ει)κάζεται
μού φαίνεται
αρχ.
1. παριστάνω με εικόνα, φτιάχνω ομοίωμα, απεικονίζω
2. παραβάλλω, παρομοιάζω
3. περιγράφω με παρομοίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. εικάζω είναι μεταβιβαστικό όπως και το λεσβ. εικάσδω (πρβλ. ομηρ. FεFίσκω) πιθ. < FεFικάζω < ΙΕ ρ. weik- «αληθεύω, ομοιάζω». Δεν είναι βέβαιο αν πρόκειται για μεταρρηματικό ή για μετονοματικό παράγωγο από το θ. της λ. εικών. Το ρ. εικάζω και οι συγγενείς προς αυτό λέξεις σήμαιναν αρχικά «εικόνα, ομοιότητα», κατόπιν δε μετέπεσαν στη σημ. «σύγκριση, σύνδεση».
ΣΥΝΘ. απεικάζω, προεικάζω
αρχ.
επεικάζω, κατεικάζω, παρεικάζω, προσεικάζω, συνεικάζω.
Greek Monotonic
εἰκάζω: παρατ. ᾔκαζον, Ιων. εἴκαζον· μέλ. -άσω, αόρ. αʹ ᾔκασα, Ιων. εἴκασα — Παθ. μέλ. εἰκασθήσομαι, αόρ. αʹ ᾐκάσθην, παρακ. ᾔκασμαι, Ιων. εἴκασμαι·
I. γίνομαι όμοιος με, αναπαριστώ μέσω μίμησης, κάνω το πορτραίτο κάποιου, σε Ξεν.· εἰκὼν γραφῇ εἰκασμένη, φιγούρα, μορφή ζωγραφισμένη όμοια προς την πραγματικότητα, σε Ηρόδ.· αἰετὸς εἰκασμένος, ομοίωμα αετού, στον ίδ.
II. παρομοιάζω, συγκρίνω, τί τινι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.· εἰκ. τι καί τι, σε Ηρόδ.· περιγράφω μέσω σύγκρισης, παρομοίωσης, στον ίδ. — Παθ., είμαι όμοιος, μοιάζω, τινι, σε Ευρ.
III. εξάγω συμπέρασμα από σύγκριση, εικάζω, σε Ηρόδ., Σοφ.· ὡς εἰκάσαι, όσο μπορεί να μαντέψει κάποιος, σε Ηρόδ.· με αιτ. και απαρ., συμπεραίνω ότι έτσι έχει η υπόθεση, το ζήτημα, μαντεύω ότι έτσι είναι (εικάζω), στον ίδ., Θουκ.· εἰκ. τι ἔκ τινος, σε Αισχύλ., Θουκ.· ἀπό τινος, στον ίδ.· εἰκ. τι, κάνω εικασία για κάτι, σε Αισχύλ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: picture, compare, suspect (Ion.-Att.), on the meaning cf. Brunel Aspect verbal 71, 155, 174, 184.
Other forms: Lesb. ἐϊκάσδω, aor. εἰκάσαι, fut. εἰκάσω, perf. pass. εἴκασμαι (ᾔ-)
Compounds: With prefix, esp. ἀπ-; also ἐξ-, ἐπ-, προσ- a. o.;
Derivatives: (ἀπ-)εἰκασία picture, comparison, suspicion (Ion.-Att.; on the formation Schwyzer 469) with εἰκάσιμος aestimabilis (gloss.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 99), (ἀπ-)εἴκασμα representation (A., Pl.), (ἀπ-, ἐπ-)εἰκασμός supposition (D. H., Str.); - εἰκαστής who supposes (Th. 1, 138; s. Fraenkel Nom. ag. 2, 73f.), who pictures (D. H.); εἰκαστός comparable (S. u. a.), εἰκαστικός which belongs to (making) a picture (Pl. a. o).
Origin: IE [Indo-European] [1129] *u̯eik- resemble, fit
Etymology: Four-syllabic ἐϊκάσδω presupposes like synonymous Hom. (Ϝ)ε(Ϝ)ίσκω an original *ϜεϜικάζω. Both formations are new factitive presents to the perf. (Ϝ)έ-(Ϝ)οικ-α be like, resemble, du. (Ϝ)έ-(Ϝ)ικ-τον, pret. (Ϝ)έ-(Ϝ)ικ-το (Schwyzer 735). See ἔοικα.
Middle Liddell
I. to make like to, represent by a likeness, portray, Xen.; εἰκὼν γραφῆι εἰκασμένη a figure painted to the life, Hdt.; αἰετὸς εἰκασμένος a figure like an eagle, Hdt.
II. to liken, compare, τί τινι Aesch., Ar.; εἰκ. τι καί τι Hdt.: to describe by a comparison, Hdt.:—Pass. to resemble, τινι Eur.
III. to infer from comparison, form a conjecture, Hdt., Soph.; ὡς εἰκάσαι, so far as one can guess, Hdt.:—c. acc. et inf. to guess that it is so, guess it to be, Hdt., Thuc.: —εἰκ. τι ἔκ τινος Aesch., Thuc.; ἀπό τινος Thuc.; εἰκ. τι to make a guess about it, Aesch.
Frisk Etymology German
εἰκάζω: {eikázō}
Forms: lesb. ἐϊκάσδω, Aor. εἰκάσαι, Fut. εἰκάσω, Perf. Pass. εἴκασμαι (ᾔ-)
Grammar: v.
Meaning: abbilden, vergleichen, vermuten (ion. att.), zur Bedeutung vgl. Brunel Aspect verbal 71, 155, 174, 184.
Composita: Mit Präfix, bes. ἀπ-; auch ἐξ-, ἐπ-, προσ- u. a.;
Derivative: Ableitungen: (ἀπ-)εἰκασία Abbildung, Vergleichung, Vermutung (ion. att.; zur Bildung Schwyzer 469) mit εἰκάσιμος aestimabilis (Gloss.; Arbenz Die Adj. auf -ιμος 99), (ἀπ-)εἴκασμα Abbild (A., Pl. u. a.), (ἀπ-, ἐπ-)εἰκασμός Vermutung (D. H., Str. usw.); — εἰκαστής Vermuter, Mutmaßer (Th. 1, 138; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 73f.), Abbilder, Darsteller (D. H.); εἰκαστός vergleichbar (S. u. a.), εἰκαστικός zum Abbilden gehörig (Pl. u. a.).
Etymology: Das viersilbige ἐϊκάσδω läßt im Verein mit dem synonymen hom. (ϝ)ε(ϝ)ίσκω ein ursprüngliches *ϝεϝικάζω vermuten. Beide Bildungen schließen sich als neugeschaffene faktitive Präsentia an das alte intrans. Perf. (ϝ)έ-(ϝ)οικα ähnlich sein, gleichen, du. (ϝ)έ-(ϝ)ικτον, Prät. (ϝ)έ-(ϝ)ικτο usw. an (Schwyzer 735). Näheres s. ἔοικα.
Page 1,452-453
Mantoulidis Etymological
(=ἀπεικονίζω, συμπεραίνω). Ἀπό ρίζα ϝικ- μέ προθεματικό ε → εϝικ → εἰκ καί μέ κατάληξη -άζω → εἰκάζω. Τό εἰκάζω εἶναι θαμιστικό τοῦ εἴκω (=μοιάζω).
Παράγωγα: εἰκασία (=ὁμοίωμα, σύγκριση, συμπέρασμα), εἴκασμα, εἰκασμός, εἰκαστής, εἰκαστικός (=ἱκανός γιά παράσταση), εἰκαστικαί τέχναι (ἡ ζωγραφική, γλυπτική, ἀρχιτεκτονική), εἰκαστός, εἰκαστέος, ἀπεικασία (=ἀπεικόνιση), ἀπείκασμα (=ὁμοίωμα).
Lexicon Thucydideum
coniicere, coniecturam facere, to infer, conjecture, 1.9.5, 2.54.5, [vulgo commonly εἴκ.cf. Popp. Prol. p. compare Poppo's Prolegomena page 226] 3.20.4, 3.22.6, 4.126.3, [vulgo commonly εἰκάζω] 5.9.3, 5.65.5,
nesciebant quid opinarentur., they did not know what to think. 6.92.5, [vulgo commonly εἴκ.cf. Popp. adn. et Prol. p. compare Poppo's note and Prolegomena page 226]. 8.46.5,
comparare, conferre, to compare, 4.36.3,
PASS. coniici, to be inferred, 1.10.2, 6.31.4, 6.60.2, 8.87.3.