εἰσέρχομαι
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
English (LSJ)
fut. εἰσελεύσομαι: aor. εἰσήλῠθον, εἰσῆλθον: in Att., fut. is supplied by εἴσειμι, and impf. by εἰσῄειν:—
A go in or go into, enter, in Hom. and Poets mostly c. acc., Φρυγίην εἰσήλυθον Il.3.184; ἀλλ' εἰσέρχεο τεῖχος 22.56; αὐιάν Pi.N.10.16; ἄλσος, δόμους, S.Tr.1167, E.Alc.563; οἴκαδε X.HG5.4.28; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Pl.Hp.Ma.304d; εἰσῆλθ' ἑκατόμβας invaded the hecatombs, Il.2.321: but in Prose mostly with Preps., εἰσέρχομαι ἐς οἴκημα Th.1.134, etc.; εἰσέρχομαι ἐς τὰς σπονδάς come into the treaty, Id.5.36; εἰς τὸν πόλεμον v.l. in X.An.7.1.27; εἰσέρχομαι εἰς τοὺς ἐφήβους enter the ranks of the Ephebi, Id.Cyr.1.5.1; also εἰσέρχομαι πρός τινα enter his house, visit him, ib.3.3.13; of a doctor, pay a visit, Gal.18(2).36; εἰσέρχομαι ἐπὶ τὸ δεῖπνον X.An.7.3.21: abs., of money, etc., come in, προσόδους εἰσελθούσας Id.Vect.5.12.
II of the Chorus, actors, etc., come upon the stage, enter, Pl.R.580b, X.An. 6.1.9, etc.; enter the lists, in a contest, S.El.700; πρός τινα in competition with.., D.18.319.
III as law-term, of the accuser, come into court, εἰς ὑμᾶς (sc. τοὺς δικαστάς) D.59.1; but also τοὺς ὑπὲρ τῶν κοινῶν εἰσεληλυθότας δικαστάς Id.18.278.
2 of the parties, c. acc., εἰσέρχομαι τὴν γραφήν enter the charge, Id.18.105; εἰσέρχομαι δίκας Id.28.17 (so also εἰσέρχομαι [τὴν καταχειροτονίαν] Id.21.6; εἰσέρχομαι λόγον κατά τινος Arg. Isoc.II).
3 of the accused, come before the court, δεῦρο Pl.Ap.29c; εἰς δικαστήριον Id.Grg.522b; εἰς ὑμᾶς D.18.103, cf. 21.176; εἰσελθόντες δ' ὡς ὑμᾶς is prob. in Arist.Rh.1410a18.
4 of the cause, to be brought in, ποῖ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; D.35.49.
IV enter on an office, Antipho 6.44; ἐς. ἐς τὴν ὑπατείαν D.C.41.39; ἐπὶ τὴν ἀρχήν Id.64.7.
V consult a table, εἰσέρχομαι εἰς ὄργανον Vett.Val.20.12.
VI metaph., [μένος] ἄνδρας ἐσέρχεται courage enters into the men, Il.17.157; πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται famine never enters the land, Od.15.407; Κροῖσον γέλως ἐσῆλθε Hdt.6.125; ὥς με πόλλ' εἰσέρχεται.. ἄλγη A.Pers.845; πόθος μ' εἰσέρχεται E.IA 1410; νιν εἰσῆλθεν τάδε ib.57: c. dat., εἰσῆλθε τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις S. OC372; [Κύπρις] εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων.. γένει Id.Fr.941.9; δέος εἰσέρχομαι τινὶ περί τινος Pl.R.330d; ὑποψία εἰσέρχομαι μοι Id.Ly.218c.
2 come into one's mind, Κροίσῳ ἐσελθεῖν τὸ τοῦ Σόλωνος Hdt.1.86, cf. Pl.Tht. 147c; ἐσελθεῖν τισὶ ἡδονήν, οἶκτον, Hdt.1.24,3.14.
b impers., c. inf., τὸν δὲ ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα it came into his head that.., Id.3.42; ἐσῆλθέ με κατοικτῖραι Id.7.46; εἰσῆλθε δή με..φοβηθῆναι Pl. Lg.835d; τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη τέρας Hdt.8.137; εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς.. A.Pr.1002.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἐσέρχομαι Il.17.157, Od.15.407, Emp.B 100.12, Pi.N.10.16, A.Pers.845, Hdt.1.24, IG 13.61.52 (V a.C.), Th.1.134, Orác. en ISestos 11.25 (II d.C.), D.C.41.39.1
• Morfología: [aor. ind. 1a sg. εἰσῆλθα SEG 34.1217.4 (Lidia II d.C.), 3a sg. εἰσήλυθε Theoc.25.182, 3a plu. εἰσήλθοσαν LXX Io.2.1, 1Ma.8.19, D.C.Epit.7.26.12, εἰσῆλθαν PGen.3.17 (II d.C.), dór. subj. 1a plu. εἰσένθωμες Theoc.15.68]
I sent. fís.
1 c. dif. constr. de direcc. entrar
a) c. suj. de pers. y ac. ἤδη καὶ Φρυγίην εἰσήλυθον Il.3.184, ἀλλ' εἰσέρχεο τεῖχος mas entra en la muralla, Il.22.56, βασιλεὺς αὐλὰν ἐσῆλθεν Pi.l.c., cf. Orph.A.393, ἐγὼ Σελλῶν ἐσελθὼν ἄλσος S.Tr.1167, δόμους E.Alc.563, κρύφιος ... χθόνα E.HF 598, μαντεῖον τόδε E.Io 69, ὅππως τ' εὔυδρον Νεμέης εἰσήλυθε χῶρον (θηρίον) Theoc.25.182, τὸ τρίπυλον SEG 42.1065.39 (Colofón II a.C.), πόλεις Aristid.Or.50.8, c. prep. εἰς, ἐπί y ac. o adv. de direcc. εἰς τὸ τεῖχος Ar.Au.1209, ἐς οἴκημα Th.1.134, cf. Ph.Fr.Gen.4.145, Plu.Cic.28, LXX Io.2.1, εἰς τὴν ... παλαίστραν Pl.Chrm.153a, εἰς τοὐπτάνιον Damox.2.45, εἰς τὴν πατρίδα Plb.4.54.3, εἰς τὴν πόλιν LXX 3Re.12.24k, cf. Eu.Marc.11.11, Act.Ap.10.24, 19.30, D.C.Epit.7.26.12, εἰς τὸ βουλευτήριον LXX 1Ma.8.19, τὰς ψυχὰς ... εἰς ἕτερα ζῷα λέγων εἰσέρχεσθαι Pythag. en D.S.10.6, ἐπὶ τὸ δεῖπνον X.An.7.3.21, οἴκαδε Pl.Hp.Ma.304d, X.HG 5.4.28, abs. ὥσπερ πτωχὸν ἐσερχόμενον como a un mendigo que entra en la casa, Thgn.278, τὸν μὲν ἐσελθόντ' ἔγνον ὀφθαλμοὶ πατρός Pi.P.4.120, εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα entró (en la competición) con muchos conductores de carros S.El.700, ἀλλ' οὐχὶ φωράσων ἔγωγ' εἰσέρχομαι Ar.Nu.499, πᾶσαι ἅμ' εἰσένθωμες entremos todas juntas (al palacio), Theoc.15.68, ὥστ' εἰσελθόντα τὸν αἴγινθον οὐκέτ' ἔχειν ἐκπτῆναι ref. una jaula, D.P.Au.3.14, Ar.Ra.520, Men.Sam.390, Aesop.147.3, Luc.Philops.31, PGen.l.c., en lugar sagrado SEG l.c., frec. c. pred. del suj. γάμβρος εἰσέρχεται ἶσος Ἄρευι Sapph.111.5, Μυσὸς εἰσῆλθεν ἐν ἑκατέρᾳ τῇ χειρὶ ἔχων πέλτην X.An.6.1.9, εἰσῆλθεν ἡ ἑταίρα φέρουσα τὸν γλυκύν Alex.60.1
•de actores, coros entrar en escena καθάπερ γὰρ εἰσῆλθον ἔγωγε ὥσπερ χοροὺς κρίνω Pl.R.580b
•en part. indicando orientación ἐμ μὲν δεξιοῖς εἰσερχομένων a mano derecha según se entra, TAM 2.604.3 (Tlos, imper.), εἰσερχομένων ἐκ τῆς ἱερᾶς ἀγορᾶς ἐν δεξιᾷ SEG 28.953.58 (Cízico I d.C.), cf. ISmyrna 221.1 (imper.)
•subst. τὸ εἰσερχόμενον = la entrada τὰ πρὸ τοῦ εἰσελθεῖν ἐσόρια las tumbas que están delante de la entrada, ISmyrna 221.3 (imper.);
b) c. suj. no de pers. οὐδεὶς ἄγγοσδ' ὄμβρος ἐσέρχεται nada de agua entra en el vaso en el experimento de la clepsidra, Emp.B 100.12, ἡ κραυγή μου ... εἰς τὰ ὦτα αὐτοῦ LXX Ps.17.7, τὸ εἰσερχόμενον εἰς τὸ στόμα Eu.Matt.15.11, ὕδωρ εἰς τὴν ζώρυγα (sic) PMeyer 20.18 (III d.C.), ἡ ψύξις εἰσερχομένη παρὰ τὰ ἐν βάθει μόρια Pall.in Hp.145, ὀπὰς ... δι' ὧν φῶς τε αὐτοῖσιν εἰσέρχεται Megasth.20(a).4, βόθρους δ' ἐπὴν ἐσέλθῃ αἷμα μέλαν Orác. en ISestos l.c.
•c. compl. sobreentendido por cont.: del alimento, el aire, etc. entrar en el cuerpo τῆς τροφῆς εἰσελθούσης γλυκείας Arist.Mete.355b7, ἄνευ ὀσμῆς τὸ πνεῦμα εἰσέρχεται Thphr.Sens.85, cf. Gal.4.711
•de dinero entrar en las arcas, ingresar τῶν προσόδων πολλὰς ἐκλιπούσας καὶ τὰς εἰσελθούσας ... καταδαπανηθείσας X.Vect.5.12, κεφάλαιον ... τοῦ ἐπὶ τῆς ἡμετέρας ἀρχῆς εἰσελθόντος (ἀργυρίου) IG 11(2).161A.122, cf. 162A.29 (ambas III a.C.).
2 entrar en casa de, entrar a visitar, presentarse ante c. παρά, πρός y ac. de pers. σὺν τούτοις οὖν ὁ Κῦρος εἰσελθὼν πρὸς τὸν Κυαξάρην X.Cyr.3.3.13, πρὸς τὴν ἀδελφήν Bell.Syr.Ann.4.20, διὰ τούτων ... πρὸς τοὺς στρατηγούς Plb.3.99.2, καὶ τὴν θύραν κόψας εἰσῆλθε πρὸς αὐτόν y tras golpear la puerta entró en su casa Plu.Alc.8, cf. I.AI 8.235, Apoc.3.20, καὶ σὺ εἰσέρχῃ πρὸς ἐμὲ ὡς πρὸς φιλόσοφον Arr.Epict.3.1.24, de la visita del médico εἰσελθὼν πρὸς ἄρρωστον Gal.18(2).36, μετὰ τῶν ἄλλων ἰατρῶν εἰσελθὼν παρά τινα τῶν καμνόντων Pl.Grg.456b, c. compl sobreentendido por cont. εἰσελήλυθεν δέ τις ἰατρός; ¿y ha venido a visitarte algún médico? Men.Asp.428, ὅτε ὁ ἐπιστράτηγος εἰσήρχετο con ocasión de la visita del estratego, SB 4425re.6.13 (II d.C.)
•presentarse para una competición τῶν εἰσελθόντων πρὸς αὐτὸν ἄριστ' ἐμάχετο D.18.319
•jur. presentarse a juicio, comparecer como acusado ante un tribunal, c. ac. εἰσῆλθον τὴν γραφήν comparecí en el proceso D.18.105, cf. 21.6, γραφεὶς τὸν ἀγῶνα τοῦτον εἰς ὑμᾶς εἰσῆλθον acusado me presenté a este juicio ante vosotros D.18.103, c. constr. prep. o adv. εἰς τὸ δικαστήριον Pl.Grg.522b, D.21.176, cf. Lys.13.38, ISinuri 11.8 (heleníst.), δεῦρο Pl.Ap.29c, abs. Ἀππιανὸς εἰσελθὼν εἶπεν A.Al.11.4.3
•tb. como acusador εἰσελθεῖν εἰς ὑμᾶς acudir al tribunal D.59.1, εἰς ταύτην τὴν βουλήν presentarse (como denunciante) ante este Consejo Lys.13.21, εἰς τὸ συνέδριον SEG 22.266.9 (Argos II/I a.C.), τοὺς ὑπὲρ τῶν κοινῶν εἰσεληλυθότας δικαστάς D.18.278, cf. Lys.13.12.
3 subir, llegar hasta un punto, ref. la crecida del Nilo ὁ ... [Νε] ῖλος εἰσῆλθεν εἰς τὸ[ν] πυλῶνα τῆς πόλεως IPh.2.187 (V d.C.), cf. IPDésert 115 (II d.C.).
II sent. no fís.
1 introducirse en medio de c. ac. δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ' ἑκατόμβας Il.2.321.
2 c. suj. de pers. entrar a pertenecer o formar parte de εἰσῆλθεν εἰς τοὺς ἐφήβους X.Cyr.1.5.1, εἰς τὸ βουλευτήριον Lys.31.1, εἰς [φυλ] ὴν ... ἣν ἂν βούληται IIl.25.31 (III a.C.), εἰς σύγκλητον Didyma 296.9 (I a./d.C.), εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου Eu.Matt.25.21
•acceder al trono, a un cargo, etc., entrar en funciones, empezar a desempeñar abs. ἐπειδὰν ἐσέλθɛ̄ι ἑ πρυτανεία ἑ δευτέρα IG l.c., frec. en part. perf. πέντε ἑμέρας ἐσελɛ̄λυθύας τε͂ς πρυτανείας haciendo cinco días que la pritanía había entrado en funciones, IG 13.369.10, cf. 364.11, 365.26 (todas V a.C.), ἐπειδὴ δὲ οὑτοσὶ ὁ βασιλεὺς εἰσῆλθεν Antipho 6.44, c. εἰς y ac. εἰσελθὼν γὰρ εἰς τὴν ἀρχὴν τῇ νουμενίᾳ ISestos 1.61 (II a.C.), καὶ πρὶν ἐς τὴν ὑπατείαν ... ἐσελθεῖν D.C.41.39.1.
3 c. suj. de pers. entrar en, fig. ponerse a c. εἰς y ac. εἰσῆλθον εἰς τὸ προκείμενον ὄργανον εἰς τὰς ι̅δ̅ μοίρας me he puesto a (trabajar en) la tabla de cálculo (estudiando) las catorce partes Vett.Val.19.17, ταύτας (ὥρας) ἔχων εἰσῆλθον κατὰ τὸ ἔγκλιμα καὶ εὗρον ... Vett.Val.303.25, cf. 348.10
•c. n. abstr. caer en fig. ἵνα μὴ εἰσέλθητε εἰς πειρασμόν para que no caigáis en tentación, Eu.Matt.26.41.
4 c. suj. de abstr. invadir, alcanzar, entrarle a uno c. ac. de pers. μένος ... οἷόν τ' ἄνδρας ἐσέρχεται furor como el que invade a los hombres, Il.17.157, πείνη δ' οὔ ποτε δῆμον ἐσέρχεται el hambre nunca llega al pueblo, Od.l.c., ὥς με πόλλ' ἐσέρχεται κακῶν ἄλγη A.Pers.845, τὸν Κροῖσον γέλως Hdt.6.125, λέκτρων σῶν πόθος μ' E.IA 1410, tb. c. dat. de pers. τοῖσι ἐσελθεῖν ἡδονή Hdt.1.24, αὐτῷ τε Καμβύσῃ ἐσελθεῖν οἶκτόν τινα que al propio Cambises le invadió un sentimiento de piedad Hdt.3.14, τοῖν τρὶς ἀθλίοιν ἔρις κακή S.OC 372, μοι ... τις ὑποψία Pl.Ly.218c, cf. R.330d, tb. c. dat. de anim. εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων πλωτῷ γένει del amor, S.Fr.941.9.
5 c. ac. o dat. de pers. y or. complet. como suj. ocurrírsele a uno, venir a las mientes, pensar c. inf. suj. τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα Hdt.3.42, cf. 7.46, εἰσῆλθεν δή με ... φοβηθῆναι Pl.Lg.835d
•c. ὡς: εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς ἐγὼ ... jamás se te ocurra que yo ... A.Pr.1002, τὸν δὲ ἀκούσαντα ἐσῆλθε αὐτίκα ὡς εἴη τέρας Hdt.8.137
•c. otros regímenes o abs. καί νιν εἰσῆλθεν τάδε· ὅρκους συνάψαι E.IA 57, τῷ δὲ Κροίσῳ ... ἐσελθεῖν ... τὸ τοῦ Σόλωνος ... τὸ μηδένα εἶναι τῶν ζωόντων ὄλβιον y a Creso le vino a las mientes lo de Solón, aquello de que nadie de entre los vivos es feliz Hdt.1.86, αὐτοὺς καὶ τὸ τοῦ Σόλωνος εἰσέρχεται σκοπεῖσθαι κελεύοντος ... Gal.1.16, κἀκεῖνο εἰσέρχεταί σε, ὡς ... Luc.Merc.Cond.16, ἐρωτᾶν οἷον καὶ ... ἡμῖν ἔναγχος εἰσῆλθε διαλεγομένοις preguntar algo como lo que hace poco se nos ocurrió en una conversación Pl.Tht.147c.
III tr., jur. presentar ante la justicia una demanda judicial εἰς ὑμᾶς εἰσελθεῖν τὰς πρὸς τουτουσὶ δίκας D.28.17, τὸν κατ' αὐτοῦ λόγον Isoc.11.argumen.14, ποῖ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; D.35.49.
German (Pape)
[Seite 742] (ἔρχομαι; εἰσέλθατε Matth. 7, 13; εἰσένθωμες Theocr. 15, 68), 1) hineingehen, hineinkommen; Hom. mit dem bloßen acc., Φρυγίην, τεῖχος, Il. 3, 184. 22, 56; αὐλήν, δώματα, Pind. N. 10, 16 P. 10, 32; πόλιν, Soph. O. C. 917; ἄλσος, Trach. 1157; δόμους, Eur. Alc. 563; εἰς οἴκημα, Thuc. 1, 134; Plat. Prot. 321 e; com.; οἴκαδε εἰς ἐμαυτοῦ Hipp. mai. 304 d, vgl. Xen, Hell. 5, 4, 28; παρά τινα, Gorg. 456 b; πρός τινα, Xen. Hem. 3, 10, 1 u. Sp. Oft absolut, bes. = auftreten, vom Chor, Plat. Rep. IX, 580 b; vom Tänzer, Xen. An. 5, 7, 9. – Ἐς τὰς σπονδάς, ein Bündniß eingehen, Xen. Hell. 5, 1, 33; Thuc. 5, 36; – ἐς τοὺς ἐφήβους, in das Alter der Epheben treten, Xen. Cyr. 1, 5, 1. – Auch von Geld u. Waaren: einkommen, eingehen, Xen. πρόσοδοι, νόμισμα, Vectig. 5, 12 Lac. 7, 5. – 2) in attischer Gerichtssprache, vor Gericht gehen, εἰς δικαστήριον, Plat. Gorg. 522 d, wie Dem. 59, 90; ohne den Zusatz, sich vor Gericht stellen, Plat. Apol. 29 c Crit. 45 e; εἰς ὑμᾶς, Richter, Dem. 59, 1; bei Lys. 3, 7 vom Senat; auch εἰσῆλθον τὴν γραφήν, Dem. 18, 105. 21, 6 u. andere Redner, die Klage vorbringen, vgl. εἴσειμι. Aber auch ὁ ἀγὼν εἰσέρχεται εἰς ὑμᾶς, Dem. 59, 16. 91. – 3) wie εἴσειμι, ein Amt antreten, Antiph. 6, 44; ἐς τὴν ὑπατείαν, D. Cass. oft. – 4) übertr., μένος ἄνδρας ἐςέρχεται, Muth kommt in die Männer, Il. 17, 157; πείνη δῆμον, Hungersnoth kommt über das Volk, Od. 15, 407; ὥς με πόλλ' ἐςέρχεται ἄλγη Aesch. Pers. 831; εἰσελθέτω σε μήποθ' ὡς ἐγὼ – ἔσομαι, es falle dir nie ein, komme dir nie in den Sinn, Prom. 1004: von Leidenschaften, ἔρως – ἰχθύων γένει Soph. frg. 678; πόθος μ' εἰσέρχεται, Sehnsucht ergreift mich, Eur. I. A. 1411; μ' ἔλεος εἰσῆλθε I. A. 491; ἰδόντα γέλως εἰσῆλθε Her. 6, 125; τὸν δὲ ἀκούσαντα εἰσῆλθε αὐτίκα, ὡς εἴη τέρας, es fiel ihm ein, 8, 137, wie τὸν δὲ εἰσῆλθε θεῶν εἶναι τὸ πρῆγμα 3, 42; ἐπιθυμία τοὺς πολλούς, Begierde wandelte sie an, Plat. Legg. VIII, 838 b; seltner c. dat., ὑποψία μοι Lys. 218 c; αὐτοῖς διαλεγομένοις, im Gespräch fiel es ihnen ein, Theaet. 147 c; αὐτῷ δέος καὶ φροντίς Rep. I, 330 d; vgl. Her. 1, 24. 3, 14; Soph. O. C. 372; Plut. Timol. 26. Vgl. ἐπέρχομαι u. εἴσειμι.
French (Bailly abrégé)
f. εἰσελεύσομαι, ao. εἰσῆλθον, etc.
I. entrer dans, entrer, acc. ou εἰς ou πρός et l'acc. ; fig. ἐς σπονδὰς ἐσελθεῖν THC entrer dans un traité, adhérer à un traité;
II. paraître en public :
1 comparaître devant un tribunal ; εἰσ. τὴν γραφήν comparaître pour soutenir un procès ; en parl. des juges entrer en séance;
2 paraître sur la scène ; entrer en lice;
III. fig. en parl. d'une pensée, d'un sentiment entrer dans l'esprit ou dans le cœur : τινα, τινι de qqn ; τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς HDT il lui vint à l'esprit que ; avec un inf. : ἐσῆλθε γάρ με λογισάμενον κατοικτεῖραι ὡς HDT car, en réfléchissant, je me mis à déplorer que ; τὸν δὲ ὡς ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρᾶγμα HDT mais comme la pensée lui vint que l'événement avait une cause divine.
Étymologie: εἰς, ἔρχομαι.
Russian (Dvoretsky)
εἰσέρχομαι: ион. и староатт. ἐσέρχομαι (fut. εἰσελεύσομαι, aor. εἰσῆλθον и εἰσήλῠθον)
1 входить, приходить, прибывать (πόλιν Hom.; Φρυγίην Hom.; ἐς Πλάταιαν Thuc.; δόμους Eur.; ἐς οἴκημα Thuc.; οἴκαδε Xen., Aeschin.; πρός τινα Xen. и παρά τινα Plat.);
2 поступать, проникать (ἡ νόσος ἐς Πελοπόννησον οὐ ἐσῆλθεν Thuc.): ἐς σπονδὰς ἐσελθεῖν Thuc. примкнуть к союзному договору; εἰσέρχομαι εἰς τοὺς ἐφήβους Xen. вступать в число эфебов; τὰ εἰσερχόμενα καὶ τὰ ἐξερχόμενα Arst. поступления (доходы) и расходы;
3 юр. являться, представать (εἰς τὸ δικαστήριον Plat., Dem. и εἰς τοὺς δικαστάς Dem.): οἱ ὑπὲρ τῶν κοινῶν εἰσεληλυθότες δικασταί Dem. судьи, собравшиеся для разбора дел общественной важности; εἰσελθεῖν τὴν γραφήν или οἰκην Dem. начать тяжбу;
4 появляться на сцене, выступать Xen., Plat.;
5 (о душевных явлениях) возникать: Κροῖσον γέλως εἰσῆλθε Her. Крез разразился смехом; Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Her. Крезу вспомнилось изречение Солона; εἰσελθέτω σε μήποθ᾽ ὡς θηλύνους γενήσομαι Aesch. не надейся, что я оробею, как женщина; εἰσῆλθε με φοβηθῆναι ξυννοήσαντα, τί … Plat. мною овладел страх при мысли о том, что именно ….
Greek (Liddell-Scott)
εἰσέρχομαι: μέλλ. εἰσελεύσομαι· ἀόρ. -ήλῠθον, -ῆλθον· ἀλλὰ τὸν Ἀττ. μέλλ. ἀναπληροῖ τὸ εἴσειμι, τὸν δὲ παρατ. τὸ εἰσῄειν: Ἀποθ., εἰσέρχομαι, ἐμβαίνω, παρ’ Ὁμ. καὶ τοῖς λοιποῖς ποιηταῖς τὸ πλεῖστον μετ’ αἰτιατ., Φρυγίην εἰσήλυθον Ἰλ. Γ. 184· ἀλλ’ εἰσέρχειο τεῖχος Χ. 56· ὡς οὐν δεινὰ πέλωρα θεῶν εἰσῆλθ’ ἑκατόμβας, ὡς οὖν φοβερὰ σημεῖα ἐπῆλθον εἰς τὰς τῶν θεῶν θυσίας, Β. 321: - ἀλλὰ παρὰ πεζοῖς κατὰ τὸ πλεῖστον, εἰσ. εἰς οἴκημα ἢ οἴκαδε Ξεν. Ἑλλ. 5. 4, 28· ἐσ. ἐς τὰς σπονδὰς Θουκ. 5. 36· εἰς τὸν πόλεμον Ξεν. Ἀν. 7. 1. 27· εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους, εἰς τὴν τάξιν ἢ ἡλικίαν τῶν ἐφήβων, ὁ αὐτ. Κύρ. 1. 5, 1· ὡσαύτως, εἰσ. πρός τινα 3. 3, 13· εἰσ. ἐπὶ δεῖπνον ὁ αὐτ. Ἀν. 7. 3, 21· ἀπολ., ἐπὶ χρημάτων, κτλ., ἔρχομαι, πρόσοδοι εἰσῆλθον ὁ αὐτ. Πόροι 5, 12. ΙΙ. ἐπὶ τοῦ χοροῦ ἢ τῶν ὑποκριτῶν, ἔρχομαι ἐπὶ τῆς σκηνῆς, παρουσιάζομαι, Πλάτ. Πολ. 580Β, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 9, κτλ.: - εἰσέρχομαι ὡς ἀγωνιστής, εἰσῆλθε πολλῶν ἁρματηλατῶν μέτα Σοφ. Ἠλ. 700, πρβλ. Δημ. 331. 5, καὶ ἴδε ἐν λ. εἴσοδος ΙΙ. ΙΙΙ. ὡς Ἀττ. δικανικὸς ὅρος ἐπὶ τοῦ κατηγόρου, παρουσιάζομαι εἰς τὸ δικαστήριον Πλάτ. Γοργ. 522Β, Δημ. 571. 25· εἰς τοὺς δικαστὰς ὁ αὐτ. 1345. 2· ἐπὶ τῶν δικαστῶν, ὁ αὐτ. 318. 21. 2) ἐπὶ τῶν διαδίκων, μετ’ αἰτιατ., εἰσ. τὴν γραφὴν ὁ αὐτ. 261. 8· εἰσ. τὸν ἀγῶνα ὁ αὐτ. 260. 20· εἰσ. δίκην ὁ αὐτ. 841. 9· οὕτω καί, εἰσ. τὴν καταχειροτονίαν ὁ αὐτ. 516. 8. 3) ἐπὶ τοῦ κατηγορουμένου, ἐμφανίζομαι εἰς τὸ δικαστήριον, Πλάτ. Ἀπολ. 29C, Δημ. 260. 19· οὕτω πιθανῶς διορθωτέον ἐν Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 8, εἰσελθόντες δ’ εἰς ὑμᾶς. 4) ἐπὶ τῆς δίκης, εἰσάγομαι, ποῦ οὖν δεῖ ταύτην εἰσελθεῖν τὴν δίκην; Δημ. 940. 21. IV. εἰσέρχομαι εἰς ἀρχήν τινα, Ἀντιφῶν 146. 25· εἰσ. εἰς τὴν ὑπατείαν Δίων Κ. 41. 39. V. μεταφ., μένος ἄνδρας εἰσέρχεται, θάρρος ἐπέρχεται εἰς τοὺς ἄνδρας, Ἰλ. Ρ. 157· πείνῃ δ’ οὔποτε δῆμον ἐσέρχεται, πεῖνα δὲ οὐδέποτε ἐπέρχεται εἰς τὸν τόπον, Ὀδ. Ο. 407· οὕτως, ἰδόντα δὲ τὸν Κροῖσον γέλως εἰσῆλθε, κατέλαβε γέλως, Ἡρόδ. 6. 125· ὥς με πόλλ’ εἰσέρχεται... ἄλγη Αἰσχύλ. Πέρσ. 845· πόθος μ’ εἰσέρχεται Εὐρ. Ι. Α. 1411· εἰσήλθέ νιν τάδε αὐτόθι 57: - ὡσαύτως μετὰ δοτ., εἰσῆλθε τοῖν τρισαθλίοιν ἔρις Σοφ. Ο. Κ. 372· ἔρως εἰσέρχεται μὲν ἰχθύων... γένει ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 678. 9· δέος εἰσ. τινι περί τινος Πλάτ. Πολ. 330D· ὑποψία εἰσ. τινι ὁ αὐτ. Λύσ. 218C: - ὡσαύτως, ἔρχομαι εἰς τὸν νοῦν τινος, Κροίσῳ ἐσῆλθε τὸ τοῦ Σόλωνος Ἡρόδ. 1. 86, πρβλ. 1. 24., 3. 14, Πλάτ. Θεαίτ. 147C. 2) ἀπροσ. μετ’ ἀπαρεμ., τὸν δὲ ἐσῆλθε θεῖον εἶναι τὸ πρῆγμα, ἐπῆλθεν εἰς αὐτὸν ὅτι..., Ἡρόδ. 3. 42· ἐσῆλθέ με κατοικτεῖραι ὁ αὐτ. 7. 46· εἰσῆλθε δή με... φοβηθῆναι Πλάτ. Νόμ. 835D· ὡσαύτως, τὸν δὲ ἐσῆλθε ὡς εἴη τέρας Ἡρόδ. 8. 137· εἰσελθέτω σε μήποθ’, ὡς... Αἰσχύλ. Πρ. 1002: - Πρβλ. εἴσειμι IV, ἐπέρχομαι Ι. 2.
English (Abbott-Smith)
εἰσ-έρχομαι, [in LXX chiefly for בּוֹא;]
to go in or into, enter: Mt 9:25, Lk 7:45, al.; seq. εἰς, Mt 10:12, Mk 2:1, al.; seq. διά (πύλης, θύρας, etc.), Mt 7:13, Jo 10:1, al.; ὑπὸ τ. στέγην, Mt 8:8; c. adv.: ὅπου, Mk 14:14, He 6:20; ὧδε, Mt 22:12; ἔσω, Mt 26:58; seq. πρός, c acc. pers., Mk 15:43, Lk 1:28, Ac 10:3 11:3 16:40 17:2 28:8, Re 3:20; of demons taking possession, Mk 9:25, Lk 8:3022:3, Jo 13:27; of food, Mt 15:11, Ac 11:8. Metaph., of thoughts, Lk 9:46; εἰς κόπον, Jo 4:38; εἰς πειρασμόν, Mt 26:41, Lk 22:40, 46; of hope as an anchor, He 6:19; βοαί, Ja 5:4; πνεῦμα ζωῆς, Re 11:11; εἰς τ. κόσμον (cf. Wi 2:24 14:14, Jo 18:37), Ro 5:12, He 10:5; in counterparts of Jewish Aram. phrases relating to the theocracy (cf. Dalman, Words, 116ff.): εἰς τ. γάμους, Mt 25:10; εἰς τ. χάραν τ. κυρίου, Mt 25:21, 23; εἰς τ. ζωήν, Mt 18:8, 9 19:17, Mk 9:43, 45; εἰς τ. βασιλ. τ. οὐρανῶν, Mt 5:20 7:21, al. (v.s. βασιλεία); εἰς τ. κατάπαυσιν, He 3:11, 18 4:1ff.; εἰς τ. δόξαν, Lk 24:26; εἰσ. καὶ ἐξερχ., to go in and out (like Heb. בֹוא וְצֵאת, De 28:6, etc.), of familiar intercourse, Ac 1:21; fig., of moral freedom, Jo 10:9 (cf. ἐπ-, παρ-, συν-εισέρχομαι).
English (Strong)
from εἰς and ἔρχομαι; to enter (literally or figuratively): X arise, come (in, into), enter in(-to), go in (through).
English (Thayer)
future εἰσελεύσομαι; 2nd aorist εἰσῆλθον, 2nd person plural εἰσήλθατε ( εἰσήλθετε), imperative εἰσέλθατε (R G εἰσέλθετε (3rd person singular ἐισεθάτω R G εἰσελθέτω)); see ἀπέρχομαι, at the beginning; perfect εἰσελήλυθα, 3rd person plural ἐισεληλυθαν (R G εἰσεληλύθασιν, see γίνομαι, at the beginning); the Sept. mostly for בּוא; to go or come into or in; to enter;
1. properly, of men and of animals: followed by εἰς with specification of the place (cf. Winer's De verb. comp. etc. Part ii., p. 12 f), as into a house, into a city, Tdf.); εἰς is also added to signify among: ἐισέρχεσθαι διά τίνος, to enter (a place) through something: διά τῆς πύλης, to enter the kingdom of God (compared to a palace) through the gate, διά τῆς θύρας εἰς τήν αὐλήν, G T Tr text WH text; (Rst L marginal reading Tr marginal reading); R G T Tr text WH; ἐισέρχεσθαι ὑπό τήν στέγην, by entering to come under the roof, i. e. enter my house, ὅπου, ὧδε, ἔσω εἰς with the accusative of person, into one's house, εἰς, A. I:1a. ἐισέρχεσθαι πρός τινα, to one, i. e. into his house, visit, G L T Tr WH; ἐισέρχεσθαι καί ἐξέρχεσθαι, to go in and out, (the Hebrew וְצֵאת בּוא or reversed וּבוא צֵאת, usually denotes one's whole mode of living and acting, ἐν παντί χρόνῳ ᾧ εἰσῆλθε καί ἐξῆλθεν ἐφ' ἡμᾶς ὁ κύριος, equivalent to εἰσῆλθε ἐφ' ἡμᾶς καί. ἐξηλθεαφ' ἡμ. Euripides, Phoen. 536 ἐς οἴκους εἰσῆλθε καί ἐξηλθ' (Winer's Grammar, 624 f (580); but cf. Buttmann, 390 (334))); figuratively, of moral pursuits unimpeded by difficulties, ἐισέρχεσθαι εἰς is joined with nouns designating not a place, but what occurs in a place: εἰς τούς γάμους, εἰς τήν χαράν τοῦ κυρίου, 21,23.
c. εἰσελθεῖν εἰς τινα is used of demons or of Satan taking possession of the body of a person: ἄγκυρα ἐισερχομενη εἰς τό ἐσώτερον τοῦ καταπετάσματος, i. e. we firmly rely on the hope that we shall be received into heaven, ἐισέρχεσθαι εἰς τά ὦτα τίνος, i. e. to be heard, πνεῦμα ζωῆς εἰσῆλθεν ἐν αὐτοῖς (Tr omits; WH brackets ἐν; ἐπ' αὐτούς (Buttmann, 338 (291))), a pregnant construction, the breath of life entered into and remained in them, Winer's Grammar, § 50,4; Buttmann, 329 (283)).
2. Metaphorically used,
a. of entrance into any condition, state of things, society, employment: εἰς τήν ζωήν, εἰς τήν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν or τοῦ Θεοῦ (see βασιλεία, 3, p. 97{b}): τούς εἰσερχομένους, that are trying to enter, or rather, that have taken the road to enter, are (engaged in) entering, come into (i. e. become members of) the Christian church, οἱ ἔσω and οἱ ἔξω are distinguished); εἰς τήν κατάπαυσιν, εἰς τήν δόξαν, εἰς πειρασμόν, to come (i. e., fall) into temptation, T WH ἔλθητε); εἰς τόν κόπον τίνος (see εἰς, B. I:3), ἐισερχέσθεσθαι εἰς τόν κόσμον, to enter the world (cf. Winer's Grammar, 18), is α. equivalent to to arise, come into existence, begin to be (i. e., among men): used thus of sin and death, Clement of Rome, 1 Corinthians 3,4 [ET]; of idols, β. of men, to come into life: whether by birth, Antoninus 6,56; or by divine creation, Philo, opif. mund. § 25. γ. to come before the public: ); to come to men, of Christ, εἰσερχόμενος εἰς τόν κόσμον, when he cometh into the world, i. e. when he was on the point of entering it, viz. at his incarnation, coming into the mind: εἰσῆλθε διαλογισμός ἐν αὐτοῖς, a pregnant construction, there came in and established itself within (others take ἐν outwardly: among (cf. διαλογέομαι at the end)) them, Winer's Grammar, 413 (385)). The Greeks from Homer down use ἐισέρχεσθαι τινα of thoughts and feelings, as φόβος, μένος, πόθος, etc. (cf. Winer's Grammar, 427 (398). Compare: ἐπέρχομαι, παρέρχομαι, συνέρχομαι, εἰσέρχομαι.
Greek Monolingual
(AM εἰσέρχομαι)
1. έρχομαι, μπαίνω μέσα σε κάποιον χώρο («εισέρχομαι στον ναό ή στην πόλη»)
2. γίνομαι δεκτός, εντάσσομαι, αναγνωρίζομαι («εισέρχομαι στην ανδρική ηλικία», «εισήλθε στο πανεπιστήμιο»)
μσν.- νεοελλ.
(για χρόνο) μπαίνω
νεοελλ.
(το ουδ. της μτχ. ενεστ. στον πληθ.) τα εισερχόμενα
έγγραφα που φθάνουν σε μια υπηρεσία και καταγράφονται στο πρωτόκολλο
μσν.
1. (για διαθήκη) συμπεριλαμβάνομαι
2. αρχίζω
3. επιτίθεμαι
4. πηγαίνω
5. προσφεύγω, καταφεύγω
6. επέρχομαι
αρχ.-μσν.
(για συναισθήματα, ψυχικές καταστάσεις κ.λπ.)
μπαίνω στην ψυχή κάποιου, καταλαμβάνω κάποιον
αρχ.
1. (για ομαδικές ενέργειες) παίρνω μέρος
2. αναλαμβάνω αξίωμα ή αρχή
3. (για χρήματα) έρχομαι («καὶ τὰς εἰσελθούσας εἰς παντοδαπὰ πολλὰ καταδαπανηθείσας»)
4. (για χορό ή υποκριτές) εμφανίζομαι στη σκηνή
5. (για αθλητές) εμφανίζομαι στον στίβο
6. (ως δικανικός όρος)
α) (για κατήγορο) παρουσιάζομαι στο δικαστήριο
β) (για διαδίκους με αιτ.) κάνω μήνυση
γ) (για κατηγορούμενο) εμφανίζομαι στο δικαστήριο
δ) καταλαμβάνω τη θέση μου ως δικαστής
7. συμβουλεύομαι πίνακα
8. (για ψυχικά πάθη) καταλαμβάνω («ἰδόντα δὲ τὸν Κροῖσον γέλως εἰσῆλθεν»)
9. (για σκέψη) περνώ από το μυαλό.
Greek Monotonic
εἰσέρχομαι: μέλ. -ελεύσομαι, αόρ. βʹ -ήλῠθον, -ῆλθον· τον Αττ. μέλ. συμπληρώνει το εἴσειμι, και τον παρατ. το εἰσῄειν·
I. Αποθ., μπαίνω σε ή μέσα, εισέρχομαι, με αιτ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· στον πεζό λόγο, εἰσ. εἰς..., σε Ξεν. κ.λπ.· εἰσ. εἰς τὰς σπονδάς, μπαίνω σε συνθήκη, συμμαχία, σε Θουκ.· εἰσ. εἰς τοὺς ἐφήβους, μπαίνω στην ηλικιακή τάξη των Εφήβων, σε Ξεν.· λέγεται για χρήματα, εισρέω, εισέρχομαι, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για το Χορό ή τους Υποκριτές του θεάτρου, ανεβαίνω πάνω στη σκηνή, παρουσιάζομαι, εμφανίζομαι, σε Πλάτ., Ξεν.· μπαίνω, εντάσσομαι στους καταλόγους, σε Σοφ.
2. ως Αττ. δικανικός όρος, λέγεται για τον ενάγοντα, παρουσιάζομαι στο δικαστήριο, σε Πλάτ., Δημ.
III. μεταφ., (μένος) ἄνδρας ἐσέρχεται, θάρρος μπαίνει μέσα στους άνδρες, εμβάλλεται σε αυτούς, σε Ομήρ. Ιλ.· Κροῖσον γέλως εἰσῆλθε· επίσης με δοτ., δέος εἰσ. τινι, σε Πλάτ.· επίσης, μπαίνω στο μυαλό κάποιου, σε Ηρόδ.· ομοίως απρόσ., εἰσῆλθε αὐτόν, με απαρ., έρχεται στο μυαλό κάποιου ότι..., στον ίδ.
Middle Liddell
fut. -ελεύσομαι aor2 -ήλῠθον, -ῆλθον but Attic fut. is supplied by εἴσειμι and imperf. by εἰσῄειν
I. Dep.:— to go in or into, enter, c. acc., Il., etc.; in Prose, εἰς. εἰς…, Xen., etc.; εἰς. εἰς τὰς σπονδάς to come into the treaty, Thuc.; εἰς. εἰς τοὺς ἐφήβους to enter the Ephebi, Xen.: of money, to come in, Xen.
II. of the chorus or of actors, to come upon the stage, to enter, Plat., Xen.:— to enter the lists, Soph.
2. as Attic law-term, of the accuser, to come into court, Plat., Dem.
III. metaph., μένος ἄνδρας ἐσέρχεται courage enters into the men, Il.; Κροῖσον γέλως εἰσῆλθεalso c. dat., δέος εἰς. τινι Plat.:—also to come into one's mind, Hdt.; so, impers., εἰσῆλθε αὐτόν, c. inf., it comes into one's head that…, Hdt.
Chinese
原文音譯:e„sšrcomai 誒士-誒而何買
詞類次數:動詞(198)
原文字根:進入-來
字義溯源:進來,進入,進到,從事,進去,進,到,享,附;由(εἰς)*=到,進入)與(ἔρχομαι)*=來)組成。這字也有隱喻的用法,如進入天國( 太5:20)進入神的國( 太19:24)進入永生( 太18:6)進入安息( 來3:11)
同源字:1) (εἰσέρχομαι)進來 2) (ἔρχομαι)來參讀 (εἴσειμι)同義字
出現次數:總共(190);太(35);可(30);路(50);約(15);徒(32);羅(2);林前(2);來(17);雅(2);啓(5)
譯字彙編:
1) 進(80) 太7:13; 太8:5; 太10:5; 太10:12; 太12:29; 太18:3; 太18:8; 太18:9; 太19:17; 太19:23; 太21:12; 太24:38; 可1:21; 可1:45; 可3:27; 可7:24; 可9:25; 可9:28; 可9:43; 可9:45; 可9:47; 可10:15; 可10:23; 可10:24; 可10:25; 路1:40; 路4:16; 路4:38; 路6:6; 路8:30; 路8:32; 路8:33; 路9:4; 路9:34; 路10:5; 路10:8; 路10:10; 路10:38; 路17:12; 路17:27; 路18:17; 路18:25; 路21:21; 路22:3; 路22:10; 路22:40; 路22:46; 路24:26; 約3:4; 約3:5; 約10:1; 約13:27; 約18:1; 約18:28; 約18:33; 約19:9; 約20:6; 徒3:8; 徒9:6; 徒9:17; 徒11:8; 徒14:1; 徒14:22; 徒17:2; 徒18:19; 徒23:16; 徒25:23; 羅5:12; 來3:18; 來4:1; 來4:10; 來4:11; 來6:19; 來9:12; 來9:24; 來9:25; 雅2:2; 啓11:11; 啓15:8; 啓21:27;
2) 進去(21) 太12:45; 太23:13; 太23:13; 太25:10; 可5:39; 可13:15; 可15:43; 路1:28; 路8:51; 路11:26; 路11:52; 路13:24; 路13:24; 路15:28; 約20:5; 約20:8; 徒10:3; 徒10:25; 徒19:30; 徒28:8; 來4:6;
3) 進來(8) 太22:11; 可6:22; 路14:23; 徒5:7; 徒5:10; 徒9:12; 林前14:23; 林前14:24;
4) 他⋯進(7) 太12:4; 可2:1; 可2:26; 可3:1; 可7:17; 路6:4; 路19:45;
5) 他進(4) 可11:11; 可11:15; 路7:36; 徒19:8;
6) 入(3) 太26:41; 約10:9; 徒1:21;
7) 他⋯進去(3) 路11:37; 路24:29; 徒10:27;
8) 他們⋯能進(2) 來4:3; 來4:5;
9) 要進(2) 太6:6; 來4:6;
10) 過(2) 太19:24; 路18:25;
11) 進入(2) 來3:19; 來6:20;
12) 來(2) 太2:21; 徒23:33;
13) 我們進(2) 可5:12; 徒28:16;
14) 進到(2) 太26:58; 徒5:21;
15) 去(2) 路8:41; 徒16:40;
16) 你可以進(2) 太25:21; 太25:23;
17) 他們進(2) 徒1:13; 徒10:24;
18) 你們⋯進(1) 太10:11;
19) 你⋯來(1) 太8:8;
20) 你們⋯能進(1) 太5:20;
21) 我就進(1) 啓3:20;
22) 得以進(1) 來4:3;
23) 他來(1) 來10:5;
24) 已經進(1) 雅5:4;
25) 他們可以進(1) 啓22:14;
26) 她⋯進去(1) 可6:25;
27) 他們⋯可進(1) 來3:11;
28) 我們⋯進(1) 徒11:12;
29) 必有⋯進入(1) 徒20:29;
30) 他⋯走(1) 徒14:20;
31) 你⋯進(1) 徒11:3;
32) 他⋯到(1) 路19:7;
33) 你到⋯來(1) 太22:12;
34) 進⋯去(1) 可5:13;
35) 你⋯進去(1) 可8:26;
36) 他們⋯到(1) 路9:52;
37) 進⋯的(1) 太15:11;
38) 享(1) 約4:38;
39) 他進到(1) 可14:14;
40) 她們進(1) 可16:5;
41) 得進(1) 路1:9;
42) 就進(1) 路7:1;
43) 你們進(1) 可6:10;
44) 正要進去的人(1) 太23:13;
45) 你們要進(1) 太7:13;
46) 都進(1) 太7:21;
47) 他就進去(1) 太9:25;
48) 既進(1) 太21:10;
49) 你到(1) 路7:6;
50) 我進(1) 路7:44;
51) 進去的(1) 約10:2;
52) 進來的(1) 約10:9;
53) 請進(1) 徒16:15;
54) 進了(1) 徒21:8;
55) 她們進去了(1) 路24:3;
56) 他進了(1) 路19:1;
57) 我進來(1) 路7:45;
58) 起了(1) 路9:46;
59) 正要進去的(1) 路11:52;
60) 回來(1) 路17:7;
61) 達到(1) 羅11:25
Lexicon Thucydideum
ingredi, to enter upon, 1.106.2, [vulgo et in seqq. commonly and in the following εἰς.]. 1.134.1, 2.2.1, 2.2.3. 2.3.1, 2.4.3. 2.5.1, 2.13.2. 2.19.1. 2.54.5, 2.72.2,
item likewise 2.73.1. 3.25.1, 3.28.2. 3.66.2. 3.70.6, 3.102.4. 3.102.5, 4.48.1. 4.70.2. 4.92.4. 4.98.1. 4.110.2. 4.111.2. 4.113.1. 4.118.11, (in concionem, before the assembly). 4.131.3. 5.8.1. 5.60.6. 6.2.1, 6.51.1. 6.51.17.1.1, 7.29.5, 8.70.1, [nonnulli codd. several manuscripts ἐπελθ.]
visere, to visit, inspect, 2.51.5,
subire, in mentem venire, to occur to, come to mind, 4.30.1, 6.30.2,
adscribi (foederi), to be added (to a treaty), 5.30.3, 5.35.3, 5.36.1,
similiter similarly 5.40.2
et and 5.46.2. 5.46.4. 5.48.2.
Translations
enter
Afrikaans: ingaan; Akkadian: 𒆭; Albanian: hyn; Arabic: دَخَلَ; Egyptian Arabic: دخل; Moroccan Arabic: دخل; Armenian: մտնել; Aromanian: ãntru; Assamese: সোমা; Asturian: entrar; Azerbaijani: girmək, daxil olmaq; Bashkir: инеү, кереү; Basque: sartu; Belarusian: уваходзіць, ўваходзіць, увайсці́, ўвайсці́, уязджаць, уехаць; Bengali: ঢোকা, সামানো, প্রবেশ করা; Bulgarian: влизам, вляза; Burmese: ဝင်; Buryat: орохо; Catalan: entrar; Cebuano: sulod; Central Tarahumara: bakí; Chinese Cantonese: 入嚟; Mandarin: 進入, 进入, 進, 进; Chukchi: рэк; Corsican: entra; Czech: vstupovat, vstoupit; Dalmatian: entrur; Danish: gå ind, gå ind i, indgå i; Dutch: binnengaan; Early Assamese: পেষ্; Esperanto: eniri; Estonian: sisenema, sisse astuma; Even: и-; Evenki: и-; Faroese: fara inn; Fijian: curu; Finnish: astua, tulla, astua sisään; French: entrer; Friulian: jentrâ; Galician: entrar; Georgian: შემოსავლა, შესვლა; German: reingehen, hineingehen, hereingehen, eintreten, betreten, reinkommen, hereinkommen; Gothic: 𐌹𐌽𐌽𐌲𐌰𐌲𐌲𐌰𐌽, 𐌹𐌽𐌽𐌰𐍄𐌲𐌰𐌲𐌲𐌰𐌽; Greek: μπαίνω; Ancient Greek: εἰσέρχομαι, εἰσβαίνω; Guaraní: ike; Gujarati: પેસવું, પ્રવેશવું; Hawaiian: komo; Hebrew: נִכְנַס; Hiligaynon: abáy; Hindi: प्रवेश करना, भीतर जाना; Hungarian: bemegy, belép, bejön, behatol; Hunsrik: ningehn; Icelandic: ganga inn, koma inn; Ido: enirar; Indonesian: masuk; Italian: entrare; Japanese: 入る; Javanese: mlebu; Kalmyk: орх; Kapampangan: lungub; Kazakh: кіру; Khakas: кірерге; Khmer: ចូល; Komi-Permyak: пырны; Korean: 들어가다, 들어오다, 들다; Kyrgyz: кирүү; Lao: ເຂົ້າ; Latin: ineo, intro, ingredior, introeo, invado, imbito; Latvian: ienākt, ieiet; Lithuanian: įeiti; Lü: ᦃᧁᧉ; Macedonian: влезе, влегува; Madurese: lebbu; Malay: masuk; Maore Comorian: ungia; Maori: uru, tomo; Mirandese: antrar; Mongolian: орох, элсэх; Nanai: и-; Navajo: yah iighááh; Neapolitan: trase; Nepali: पस्नु; Norwegian: komme inn; Occitan: intrar; Old English: infaran; Old Occitan: intrar; Papiamentu: drenta; Persian: درآمدن, وارد شدن; Polish: wchodzić, wejść; Portuguese: entrar; Quechua: yaykuy; Romanian: a intra; Romansch: entrar, entrer, antrar; Russian: входить, войти, заходить, зайти, въезжать, въехать; Sanskrit: विशति; Sardinian: intràe, intrai, intrare; Serbo-Croatian Cyrillic: ући, улазити; Roman: ući, ulaziti; Shan: ၶဝ်ႈ; Sicilian: tràsiri, ntrasiri, ntràsiri; Sinhalese: ඇතුල් කරනවා; Slovak: vstúpiť, vkročiť, vojsť; Slovene: vstopati, vstopiti; Somali: gelid; Spanish: entrar; Swahili: kuingia; Swedish: inträda; Tagalog: pumasok; Tajik: дохил шудан, даромадан; Tatar: керергә; Telugu: ప్రవేశించు; Ternate: wosa; Tetum: tama; Thai: เข้า, เข้ามา; Tocharian B: yäp-; Turkish: girmek; Turkmen: girmek; Tuvan: кирер; Udmurt: пырыны; Ukrainian: входити, уходити, ввійти, увійти; Urdu: داخل کریں; Uzbek: kirmoq; Vietnamese: đi vào, vô, vào; Walloon: moussî, intrer; Welsh: cofnodi; Yakut: киир; Yiddish: אַרײַנגיין; Yup'ik: iter-