εἰσοράω

From LSJ

φωνὰ τύ τίς ἐσσι καὶ οὐδὲν ἄλλο → it's all voice you are, and nothing else | it's all voice ye are, and nought else

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσοράω Medium diacritics: εἰσοράω Low diacritics: εισοράω Capitals: ΕΙΣΟΡΑΩ
Transliteration A: eisoráō Transliteration B: eisoraō Transliteration C: eisorao Beta Code: ei)sora/w

English (LSJ)

Ep. part. εἰσορόων, inf. Med. εἰσοράασθαι: fut. εἰσόψομαι: aor. εἰσεῖδον, Ep. inf. εἰσιδέειν:—
A look into, look upon, behold, common in Poets, Od.4.142,al., Sapph.Supp.13.3, etc., but rare in Prose (as X.Cyr.5.1.16, Pl.Grg. 526c); ἐσορᾶν καλός Pi.O.8.19; ἐλεινὸς εἰσορᾶν A.Pr.248; ἐς. τὴν νέα Hdt.8.92:—Med. in same sense, freq. in Hom., εἰσοράασθε ἵππους Il.23.495: mostly in inf., οὗ..ὀξύτατον.. φάος εἰσοράασθαι whose eye is quickest to discern, 14.345; ὥς τε.. ἀθάνατος ἰνδάλλεται εἰσοράασθαι he is like an immortal to behold, Od.3.246; μείζονες εἰσοράασθαι 10.396, cf. 24.252: aor. εἰσειδόμην, imper. ἐσίδεσθ' A.Pr.141 (anap.); εἰσιδόμαν ib.427 (lyr.):—Pass., ὅσσον.. ἠελίοιο μεσσηγὺς δύσιές τε καὶ ἀντολαὶ εἰσορόωνται A.R.1.85.
b c. part., εἰσορῶ τινὰ στείχοντα E.Hipp.51; πόλιν..μοι ξυνοῦσαν εὔνουν S.OC772: parenthetic, ὡς ἕρποντος (εἰσορᾶς) ἐμοῦ since I (thou seest) am coming, Id.Tr.394 (s.v.l.).
2 look upon with admiration, πάντες δὲ θεοὺς ὣς εἰσορόωσι Il.12.312; μιν..θεὸν ὣς εἰσορόωντες Od. 7.71; simply, σε μᾶλλον Ἀχαιοὶ εἰσορόωσιν.. 20.166: hence, pay regard to, respect, πλοῦτον ἢ εὐγένειαν E.El.1097: with a Prep., ἐσορῶντες ἐς τὴν μαντικήν Hdt.4.68: generally, look at steadily or gaze upon steadily, A.Pers.III (lyr.), E.Med. 264.
3 look on with the mind's eye, perceive, οὐκ εἰσορᾷς; S.El.997, cf.611; εἰ.ὡς.. Id.Ph.501.
4 of angry gods, visit, θεοὶ γὰρ εὖ μὲν ὀψὲ δ' εἰσορῶσι Id.OC1536, cf. 1370.
5 followed by μή, εἰσόρα μή = take care lest, beware lest, Id.El.584.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσοράω Il.5.212, Od.5.272, Sol.4.2, Pi.O.8.19
• Morfología: [ép. frec. pres. c. diéct. εἰσορόω Il.3.342, Od.7.71, A.R.1.85, Nonn.D.4.241, dór. ind. 1a plu. εἰσορῶμες Theoc.13.4, part. fem. εἰσορεῦσα Theoc.6.31, εἰσοράουσα SEG 44.893C (Cauno IV/III a.C.), inf. εἰσοράασθαι Il.14.345, Od.10.396, Xenoph.B 36; fut. ind. εἰσόψομαι Il.5.212; aor. ind. εἰσεῖδον Od.11.593, Hdt.8.92, part. εἰσιδών B.13.139, Pl.Grg.526c; perf. ind. εἰσώρακεν BGU 261.12 (II d.C.)]
I en v. act. y med. ref. percepción visual
1 mirar, ver, contemplar θάμβος δ' ἔχεν εἰσορόωντας Τρῶας el estupor se adueñó de los troyanos al verles, Il.3.342, cf. Od.4.142, εἰ δέ κε νοστήσω καὶ ἐσόψομαι ὀφθαλμοῖσι πατρίδ' ἐμήν Il.5.212, ἵππους Il.23.495, Πληϊάδας Od.5.272, εἶδος καὶ μέγεθος Od.24.252, ἅρματα τ' εὐποίητα h.Ap.265, φοιβὰν ἐσιδόντες ὑπαὶ χειμῶνος αἴγλαν B.13.139, τὸ φῶς διὰ τᾶς θυρίδος Carm.Pop.7.6, ὁππόσα δὴ θνητοῖσι πεφήνασιν εἰσοράασθαι Xenoph.l.c., cf. Emp.B 38, ἄλλον ἐν πόνοις ... Τιτᾶνα A.Pr.427, τὴν νεά Hdt.8.92, cf. Nonn.l.c., τὰ Τροίας ... ἑδώλια S.Fr.566, ἔνθ' οὐ φίλων τιν' εἰσορᾷς σῶν E.Andr.138, cf. Ph.455, τοὺς καλούς X.Cyr.5.1.16, cf. Men.Mon.393, Q.S.13.371, δῶμα τόδ' A.R.3.679, cf. 1.594, ἰχθύν Opp.H.1.433, ὡς ... μήτ' εἰσοράᾳς ἃ ποιοῦσιν Orác. en Luc.Alex.50, en v. pas. ἠελίοιο ... δύσιές τε καὶ ἀντολαὶ εἰσορόωνται A.R.l.c.
εἰσορᾶν φάος vivir op. θανεῖν E.Alc.18
frec. c. pred. del compl. dir. Σίσυφον ... κρατέρ' ἄλγε' ἔχοντα Od.11.593, πόλιν τέ μοι ξυνοῦσαν εὔνουν τήνδε S.OC 772, τόνδε παῖδα Θησέως στείχοντα E.Hipp.51, ἄλλην (ψυχήν) εἰσιδὼν ὁσίως βεβιωκυῖαν Pl.Grg.526c, ταῦτα ... ποεῦντά με Theoc.6.31, βροτὸν εἰσορόω σε Nonn.D.8.345, με κιόντα Orph.L.103
c. interr. indir. ἐσίδεσθ' οἵῳ δεσμῷ ... A.Pr.141
en inf. limitativo οὗ τε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι (el sol) cuyo ojo es el más agudo para percibir, Il.14.345, ἄνδρες ... καλλίονες καὶ μείζονες εἰσοράασθαι Od.10.396, cf. 3.246, ἦν δ' ἐσορᾶν καλός Pi.l.c., φίλοις ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ A.Pr.246
abs. δέομαι οὖν σοῦ εἰσορᾶν καὶ ἀνακαλεσάμενον αὐτόν ἐπισκέψασθαι περὶ τούτων solicito de tí que eches un vistazo y convocándole hagas una investigación sobre estos hechos, PLond.887.7 (III a.C.), en incisos δίδαξον, ὡς ἕρποντος, εἰσορᾷς, ἐμοῦ S.Tr.394.
2 mirar con respeto o aprecio οἵ μίν ῥα θεὸν ὣς εἰσορόωντες Od.7.71, cf. Il.12.312, σε μᾶλλον Ἀχαιοὶ εἰσορόωσιν te miran con más respeto los aqueos, Od.20.166.
3 examinar, obsevar con atención ὁ μάντις ... ἐσιδὼν ἐς τὰ ἱρὰ ἔφρασε τὸν μέλλοντα Hdt.7.219, ἐς τὴν μαντικήν Hdt.4.68.
II de la percepción mental, sólo en v. act.
1 c. compl. de abstr. observar, percibir mentalmente, darse cuenta de ἀφραδίην ... καὶ στάσιν Ἑλλήνων Thgn.780, cf. 1110, τοῦδε φροντίδ' S.El.611
c. ac. de concr. y pred. ἐσορῶν γαῖαν Ἰαονίας κλινομένην Sol.l.c., cf. Emp.B 136, πικροὺς ... γάμους E.Supp.832
c. interr. indir. θεοὶ γὰρ εὖ μέν, ὀψὲ δ' εἰσορῶσ', ὅταν ... pues los dioses fácilmente se dan cuenta, aunque pase el tiempo, de cuándo ... S.OC 1536, cf. Ph.501, τὸ δ' αὔριον Theoc.13.4
abs. μηδεὶς ἔθ' ὑμέων εἰσορέων θαυμαζέτω Archil.206.6, οὐκ εἰσορᾷς; ¿no te das cuenta? S.El.997
seguido de μή observar, examinar ἀλλ' εἰσόρα μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τίθης mas examina si no nos presentas una vana excusa S.El.584.
2 estar pendiente de, atender, esperar c. ac. de pers. τοιγάρ σ' ὁ δαίμων εἰσορᾷ μέν S.OC 1370
tb. c. ac. de abstr. o de cosa ὅστις δὲ πλοῦτον ἢ εὐγένειαν εἰσιδὼν γαμεῖ πονηράν E.El.1097, οὐδὲν ἰσώρακεν ἢ μὴ τὸν τόκον BGU l.c.

German (Pape)

[Seite 745] (s. ὁράω), ansehen, anschauen; πόλιν καὶ νῆας Il. 8, 52; Tragg.; τοὺς καλούς Xen. Cyr. 5, 1, 15; verehrend auf Jemand sehen, ihn hochachten, θεὸν ἃς εἰσορόωσιν Od. 8, 173; ἶσα θεῷ 15, 520; vgl. Od. 20, 166 ἦ ἄρ τί σε μᾶλλον εἰσορόωσιν, ἠέ σ' ἀτιμάζουσιν; πρέπει γὰρ ὡς τύραννος εἰσιδεῖν Soph. El. 660; Pind. vrbdt καλὸς εἰσορᾶν, schön anzusehen, von Ansehen, Ol. 8, 19, womit μείζονες εἰσοράασθαι Od. 10, 396 u. οὐδέ τί τοι δούλειον ἐπιπρέπει εἰσοράασθαι, es ist dir Nichts anzusehen, 24, 252, zu vergl. So Aesch. φίλοις ἐλεινὸς εἰσορᾶν ἐγώ Prom. 246. Von den Göttern, wie unser »ansehen, dareinschauen«, für »nicht ungestraft lassen«, Soph. O. C. 1533. 1372. – Geistig ansehen, betrachten, φροντίδα Soph. El. 601, u. öfter Tragg., ὅστις πλοῦτον εἰσιδὼν γαμεῖ πονηράν, berücksichtigend, Eur. El. 1097; ἐς τὴν μαντικήν Her. 4, 68. – Oft steht dabei das partic., τοὺς κακοὺς τιμῶντας θεούς Soph. Ant. 288; παῖδα στείχοντα Eur. Hipp. 51; Soph. vrbdt εἰσόρα, μὴ τιθῇς, El. 601; auffallend ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῦ Tr. 393. – Das med. in der Bdtg des activ.; Hom., Il. 23, 495 Od. 24, 101; Aesch. Prom. 140; Soph. El. 1048 Tr. 151; sp. D., wie Ap. Rh. 4, 975.

French (Bailly abrégé)

f. εἰσόψομαι, ao.2 εἰσεῖδον, etc.
1 regarder, considérer, voir, acc. : ἡνίκ' εἰσορᾷς πόλιν τέ μοι ξυνοῦσαν εὔνουν τήνδε καί… SOPH aujourd'hui que tu vois et cette ville et (tout un peuple) m'accueillir avec bonté ; avec un part. au gén. abs., le verbe formant une sorte de parenthèse : ὡς ἕρποντος εἰσορᾷς ἐμοῦ SOPH tu vois comme je me traîne péniblement ; εἰσορῶν ὡς SOPH observant comment ou combien, etc.
2 contempler avec respect ou admiration;
3 avoir en vue : τι, ἔς τι qch;
4 observer, veiller à ; avec μή et le sbj., veiller à ne pas : abs. veiller sur, ne pas rester sans voir ; ne pas laisser impuni, punir;
Moy. εἰσοράομαι, εἰσορῶμαι;
1 voir en pénétrant dans : οὗτε καὶ ὀξύτατον πέλεται φάος εἰσοράασθαι IL (Hélios) dont les rayons perçants peuvent tout voir en pénétrant jusqu'au fond des choses;
2 avoir les yeux dirigés vers ou sur, contempler, voir, acc..
Étymologie: εἰς, ὁράω.

Russian (Dvoretsky)

εἰσοράω: ион. и староатт. ἐσοράω (fut. εἰσοψομαι, aor. 2 εἰσεῖδον)
1 реже med. смотреть, рассматривать, глядеть, наблюдать, созерцать (τινα и τι Hom., Pind., Aesch., Soph., Xen.): ἐσορέοντες τὴν μαντικήν Her. наблюдая вещие приметы, т. е. занимаясь гаданием;
2 видеть, замечать: πρέπει ὡς τύραννος εἰ. Soph. у нее вид царицы; ἐλεινὸς εἰ. Aesch. имеющий жалкий вид, внушающий сострадание;
3 иметь в виду, принимать во внимание (πλοῦτον ἢ εὐγένειαν Eur.);
4 смотреть, остерегаться: ἀλλ᾽ εἰσόρα, μὴ σκῆψιν οὐκ οὖσαν τιθῇς (v.l. τίθης) Soph. но смотри, не прибегай к ложному предлогу;
5 почтительно взирать (τινας θεοὺς ὥς Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

εἰσοράω: Ἐπ. μετοχ. εἰσορόων, μέσ. ἀπαρ. εἰσοράασθαι: μέλλ. εἰσόψομαι: ἀόρ. εἰσεῖδον, Ἐπ. ἀπαρέμφ. -ισέειν, Ὅμ.

Greek Monotonic

εἰσοράω: Επικ. μτχ. εἰσορόων, Μέσ. απαρ. εἰσοράασθαι· μέλ. -όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον, Επικ. απαρ. -ιδέειν·
I. κοιτάζω μέσα, εξετάζω, μελετώ, παρατηρώ, αντικρύζω, αντιμετωπίζω, με αιτ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως και σε Μέσ., σε Ομήρ. Ιλ.
2. παρατηρώ με θαυμασμό, θαυμάζω, περιεργάζομαι με θαυμασμό, Λατ. suspicere, θεὸν ὣς εἰσορόωντες, στο ίδ.· απ' όπου, αποδίδω σεβασμό, σέβομαι, τι, σε Σοφ., Ευρ.· ομοίως, ἐσ.ἔς τι, σε Ηρόδ.· εἰσορ. πρός τι, κοιτάζω, προσβλέπω, ατενίζω, κοιτώ πρόθυμα, σε Σοφ.
3. βλέπω μέσα απ' το μυαλό, αντιλαμβάνομαι, κατανοώ, καταλαβαίνω, στον ίδ.
4. λέγεται για οργισμένους θεούς, πλήττω κάποιον, τιμωρώ, στον ίδ.
5. ακολουθ. από το μή, φρόντισε, κοίτα μη, μήπως, μη τυχόν..., στον ίδ.

Middle Liddell

epic part. εἰσορόων inf. mid. εἰσοράασθαι fut. -όψομαι aor2 -εῖδον epic inf. -ιδέειν
1. to look into, look upon, view, behold, c. acc., Hom., etc.:—so in Mid., Il.
2. to look upon with admiration, Lat. suspicere, θεοὺς ὣς εἰσορόωσιν Il.:—hence to pay regard to, respect, τι Soph., Eur.; so, ἐς. ἔς τι Hdt.; εἰσορ. πρός τι to look at, eye eagerly, Soph.
3. to look on with the mind's eye, perceive, Soph.
4. of angry gods, to visit, punish, Soph.
5. followed by μή, to take care lest…, Soph.

Léxico de magia

ver como acción de la divinidad χαῖρε ... Ἠέλιε ... πάντας δ' εἰσορόων <τε> καὶ ἀμφιθέων καὶ ἀκούων te saludo, Helios, que a todos ves, rodeas y oyes P II 91