εὑρίσκω

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὑρίσκω Medium diacritics: εὑρίσκω Low diacritics: ευρίσκω Capitals: ΕΥΡΙΣΚΩ
Transliteration A: heurískō Transliteration B: heuriskō Transliteration C: evrisko Beta Code: eu(ri/skw

English (LSJ)

impf. ηὕρισκον or εὕρισκον S.OT68, etc.: A fut. εὑρήσω h.Merc. 302, Th.7.67, etc.: aor. 2 εὗρον Il.1.498, etc., later ηὗρον or εὗρον E. Med.553, etc.; 3pl. εὕροσαν LXX De.31.17, BGU1201.16 (i A.D.); imper. εὑρέ Hdn.Gr.2.23; Ep. inf. εὑρέμεναι Od.12.393: later aor. 1 εὕρησα Man.5.137; εὗρα v.l. in Ev.Luc.8.35, Act.Ap.5.10, (ἐν-) PGen.3.19 (ii A.D.): pf. εὕρηκα S.OT546, etc., pf. imper. 2sg. εὕρηκε Nausicr.1 D.:—Med., fut. εὑρήσομαι Hdt.9.6, Lys.13.9, etc.: aor. 2 εὑρόμην Hom., Att. ηὑρ- or εὑρ- A.Pr.269, Th.1.58, etc.: aor.1 εὑράμην Hes.Fr.116.3 (testes omnes), Str.12.34.4, Iamb.VP35.255, AP9.29 (Antiphil.), Epigr. ap. Paus.6.20.14, Ep.Hebr.9.12, IG3.900 (ii A.D.):—Pass., fut. εὑρεθήσομαι S.OT108, E.IA1105, Isoc.9.41: aor. 1 ηὑρέθην or εὑρέθην S.Aj.1135, etc.: pf. ηὕρημαι or εὕρημαι A.Pers.743 (troch), etc.—Hom. has only aor. Act.and Med., exc. ἔθ' εὑρίσκω (v.l. ἐφευρίσκω) Od.19.158. (Earlier Att. Inscrr. have ηὑρέθην, ηὕρημαι, as IG22.1636.32, al., Epigr.Gr.35 (iv B.C.): εὑρέθην SIG679.80 (Magn. Mae., ii B.C.): the augm. is seldom found in Papyri, ηὕρισκεν PPetr. 3p.101 (iii B. C.); never in those of Men. or Phld.):—find, εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il.1.498, etc.; εὕρημα εὑ., v. εὕρημα.
2 c. part., find that... εὕρισκε Λακεδαιμονίους… προέχοντας Hdt.1.56, cf. 1.5:—and in Pass., ἤν εὑρεθῇς μὴ δίκαιος ὤν S.Tr.411, cf. OT839, OC946: with part. omitted, ὅταν τοὺς θεοὺς εὕρω κακούς (sc. ὄντας) Id.Ph.452; εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (sc. ὄντα) Th.5.26; θῆλυς εὕρημαι (sc. ὤν) S.Tr.1075; ἄνους ηὑρέθη Id.Aj.763.
3 c. inf., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναιfound that the thing for him was... Hdt.1.79:—Med., εὑρίσκεται (sed leg. εὕρισκέ τε) ταῦτα καιριώτατα εἶναι ib.125:—Act., also, find means, be able, οὐχ εὑρίσκει χρήσασθαι Arr.Epict.2.12.2.
4 εὑ. ὅπως… to find by what means... Th.7.67:—Med., c.inf., find out or discover how to... ηὕρετο… παύειν E.Med.196 (anap.).
5 Pass., εὑρέθη ὅτιit was found that... LXX 1 Es.2.22(26).
6 befall, of evils, τινα ib.Ge.44.34, De.31.17.
II find out, discover, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12.393; οὐδέ τι τέκμωρ εὑρέμεναι δύνασαι 4.374, cf. Il.7.31; εὑ. ὁδόν Pi.P.10.29; ἐξ ἀμηχάνων πόρον A.Pr.59; μηχανὴν σωτηρίας Id.Th. 209; πημάτων ἄρηξιν S.El.875; τινα ἐμοῦ βελτίονα Ar.Pl.104, etc.: abs., εὕρηκα Archim. ap. Plu.2.1094c:—Med., εὕρετο τέκμωρ Il.16.472; ὄνομ' εὕρεο think of a name to give him, Od.19.403; εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν… εὑροίμην 9.422.
2 c. inf., get a chance of, be able, ἵνα εὕρωμεν ἐπιστολὴν γράψαι BGU822.28 (ii/iii A.D.), cf. 17,20, PGrenf.1.64.3 (vi A.D.), etc.
III devise, invent, ὀχήματα A.Pr. 468, etc.; πρόφασιν Antipho 5.65:—Med., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται deeds make themselves words, S.El.625.
IV get, gain, ἀρετάν, δόξαν, Pi.O.7.89, P.2.64; τὰ χρήματ' ἀνθρώποισιν εὑρίσκει φίλους S.Fr.88; ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον Id.Tr.284, cf. E.Med. 1107 (anap.); δεινὰ δ' εὑροῦσαν πρὸς αὐθαίμων πάθη S.OC1078 (lyr.); ἀφ' ὧν ὄνασιν εὕρωσι Id.El.1061; μέγ' εὑρεῖν κέρδος ib.1305; εὑ. σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Pl.Prt. 321c; εὑ. μητρὶ φόνον bring about murder, E.El.650: abs., acquire wealth, LXX Le.25.47:—Med., find or get for oneself, bring on oneself, οἷ… αὐτῷ πρώτῳ κακὸν εὕρετο Od.21.304 (so in Act., μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ 24.462); αὐτὸς ηὑρόμην πόνους A.Pr.269; μοῖραν ηὕρετ' ἀσφαλῆ Id.Ag.1588, cf. Th.880 (lyr.): so in pf. Pass., μέγα πένθος ηὕρηται S.Aj.615 (lyr.); εὑρήσεται τιμωρίην will get for himself, obtain, Hdt.3.148, cf.9.26; ἀλεωρήν Id.9.6; κλέος Pi.P.3.111; ἄδειαν εὑρόμενος And.1.15; ἀτέλειαν D.20.1; εὑρίσκεσθαι ὠφελίαν ἀπό τινος Th.1.31; τι παρά τινος IG12.108.47, Lys.13.9; εὑ. παρά τινος c. inf., procure from him that... Hdt.9.28; δεηθέντες οὐκ ἐδύναντο εὑρέσθαι Lys.14.20.
V especially of merchandise, etc., fetch, earn money, εὑροῦσα πολλὸν χρυσίον having fetched a large sum, Hdt. 1.196; ηὗρε πλέον ἢ ἐνενήκοντα τάλαντα X.HG3.4.24, cf. Vect.4.40; οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας (sc. δραχμάς) Is.8.35; ἐγδίδομεν… τοὺς θριγκοὺς… ὅτι ἂν εὕρωσιν for what they will fetch, IG7.3073.7 (Lebad.); ἐρωτᾶν τί εὑρίσκει what it will fetch, Thphr. Char.15.4.
2 of the sum or bid which secures an article or contract, οἰκέτην… ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος sells for what he will fetch, X.Mem.2.5.5; τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος ἀπεδίδοτο Aeschin.1.96, cf. SIG966.37 (Attica, iv B.C.), 581.99 (Rhodes-Hierapytna, ii B.C.); ἐκτιθέτωσαν τὸ εὑρίσκον ἐφ' ἡμέρας δέκα the highest or winning bid, PRev.Laws48.16 (iii B.C.), cf. UPZ112vi9 (iii B.C.); προσέβαλον αὐτῷ τοῦ εὑρίσκοντος ἀνὰ (x) ἱερεῖα (x) I have placed at his disposal (x) pigs at the current price of (x), PCair.Zen.161.5 (iii B.C.), cf. UPZ114(1).24 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1093] fut. εὑρήσω, u. εὑρῶ, Polem. 2, 40 u. VLL.; aor. εὗρον (εὑρέ, εὑρεῖν, bei Sp. auch εὕρησα, Man. 5, 137; Nonn.), perf. εὕρηκα, εὕρημαι, aor. p. εὑρέθην, fut. p. εὑρεθήσομαι, z. B. Soph. O. R. 108; dafür auch εὑρήσομαι, Xen. An. 5, 8, 22, durch Suid. vertheidigt; εὑρητέος, Ar. Nub. 717; εὑρετέος, Thuc. 3, 45, wie εὑρετός, Xen. Mem. 4, 7, 6; aor. med. εὑρόμην, bei Sp. auch εὑράμην, Ep. ad. 208 (App. 274); ηὕραο Antiphil. 24 (IX, 29); εὑράμενος Ep. Hebr. 9, 12; vgl. Lob. zu Phryn. p. 139 ff., wo er auch die Seltenheit des Augments nachweis't; – finden, – a) zufällig finden, antreffen, von Personen u. Sachen; εὗρεν δ' εὐρύοπα Κρονίωνα ἄτερ ἥμενον ἄλλων Il. 1, 498, öfter; μὴ ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ, daß er nicht in ein selbstverschuldetes Unglück gerathe, Od. 24, 462, wie im med., κακὸν εὕρετο, er fand sich, zog sich ein Unglück unversehens zu, 21, 304 (vgl. αὐτὸς εὑρόμην πόνους Aesch. Prom. 267, μελέους θανάτους Spt. 861, s. unten); εὑρὼν ἐν Κιθαιρῶνος πτυχαῖς Soph. O. R. 1026; εὕρημα οὐκ οἶσθ' οἷον εὕρηκας τόδε Eur. Med. 716, u. sonst bei Dichtern u. in Prosa. – Mit doppeltem accus., τοὺς θεοὺς κακούς Soph. Phil. 452; bes. pass., ge-, erfunden werden, ἢν εὑρεθῇς ἐς τήνδε μὴ δίκαιος ὤν Tr. 410, vgl. Ai. 750. 1114; ἀδικοῦσα εὑρέθη Eur. Hec. 270, u. A., bes. bei Sp. oft Umschreibung für εἶναι; – im act. so, in Erfahrung bringen, auch = begreifen, einsehen, übergehend in die Bdtg – b) finden, was man sucht, ausfindigmachen, bes. auch geistig, ersinnen, entdecken, οὐδέ τι μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Od. 12, 392; eben so τέκμωρ, einen Ausweg auffinden, 4, 374; ὁδόν u. ä., Pind. u. die Tragg., wie ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch. Prom. 59; λινόπτερ' εὗρε ναυτίλων ὀχήματα 466; μηχανὴν σωτηρίας Spt. 191; πόθεν δ' ἂν εὕροις τῶν ἐμῶν σὺ πημάτων ἄρηξιν Soph. El. 863; τὰ κακῶς εὑρημέν' ἔργα O. C. 1190; εὑρέ τιν' ἀπόκινον Ar. Equ. 20; εὑρίσκουσι σφίσιν ἐοῦσαν τὴν ἀρχὴν τῆς ἔχθρης, sie machen ausfindig, bringen heraus, daß, Her. 1, 5; ξυμμάχους Plat. Legg. VI, 754 b; φάρμακον Phaedr. 230 c; σωτηρίαν τῷ ἀνθρώπῳ Prot. 321 d, u. sonst, bes. oft in Vbdgn wie εἰ εὕρηκεν ἢ μεμάθηκεν Lach. 186 c; ἢν τῷ σφενδονᾶν ἐθέλοντι ἀτέλειαν εὑρίσκωμεν Xen. An. 3, 3, 18, u. sonst; – erwerben, erlangen, δόξαν Pind. P. 2, 64; πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα Ol. 7, 89; οὐρανῷ στηρίζον εὑρήσεις κλέος Eur. Bacch. 972; häufiger im med., sich verschaffen, erwerben (s. auch oben a), εἴ τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν ἠδ' ἐμοὶ αὐτῷ εὑροίμην Od. 9, 422; εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν Pind. P. 1, 48; κλέος εὑρέσθαι 3, 114; αὐτὸς μοῖραν εὕρετ' ἀσφαλῆ Aesch. Ag. 1570; καὶ ταῦτα πάντα σοῦ θανόντος εὑρόμην Soph. Ai. 1002; εὕρετο πᾶν ἄν Ar. Ach. 640; oft in Prosa, τιμωρίην Her. 3, 148; παρὰ δέ σφι εὕροντο ἑστάναι, sie erlangten es von ihm, 9, 28; εὑρίσκεσθαι, ἤν τι δύνωνται, ἀγαθόν Xen. An. 2, 1, 8; 7, 1, 31; ὠφέλειαν ἀπό τινος Thuc. 1, 31; ἄδειαν εὑρόμενος, nachdem er Schutz für sich erlangt hatte, Andoc. 1, 15; ἀτέλειαν, δωρεάς, Dem. 20, 1. 15; οὔτε μακρὸν οὔτε μέγα εὑρημέναι 19, 17; μηδενὶ ἐξέστω ἔτι Ἀθηναίῳ γίγνεσθαι μὴ εὑρομένῳ παρὰ τοῦ δήμου τῶν Αθ., wenn er sich nicht die Erlaubniß dazu vom Volke verschafft hat, 59, 104, im Psephisma; ὠφέλειαν Arr. An. 2, 15, 4. – c) von Waaren, einen Käufer finden, Geld einbringen, Her. ὅκως εὑροῦσα πολλὸν (ἀργύριον) πρηθείη, d. i. für viel Geld, 1, 195; ἄλλα χρήματα ἃ εὗρε πλέονἑβδομήκοντα τάλαντα Xen. Hell. 3, 4, 24, die mehr als 70 Talente einbrachten; οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας Is. 8, 35; Pol. 31, 7, 12; ähnl. absolut, οὐδὲ τῆς ἀξίας ἕκαστον τῶν κτημάτων ἀπεδίδοτο, ἀλλὰ τοῦ ἤδη εὑρίσκοντος Aesch. 1, 96, wie Xen. ὅταν τις οἰκέτην ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος Mem. 2, 2, 5, d. i. um jeden Preis; τὸ ἀργύριον εὑρόν das eingekommene Geld, Inscr. 93.

French (Bailly abrégé)

impf. ηὕρισκον, f. εὑρήσω, ao.2 ηὗρον, pf. ηὕρηκα;
Pass. f. εὑρεθήσομαι, ao. ηὑρέθην, pf. ηὕρημαι;
trouver, càd :
I. rencontrer, trouver par hasard;
II. trouver en cherchant :
1 découvrir : εὗρεν Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων IL elle trouva le fils de Cronos assis à l'écart loin des autres;
2 imaginer, inventer;
3 trouver après réflexion, reconnaître après examen : ἢν εὑρεθῇς μὴ δίκαιος ὤν SOPH s'il est reconnu que tu n'as pas été juste ; ἄνους ηὑρέθη SOPH on a reconnu qu'il avait perdu la raison ; avec une prop. inf., avec ὅπως ou ὥστε, reconnaître que, juger que;
4 trouver, rencontrer, obtenir en b. et en mauv. part : εὑρ. δεινὰ πρὸς αὐθαίμων πάθη SOPH recevoir un traitement cruel de ceux qui (nous) sont liés par le sang ; εὑρεῖν πολλὸν χρυσίον HDT trouver un bon prix, litt. une grosse somme d'or (d'un objet qu'on vend) ; ἀποδίδοσθαι τοῦ εὑρόντος XÉN vendre pour le prix qu'on trouve, à tout prix;
Moy. εὑρίσκομαι (f. εὑρήσομαι, ao.2 εὑρόμην, postér. ao. εὑράμην ou ηὑράμην, pf. εὕρημαι);
1 trouver, rencontrer : τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται SOPH litt. tes actions rencontrent mes paroles, ta conduite (envers moi) provoque mes paroles, explique mon langage;
2 trouver, découvrir : τιν' ἑταίροισιν θανάτου λύσιν OD un moyen de sauver de la mort ses compagnons;
3 se procurer à soi-même : κακόν OD être cause pour soi-même d'un mal ; ὠφέλειαν ἀπό τινος THC obtenir assistance de qqn ; εὑρ. παρά τινος avec un inf. HDT obtenir de qqn que, etc.
Étymologie: DELG pas d'étym. certaine.

Russian (Dvoretsky)

εὑρίσκω: (fut. εὑρήσω, aor. 2 εὗρον и ηὗρον, pf. εὕρηκα; pass. fut. εὑρεθήσομαι, aor. εὑρέθην, pf. ηὕρημαι) тж. med.
1 находить, обнаруживать (θησαυρόν Arst.; χρυσοῦν δακτύλιον Luc.): εὗρεν Κρονίδην Hom. (Фетида) разыскала Кронида;
2 находить, получать, снискивать, (при)обретать (δόξαν, med. κλέος Pind.; med. τιμωρίην Her.; med. ὠφελίαν τινὰ ἀπό τινος Thuc.; ἀτέλειαν Xen.; med. Dem.; χάριν παρά τινι NT): κακὸν εὗρε и εὕρετο Hom. его постигло несчастье; δίκην εὗρε Plut. ему было предъявлено обвинение; τὰ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται Soph. дела находят себе выражение в словах; δεινὰ εὑρεῖν πάθη πρός τινος Soph. тяжело пострадать по чьей-л. вине; εὑρέσθαι τι παρά τινος Lys. добиться чего-л. от кого-л.;
3 находить, открывать, придумывать, изыскивать (μῆχός τι Hom.; ὁδόν Pind.; ἐξ ἀμηχάνων πόρους Aesch.; πημάτων ἄρηξιν Soph.; τὸ φάρμακόν τινος Plat.);
4 изобретать (τὸν βάρβιτον Pind.; ὀχήματα Aeschin.);
5 находить, обнаруживать, считать (τοὺς θεοὺς κακούς Soph.); pass. обнаруживаться, оказываться: ἢν εὑρεθῇ λέγων σοὶ ταὐτά Soph. если окажется, что он говорит то же самое, что и ты; ἀδικοῦσα ἡμῶν οὐδὲν ἧσσον ηὑρέθη Eur. оказалось, что она виновата не менее, чем мы;
6 задумывать, замышлять (φόνον τινί Eur.);
7 (о товаре), приносить (ту или иную) выручку, т. е. продаваться (за известную цену): εὑ. πολλόν (sc. χρυσίον) Her. продаваться за большие деньги; ἀποδίδοσθαι τοῦ εὑρόντος Xen. или τοῦ εὑρίσκοντος Aeschin. продаваться за любую цену.

Greek (Liddell-Scott)

εὑρίσκω: παρατ. ηὕρισκον ἢ εὕρισκον Σοφ. Ο. Τ. 68, Φιλ. 283, Ἀριστοφ. Βάτρ. 806, Θουκ., κλ.: μέλλ. εὑρήσω Ὁμ. Ὕμν., Ἀττ.: ἀόρ. β΄ εὗρον Ὅμηρ., κλ.· Ἀττ. ηὗρον ἢ εὗρον Εὐρ. Μήδ. 553, κτλ.· Ἐπικ. ἀπαρ. εὑρέμεναι Ὅμ.: ἀόρ. α΄ εὕρησα παρὰ μεταγεν. ὡς ἐν Μανέθωνι 5. 137: πρκμ. εὕρηκα Σοφ., κλ.: - Μέσ.: μέλλ. εὑρήσομαι Ἡρόδ. 9. 6. Λυσ., κλ.: ἀόριστ. β΄ εὑρόμην Ὅμηρ, Ἀττικ., ηὑρόμην ἢ εὑρόμην Ἀσχύλ. Πρ. 267. Θουκυδίδ. 1. 58: ἀόριστος α΄ εὑράμην Ἡσιόδ. Ἀποσπ. 3 Gaisf., Διονύσ. Ἁλ. 13. 11, Ἀνθ. Π. 9. 29, παράρτημ. 274, πρβλ. Wolf. Λεπτ. σ. 216: - Παθ.: μέλλ. εὑρεθήσομαι Σοφ. Ο. Τ. 108, Εὐρ. Ι. Α. 1105, Ἰσοκρ. 196Ε: ἀλλ. ὡσαύτως μέσ. (μετὰ παθ. σημασ.) εὑρήσομαι Ξεν. Ἀν. 5. 8, 22: ἀόρ. εὑρέθην Σοφ. Αἴ. 1135, Ἀριστοφ. Θεσμ. 521, Θουκ. 6. 31: πρκμ. ηὕρημαι ἢ εὕρημαι Αἰσχύλ. Πέρσ. 743, Σοφ. Τρ. 1075, Εὐρ., κλ. - Ὁ Ὅμ. ἔχει μόνον τὸν ἐνεργ. καὶ μέσον ἀόρ. (πλὴν ἐν Ὀδ. Τ. 158, ἔνθα: ἔθ’ εὑρίσκω εἶναι πιθ. γραφ. ἀντὶ ἐφευρίσκω καὶ εἰσήχθη ἤδη εἰς τὰς ἀρίστας ἐκδόσεις τοῦ Ὁμήρου)· ὁ μέλλων εὕρηται: ἐν. Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 202. Οἱ μετ’ αὐξήσεως τύποι διὰ τοῦ ηὑ- προτιμῶνται ὑπὸ Ἐλμσλ., Βεκκήρου καὶ Δινδορφίου ἐν ταῖς ἐκδόσεσι τῶν Ἀττ. ποιητῶν καὶ πεζογράφων, ἴδε Veitch Ἑλληνικὰ Ρήματα ἐν λέξει. Εὑρίσκω· εὗρεν δ’ εὐρύοπα Κρονίδην ἄτερ ἥμενον ἄλλων Ἰλ. Α. 498, κτλ.· εὕρημα εὑρίσκειν, ἴδε ἐν λ. εὕρημα. 2) μετὰ μετοχ., εὑρίσκω ὅτι.., εὕρισκε Λακεδαιμονίους... προέχοντας Ἡρόδ. 1. 56, πρβλ. 1. 5· καὶ ἐν τῷ Παθ., ἢν εὑρεθῇς δίκαιος ὤν Σοφ. Τρ. 411, πρβλ. Ο. Τ. 839, Ο. Κ. 946: - ἡ μετοχὴ ἐνίοτε παραλείπεται: εὑρίσκειν θεοὺς κακοὺς (ἐξυπ. ὄντας) ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 452· εὑρήσει τοσαῦτα ἔτη (ἐξυπ. ὄντα) Θουκ. 5. 26· θῆλυς εὕρημαι (δήλ. ὢν) Σοφ. Τρ, 1075· ἄνους εὑρέθη ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 763. 3) μετ’ ἀπαρ., βουλευόμενος (ὁ Κῦρος) εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι ἐλαύνειν... ἐπὶ τᾶς Σάρδις, ὅτι δι’ αὐτὸν ἐκεῖνο τὸ ὁποῖον ἔπρεπε νὰ κάμῃ ἦτο νὰ ἐλάσῃ κατὰ τῶν Σάρδεων, Ἡρόδ. 1, 79· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, εὑρίσκεται (εὕρισκὲ τε Schäf) ταῦτα καιριώτατα εἶναι αὐτόθι 125. 4) εὑρ. ὅπως…, εὑρίσκω διὰ τίνων μέσων…, Θουκ. 7. 67: - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ, μετ’ ἀπαρ., ἀνευρίσκω, ἀνακαλύπτω πῶς νὰ..., ηὕρετο... παύειν Εὐρ. Μήδ. 196. ΙΙ. ἀνευρίσκω, ἀνακαλύπτω, οὐδὲ τί μῆχος εὑρέμεναι δυνάμεσθα Ὀδ. Μ. 393· οὐδὲ τί τέκμωρ εὑρέμεναι δύνασαι Δ. 374, πρβλ. Ἰλ. Η. 30, Ι. 48· εὑρ. ὁδὸν Πινδ. Π. 10. 49· ἐξ ἀμηχάνων πόρους Αἰσχύλ. Πρ. 59· μηχανὴν σωτηρίας ὁ αὐτ. ἐν Ἑπτ. ἐπὶ Θήβ. 209· πημάτων ἄρηξιν Σοφ. Ἠλ. 875. τινὰ ἐμοῦ βελτίονα Ἀριστοφ. Πλ. 104, κτλ.: - οὕτως ἐν τῷ μέσ., εὕρετο τέκμωρ Ἰλ. Π. 472· Αὐτόλυκ’, αὐτὸς νῦν ὄνομ’ εὕρεο, ὅττι κε θεῖο παιδὸς παιδὶ φίλῳ, σὺ αὐτὸς φρόντισον νῦν νὰ εὕρῃς τί ὄνομα θὰ βάλῃς εἰς τὸν ἀγαπητὸν παῖδα τῆς θυγατρός σου, Ὀδ. Τ. 403· εἴ τιν’ ἑταίροισιν θανάτου λύσιν... εὑροίμην Ι. 421. ΙΙΙ. ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω ὀχήματα Αἰσχύλ. Πρ. 468, κτλ.· πρόφασιν Ἀντιφῶν 9. - Μέσ., τὰ δ’ ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται, τὰ ἔργα γίνονται λόγοι, δηλ, ὁμιλοῦσιν ὑπὲρ ἑαυτῶν, Σοφ. Ἠλ. 625. IV. εὑρίσκω, κτῶμαι, ἀρετάν, δόξαν Πινδ. Ο. 7. 163, Π. 2. 716· φίλους Σοφ. Ἀποσπ. 109 ἐξ ὀλβίων ἄζηλον εὑροῦσαι βίον ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 284, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 1107· δεινά δ’ εὑρουσᾶν πρὸς αὐθαίμων πάθη Σοφ. Ο. Κ. 1078· ἀφ’ ὧν ὄνασιν εὕρωσι ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1061· εὑρ. τινί τι, Πλάτ. Πρωτ. 321D· εὑρίσκεις δὲ μητρὶ πῶς φόνον; τί σχέδιον ἔχεις διὰ τὸν φόνον τῆς μητρός σου; Εὐρ. Ἠλ. 650. - Μέσ., εὑρίσκωἐπιφέρω εἰς ἐμαυτόν, κακὸν εὑρετο Ὀδ. Φ. 304· (οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., μή πού τις ἐπίσπαστον κακὸν εὕρῃ Ω. 262)· αὐτὸς εὑρόμην πόνους Αἰσχύλ. Πρ. 267· μοῖραν εὕρετ’ ἀσφαλῆ ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1588, πρβλ. Θήβ. 879· οὕτως ἐν τῷ παθ. πρκμ., μέγα πένθος εὕρηται Σοφ. Αἴ. 615· εὑρήσεται τιμωρίην Ἡρόδ. 3. 148, πρβλ. 9. 6, 26, κτλ.· κλέος, τιμὰν Πινδ. Π. 3. 196, κτλ.· ἄδειαν εὑρέσθαι Ἀνδοκ. 3. 14· ἀτέλειαν Δημ. 457. 9· εὑρίσκεσθαι ὠφέλειαν ἀπό τινος Θουκ. 1. 31· τι παρά τινος Λυσ. 130. 31· εὑρ. παρά τινος, μετ’ ἀπαρ., ἐπιτυγχάνω παρά τινος νὰ..., Ἡρόδ. 9. 28· εὑρ. δεηθέντες Λυσ. 141. 25. V. ἰδίως ἐπὶ ἐμπορευμάτων, κλ., εὑρίσκω τιμήν, μετὰ δέ, ὅκως αὕτη εὑροῦσα πολλὸν χρυσίον πρηθείη, ἄλλην ἀνεκήρυσσε, μετὰ δέ, ὅτε αὕτη εὑροῦσα καλὴν τιμὴν ἐπωλεῖτο, ἄλλην ἀνεκήρυττεν, ὁ κήρυξ, Ἡρόδ. 1. 196· εὗρε πλέον ἢ ἑβδομήκοντα τάλαντα Ξεν. Ἑλλ. 3. 4. 24, πρβλ. Πόρους 4. 40· οἰκία εὑρίσκουσα δισχιλίας (ἐξυπ. δραχμὰς) Ἰσαῖος 72. 39· ὅταν τις οἰκέτην πονηρὸν πωλῇ καὶ ἀποδιδῶται τοῦ εὑρόντος, ὅταν τις πωλῇ κακὸν δοῦλον καὶ τὸν δίδῃ εἰς τὴν τυχοῦσαν τιμήν, Ξεν. Ἀπομν. 2. 5, 5· οὕτω, τοῦ εὑρίσκοντος Αἰσχίν. 13, 41· καὶ πωλῶν τι μὴ λέγειν τοῖς ὠνουμένοις, πόσου ἂν ἀποδοῖτο, ἀλλ’ ἐρωτᾶν, τί εὑρίσκει, τί τιμὴν νομίζεις θὰ εὕρῃ, τί τιμὴν νομίζεις θὰ πιάσῃ, Θεοφρ. Χαρακτ. 15, ἔνθα ἴδε σημ. Κοραῆ.

English (Autenrieth)

aor. 2 εὗρον, mid. pres. imp. εὕρεο, aor. ind. εὕρετο: find, find out, discover, mid., for oneself; of ‘thinking up’ a name for a child, Od. 19.403; ‘bringing (trouble) on oneself,’ Od. 21.304.

English (Slater)

εὑρίσκω (εὑρίσκει, -οντι; -ίσκων: fut. εὑρήσεις, -ει: aor. εὗρε(ν), -ον; εὕροις; εὑρέτω; εὑρών, -όντος, -όντι, -όντα, -όντεσσιν; εὑροῖς(α); εὑρεῖν, εὑρέμεν. med. impf. εὑρίσκοντο: aor. εὕρετο; εὕρηται; εὑρόμενον; εὑρέσθαι.)
   a in general find ἐπίκουρον εὑρὼν ὁδὸν λόγων (O. 1.110) Μοῖσα παρέστα μοι νεοσίγαλον εὑρόντι τρόπον φωνὰν ἐναρμόξαι (O. 3.4) τοῦτο δ' ἀμάχανον εὑρεῖν (O. 7.25) ἄνδρα τε πὺξ ἀρετὰν εὑρόντα (O. 7.89) σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν εὗρεν θεόθεν (O. 12.8) ἐπιχώριον μάντιν ἄσμενος εὗρεν (O. 13.74) καὶ πᾶσαν κάτα Ἑλλάδ' εὑρήσεις ἐρευνῶν μάσσον ἢ ὡς ἰδέμεν (O. 13.113) ὅθεν φαμὶ καὶ σὲ τὰν ἀπείρονα δόξαν εὑρεῖν (P. 2.64) “ἀλλοδαπᾶν κριτὸν εὑρήσει γυναικῶν ἐν λέχεσιν γένος” (P. 4.50) εὗρε παγὰν ἀμβροσίων ἐπέων (P. 4.299) ἄκουσεν Δαναόν ποτ' ἐν Ἄργει οἶον εὗρεν τεσσαράκοντα καὶ ὀκτὼ παρθένοισι ἑλεῖν ὠκύτατον γάμον (P. 9.113) ναυσὶ δ' οὔτε πεζὸς ἰών κεν εὕροις ἐς Ψπερβορέων ἀγῶνα θαυμαστὰν ὁδόν (P. 10.29) κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν (N. 4.86) καὶ ταῦτα μὲν παλαιότεροι ὁδὸν ἀμαξιτὸν εὗρον (N. 6.54) χρή νιν (= ἀρετὰν) εὑρόντεσσιν ἀγάνορα κόμπον μὴ φθονεραῖσι φέρειν γνώμαις (I. 1.43) πέφνεν δὲ σὺν κείνῳ Μερόπων ἔθνεα καὶ τὸν βουβόταν οὔρεϊ ἴσον Φλέγραισιν εὑρὼν Ἀλκυονῆ (I. 6.33) εὑρίσκει fr. 6a. 1. εὗρεν fr. 44. ταῦτα θεοῖσι μὲν πιθεῖν σοφοὺς δυνατόν, βροτοῖσιν δ' ἀμάχανο[ν εὑ]ρέμεν (Pae. 6.53) θάνατον κεροέσσᾳ εὑρέμεν ματεῖσ ἐλάφῳ (sc. κύων) *fr. 107a. 5* νέων δὲ μέριμναι σὺν πόνοις εἱλισσόμεναι δόξαν εὑρίσκοντι fr. 227. 2. ]εὗρε βίῳ[ ?fr. 344. 4. med., find for oneself, compose, με τοιάνδε μελίφρονος ἀρχὰν εὑρόμενον σκολίου fr. 122. 14. followed by part., τῶν γὰρ ἀνὰ πόλιν εὑρίσκων τὰ μέσα μακροτέρῳ ὄλβῳ τεθαλότα, μέμφομ' αἷσαν τυραννίδων (P. 11.52)
   b invent ἅπαν δ' εὑρόντος ἔργον (O. 13.17) εὗρεν θεός· ἀλλά νιν εὑροῖσ' ἀνδράσι θνατοῖς ἔχειν ὠνύμασεν κεφαλᾶν πολλᾶν νόμον (P. 12.22) (βάρβιτος) τόν ῥα Τέρπανδρός ποθ' ὁ Λέσβιος εὗρεν πρῶτος fr. 125. 1.
   c med. win ἁνίχ' εὑρίσκοντο θεῶν παλάμαις τιμάν (P. 1.48) ἐλπίδ' ἔχω κλέος εὑρέσθαι κεν ὑψηλὸν πρόσω (P. 3.111) φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις (P. 4.187) ἔργοις δὲ καλοῖς ἔσοπτρον ἴσαμεν ἑνὶ σὺν τρόπῳ, εἰ εὕρηται ἄποινα μόχθων κλυταῖς ἐπέων ἀοιδαῖς (Hermann: εὕρηται τις codd.: sc. τὰ καλὰ ἔργα) (N. 7.16) οὔτις ἑκὼν κακὸν εὕρετο fr. 226.
   d frag. ]σις ἀνανύτοις εὗρεν[ Πα. 13b. 7.

English (Abbott-Smith)

εὑρίσκω, [in LXX chiefly for מצא, also for נשׂג hi., etc.;]
to find, with or without previous search: absol., opp. to ζητέω, Mt 7:7, 8 Lk 11:9, 10; c. acc., Mt 2:8, Mk 1:37, Ac 13:22, II Ti 1:17, al.; pass., οὐχ εὑ., of disappearance, He 11:5, Re 16:20, al.; γῆ κ. τὰ ἐν αὐτῇ ἔργα εὑρεθήσεται (for conjectures as to the meaning of this reading, v. Mayor, ICC, in l.),II Pe 3:10, WH, R, mg. Metaph., to find, find out by inquiry, learn, discover: Lk 19:48, Ac 4:21; αἰτίαν, Jo 18:38, Ac 13:28, al.; pass., Mt 1:18, Lk 17:18, Ro 7:10, I Co 4:2, Ga 2:17, I Pe 1:7, Re 5:4, al.; of attaining to the knowledge of God, εὑ. θεόν, Ac 17:27; pass., Ro 10:20 (LXX). Mid., to find for oneself, gain, procure, obtain: c. acc. rei, λύτρωσιν, He 9:12; act. in same sense (so cl. poets, but not in Attic prose), Mt 10:39 11:29, Lk 1:30, Ac 7:46, II Ti 1:18, al. (cf. ἀν-ευρίσκω).

English (Strong)

a prolonged form of a primary heuro, which (together with another cognate form) heureo is used for it in all the tenses except the present and imperfect; to find (literally or figuratively): find, get, obtain, perceive, see.

English (Thayer)

imperfect εὕρισκον (R G T); R G T); Tr WH)) and more rarely ηὕρισκον (cf. Kühner, § 343, i. 825f (especially Veitch, under the word at the end) and references under εὐδοκέω); future εὑρήσω; perfect εὕρηκα; 1st aorist ἑύρησα (which aorist, unknown to the earlier Greeks, occurs in Aesop fab. 131 (f. 41edition Furia, p. 333edition Cor.); Manetho, 5,137 and in Byzantine writings; cf. Lob. ad Phryn., p. 721; Winer's Grammar, 86 (82); (cf. Buttmann, 36 (31))), 2nd aorist εὗρον, 1st person plural in Alex. form L WH s Appendix, p. 164; Buttmann, 39 (34); Winer's Grammar, § 13,1 (see ἀπέρχομαι)) εὕραμεν, T Tr WH, 3rd person plural εὗραν, Tr WH; Tr (in the Sept. often εὕροσαν); passive, present ἑυρίσκομαι; imperfect 3rd person singular εὑρίσκετο, R G, ηὑρίσκετο L T Tr WH (cf. Bleek and Delitzsch at the passage (Veitch, as above)); 1st aorist εὑρέθην; future εὑρεθήσομαι; 2nd aorist middle ἑυρομην and later εὑράμην (Sept. numberless times for מָצָא, sometimes for הִשִּׂיג to attain to, and for Chaldean שְׁכַח; (from Homer down); to find; i. e.
1. properly, to come upon, hit upon, to meet with;
a. after searching, to find a thing sought: absolutely, opposed to ζητεῖν, ζητεῖ καί εὑρήσεις, Epictetus diss. 4,1, 51); τινα, οὐχ εὑρίσκετο, he had vanished, πέραν with the genitive ἐν with the dative εὑρέθη εἰς, εἰς, C. 2); with the accusative of the thing, etc.; followed by indirect discourse, οὐχ εὑρέθησαν, had disappeared, ἐν with the dative of place, τινα or τί ζητεῖν καί οὐχ εὑρίσκειν: Ald.; Complutensian; γῆ καί τά ἐν αὐτῇ ἔργα εὑρεθήσεται shall be found namely, for destruction, i. e. will be unable to hide themselves from the doom decreed them by God, Tr WH, after the strange but improbable reading of manuscripts א B and other authorities; (see WH. Introductory § 365 and Appendix at the passage).
b. without previous search, to find (by chance), to fall in with: τινα, ἐν with the dative of place, τί, ἐν, with the dative of place, εὑρίσκω τινα or τί with a predicate accusative is used of those who come or return to a place, the predicate participle or adjective describing the state or condition in which the person or thing met with is found, or the action which one is found engaged in: with an adjective, Buttmann, 301 (258)), καθώς, ὄντα must be supplied, Winer's Grammar, § 45,6b.; Buttmann, 304 (261)).
2. tropically, "to find by inquiry, thought, examination, scrutiny, observation, hearing; to find out by practice and experience," i. e. to see, learn, discover, understand: κατηγορίαν, T Tr text WH κατηγορεῖν); τινα followed by participle in the predicate, ὅτι, πειράζειν), τινα (τί) with a predicate adjective (participle), αἰτίαν θανάτου, αἰτίαν, κακόν, ἀδίκημα ἐν τίνι, τό τί ποιήσωσι, τό πῶς κολάσωνται αὐτούς, ἑυρίσκομαι to be found, i. e. to be seen, be present: נִמְצָא to be discovered, recognized, detected, to show oneself out, of one's character or state as found out by others (men, God, or both) (cf. Winer's Grammar, § 65,8): εὑρέθη ἐν γαστρί ἔχουσα, ἵνα εὑρεθῶσι καθώς καί ἡμεῖς, εὑρέθη μοι ἡ ἐντολή εἰς θάνατον namely, οὖσα, the commandment, as I found by experience, brought death to me, τίνι, the dative of the person taking cognizance and judging (Winer's Grammar, § 31,10; Buttmann, 187 (162)), Buttmann, the passage cited and § 133,14; Winer's Grammar, § 31,4a.); ἵνα εὑρεθῶ ἐν αὐτῷ i. e. ἐν Χριστῷ, namely, ὤν, σχήματι εὑρεθείς ὡς ἄνθρωπος, Josephus, b. j. 3,6, 1; so the Latin incenior, Cicero, de amic. 19,70; reperior, Tuscul. i. 39,94). εὑρίσκειν Θεόν (opposed to ζητεῖν αὐτόν, see ζητέω, 1c. (cf. ἐκζητέω, a.)), to get knowledge of, come to know, God, εὑρίσκεται (ὁ Θεός) τίνι, discloses the knowledge of himself to one, Philo, monarch. i. § 5; Origen contra Celsus 7,42). On the other hand, in the O. T. εὑρίσκεται ὁ Θεός is used of God heaving prayer, granting aid implored (εὑρέθην (L and Tr in brackets WH marginal reading add ἐν) τοῖς ἐμέ μή ζητοῦσι, I granted the knowledge and deliverance of the gospel.
3. Middle, as in Greek writings, to find for oneself, to acquire, get, obtain, procure: λύτρωσιν, Buttmann, 193 (167); Winer's Grammar, 18; 33 (32) n.): τήν ψυχήν, ἀνάπαυσιν, (ταῖς ψυχαῖς ὑμῶν, μετανοίας τόπον, place for recalling the decision, changing the mind (of his father), Winer's Grammar, 147 (139)); σκήνωμα τῷ Θεῷ, opportunity of building a house for God, χάριν εὕρωμεν, grace, favor, χάριν παρά τῷ Θεῷ, ἐνώπιον, τοῦ Θεοῦ, ἔλεος παρά κυρίου, בֲּעֵינֵי חֵן מָצָא, ἀνευρίσκω.)

Greek Monolingual

βλ. βρίσκω.

Greek Monotonic

εὑρίσκω: παρατ. ηὕρισκον ή εὕρ-, μέλ. εὑρήσω, αόρ. βʹ εὗρον ή ηὗρον, Επικ. απαρ. εὑρέμεναι· παρακ. εὕρηκα — Μέσ., μέλ. εὑρήσομαι, αόρ. βʹ εὑρόμην ή Αττ. ηὑρ-· αόρ. αʹ εὑράμην — Παθ., μέλ. εὑρεθήσομαι· επίσης Μέσ. (με Παθ. σημασία) εὑρήσομαι· αόρ. αʹ εὑρέθην, παρακ. ηὕρημαι ή εὕρ-·
I. 1. βρίσκω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με μτχ., βρίσκω ότι, σε Ηρόδ.· και σε Παθ., ἢν εὑρεθῇς δίκαιος ὤν, σε Σοφ.
2. με απαρ., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι, βρήκε ότι εκείνο που έπρεπε να γίνει γι' αυτόν ήταν, σε Ηρόδ.
II. ανευρίσκω, ανακαλύπτω, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρβλ. εὕρημα II· ομοίως, σε Μέσ., βρίσκω για λογαριασμό μου, σε Ομήρ. Οδ.
III. εφευρίσκω, σκαρώνω, σχεδιάζω, επινοώ, μηχανεύομαι, σε Αισχύλ. κ.λπ. — Μέσ., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται, τα έργα γίνονται λόγια, δηλ. μιλούν από μόνα τους, σε Σοφ.
IV. βρίσκω, παίρνω, αποκτώ, σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ. — Μέσ., βρίσκω, παίρνω για τον εαυτό μου, επιφέρω στον εαυτό μου, κακὸν εὕρετο, σε Ομήρ. Οδ.· αὐτὸς εὑρόμην πόνους, σε Αισχύλ.
V. λέγεται για εμπορεύματα, βρίσκω αγοραστή, πιάνω καλή τιμή, κερδίζω, πολλὸν χρυσίον εὑροῦσα, έχοντας πιάσει καλή τιμή, σε Ηρόδ.· ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος, πουλάει σε ό,τι τιμή θα πιάσει, σε τυχαία τιμή, σε Ξεν.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: find (τ 158)
Other forms: Aor. εὑρεῖν, ind. εὗρον (Il.; later also ηὗρον), fut. εὑρήσω (h. Merc. 302, Ion.-Att.), perf. εὕρηκα, -ημαι (ηὕρ-), aor. pass. εὑρεθῆναι with fut. εὑρεθήσομαι (Ion.-Att.)
Compounds: often with prefix, e. g. ἀν-, ἐξ-, ἐφ-. As 1. member εὑρησι- (later εὑρεσι-) in εὑρησι-επής who finds ἔπη, epic poet (Pi.), εὑρησι-λογέω find grounds, find excuses and -λογία abitlity, to find grounds, eristics, making empty words (hell.; after the compp. in -λογέω, -λογία, cf. Schwyzer 726; on the meaning Zucker Philol. 82, 256ff.); with εὑρησί-λογος (Corn. a. o.).
Derivatives: derivv., also from the prefixcompp. (not noted): εὕρημα, later εὕρεμα (Schwyzer 523) find (Ion.-Att.), εὕρεσις discovery (Ion.-Att.; εὕρησις Apollod.; vgl. Fraenkel 1, 187 n. 1); εὕρετρα pl. finder-reward (Ulp.); εὑρετής discoverer (Att.) with f. εὑρετίς, -έτις (S. Fr. 101 [uncertain], D. S.); also εὑρέτρια (D. S., pap.; Chantraine Formation 104ff., Schwyzer 475 ); Εὑρέσιος surname of Ζεύς = Iupiter Inventor (D. H.; after Ίκέσιος a. o.); εὑρετικός of a dicoverer (Pl.), εὑρετός to find (Hp., S.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: The original confective meaning of εὑρίσκειν makes it probable, that the aorist will be archaic. Beside it was prob. an old perfect, seen in εὕρη-κα. After it came εὑρήσω; the latest member (beside εὑρεθῆναι) was the present εὑρίσκειν (quantity of the ι unknown), which was therefore an innovation. - The aorist εὑρεῖν can be a thematic root formation for *ἐ-Ϝρεῖν, with ἐ- as prothetic (which would mean *h₁w(e)r- ?) or from the ind. *ἔ-Ϝρ-ον (for *ἠ-Ϝρ-ον?); the aspiration secondary after ἑλεῖν a. o.? Or was it a reduplicated aorist *Ϝε-Ϝρεῖν with dissimilatory loss of the anlauting Ϝ- and secondary aspiration. - A reduplicated formation is found also in OIr. preterite -fúar I found < IE *u̯e-u̯r- (pres. fo-gabim); the pass. -frīth inventum est, which as IE *u̯rē-to- agrees with *Ϝρη- in -Ϝέ-Ϝρη-κα (> εὕρηκα). Also in OCS ob-rětъ I found IE *u̯rē-t- has been supposed. - A full grade u̯er- is seen in Arm. gerem (sec. aorist gerec̣i) take prisoner. - Lit. in Schwyzer 709 n. 2. - See now Taillardat, RPh. 34 (1960) 232-235: from *su̯er-, with *sesure > εὗρε (?).

Middle Liddell

I. to find, Hom., etc.:—c. part. to find that, Hdt.; and in Pass., ἢν εὑρεθῆις δίκαιος ὤν Soph.
2. c. inf., εὕρισκε πρῆγμά οἱ εἶναι found that the thing for him was, Hdt.
II. to find out, discover, Hom., etc.; cf. εὕρημα II:—so in Mid. to find out for oneself, Od.
III. to devise, invent, Aesch., etc.:—Mid., τὰ δ' ἔργα τοὺς λόγους εὑρίσκεται deeds make themselves words, i. e. speak for themselves, Soph.
IV. to find, get, gain, procure, Pind., Soph., etc.:—Mid. to get for oneself, bring on oneself, κακὸν εὕρετο Od.; αὐτὸς εὑρόμην πόνους Aesch.
V. of merchandise, to find a purchaser, to fetch, earn, πολλὸν χρυσίον εὑροῦσα having fetched a large sum, Hdt.; ἀποδίδοται τοῦ εὑρόντος sells for what it will fetch, Xen.

Frisk Etymology German

εὑρίσκω: {heurískō}
Forms: (seit τ 158), Aor. εὑρεῖν, Ind. εὗρον (seit Il.; später auch ηὗρον), Fut. εὑρήσω (h. Merc. 302, ion. att.), Perf. εὕρηκα, -ημαι (ηὕρ-), Aor. Pass. εὑρεθῆναι mit dem Fut. εὑρεθήσομαι (alles ion. att.)
Grammar: v.
Meaning: finden;
Composita: oft mit Präfix, z. B. ἀν-, ἐξ-, ἐφ-. Als Vorderglied εὑρησι- (später εὑρεσι-) in εὑρησιεπής der ἔπη ausfindet, epischer Dichter (Pi.), εὑρησιλογέω Gründe erfinden, Ausflüchte machen und -λογία Fähigkeit, Gründe zu erfinden, Eristik, leere Wortmacherei (hell. und spät; nach den Kompp. auf -λογέω, -λογία, vgl. Schwyzer 726; zur Bedeutung Zucker Philol. 82, 256ff.); dazu εὑρησίλογος (Corn. u. a.).
Derivative: Ableitungen, auch von den Präfixkompp. (nicht besonders notiert): εὕρημα, später εὕρεμα (Schwyzer 523) Fund (ion. att.), εὕρεσις Erfindung (ion. att.; εὕρησις Apollod.; vgl. Fraenkel 1, 187 A. 1); εὕρετρα pl. Finderlohn (Ulp.); εὑρετής Erfinder (att.) mitf. εὑρετίς, -έτις (S. Fr. 101 [unsicher], D. S.); auch εὑρέτρια (D. S., Pap.; Chantraine Formation 104ff., Schwyzer 475 m. Lit.); Εὑρέσιος Bein. d. Ζεύς = Iupiter Inventor (D. H.; nach ‘Ικέσιος u. a.); εὑρετικός erfinderisch (Pl. u. a.), εὑρετός zu finden (Hp., S. u. a.).
Etymology: Schon die ursprünglich konfektive Bedeutung von εὑρίσκειν gibt an die Hand, daß unter den verschiedenen Formen des Paradigmas der Aorist den stärksten Anspruch auf Altertümlichkeit erheben kann. Neben dem Aorist stand wahrscheinlich ein ebenfalls altes Perfektum, dessen Fortsetzer in εὕρηκα vorliegt. Danach wiederum εὑρήσω; als letztes Glied der Reihe trat endlich (neben εὑρεθῆναι) das Präsens εὑρίσκειν (mit unbekannter Quantität des ι) hinzu, das somit als Neubildung zu verstehen ist und keinen alten Ablaut εὑρι-: εὑρηι- beweist. — Der Aorist εὑρεῖν kann als thematische Wurzelbildung für *ἐϝρεῖν stehen, wobei ἐ- entweder prothetisch ist oder aus dem Ind. *ἔϝρον (für *ἠϝρον?) stammt; dazu sekundäre Aspiration nach ἑλεῖν u. a.? Oder es handelt sich um einen reduplizierten Aorist *ϝεϝρεῖνmit dissimilatorischem Schwund des anlautenden ϝ- und sekundärem Hauch. — Eine reduplizierte Bildung erscheint auch im air. Präteritum -fuar ich fand aus idg. *u̯e-u̯r- (Präs. fo-gabim); daneben das Pass. -frīth inventum est, das als idg. *u̯rē-to- zu *ϝρη- in -ϝέϝρηκα (> εὕρηκα) stimmt. Auch in aksl. ob-rětъ ich fand ist idg. *u̯rē-t- vermutet worden. — Ein hochstufiges u̯er- ist in arm. gerem (sek. Aorist gerec̣i) gefangen nehmen erhalten; eine schwachstufige u-Erweiterung, idg. *u̯r̥ru-, kann in ἀρύω schöpfen (s. d.) vorliegen. — Lit. bei Schwyzer 709 A. 2 und WP. 1, 280. — Kronasser Studies Whatmough 124 will in heth. urki- Spur eine Gutturalerweiterung finden.
Page 1,591-592

Chinese

原文音譯:eØr⋯skw 休里士可
詞類次數:動詞(178)
原文字根:尋 相當於: (מָצָא‎)
字義溯源:尋找*,找,找著,找到,尋到,尋出,尋得,尋見,察出,查出,指出,發現,出現,又得的,得著,得知,得到,探得,所擭,卻想,發明,看見,遇見,見,可見,預備,覺得,得把柄,知道,暴露出來,完成。這字主要的意義:尋找,尋找一些人,事,物。如果是被動式,意為:遇見
同源字:1) (ἀνευρίσκω)找出來 2) (εὑρίσκω)尋找 3) (ἐφευρετής)發現者
同義字:1) (εὑρίσκω)尋找 2) (θεωρέω)在觀看 3) (καταλαμβάνω)抓住,得著 4) (νοέω)運用心思 5) (εἶδον / ὁράω)凝視 6) (συνίημι / συνίω)建立,明白
出現次數:總共(177);太(27);可(11);路(45);約(19);徒(35);羅(5);林前(2);林後(6);加(1);腓(2);提後(2);來(4);彼前(2);彼後(2);約貳(1);啓(13)
譯字彙編
1) 見(16) 太26:40; 太26:43; 可7:30; 可14:37; 可14:40; 路9:36; 路22:45; 路24:3; 路24:23; 徒5:10; 徒5:22; 徒10:27; 林後9:4; 林後12:20; 彼後3:14; 啓18:14;
2) 遇見(14) 太13:46; 太27:32; 路24:33; 約1:43; 約5:14; 約9:35; 徒9:33; 徒17:23; 徒18:2; 徒19:1; 徒21:2; 徒27:6; 徒28:14; 林後2:13;
3) 看見(10) 太24:46; 可11:4; 可13:36; 路7:10; 路8:35; 路11:25; 路12:37; 路12:38; 路12:43; 約2:14;
4) 找⋯著(8) 路2:45; 路13:6; 路13:7; 約7:34; 約7:35; 約7:36; 徒17:6; 啓20:11;
5) 找著(7) 太18:13; 可11:13; 路15:4; 路15:8; 約1:41; 約1:45; 徒12:19;
6) 找著了(5) 路15:5; 路15:9; 約6:25; 徒11:26; 提後1:17;
7) 找到(4) 太7:14; 路4:17; 啓5:4; 啓18:22;
8) 遇見的(3) 太22:9; 可14:16; 路24:24;
9) 有(3) 路17:18; 羅7:18; 腓2:8;
10) 又得的(2) 路15:24; 路15:32;
11) 尋⋯出(2) 路5:19; 路19:48;
12) 查出(2) 徒13:28; 彼前2:22;
13) 尋得(2) 徒17:27; 提後1:18;
14) 尋⋯著(2) 可14:55; 路11:24;
15) 所遇見的(2) 路19:32; 路22:13;
16) 得了(2) 約12:14; 羅4:1;
17) 找到了(2) 啓18:21; 啓18:24;
18) 我們遇見了(2) 約1:41; 約1:45;
19) 我查(2) 路23:4; 路23:22;
20) 得(2) 彼前1:7; 啓9:6;
21) 尋見(2) 路11:9; 路11:10;
22) 他看見(2) 太12:44; 太20:6;
23) 探得(2) 徒27:28; 徒27:28;
24) 找⋯到(2) 徒7:11; 啓12:8;
25) 得著(2) 太26:60; 來4:16;
26) 遇見了(2) 太13:44; 可1:37;
27) 查⋯出(2) 約18:38; 約19:6;
28) 察出(1) 啓14:5;
29) 登(1) 啓20:15;
30) 要被發現(1) 林後11:12;
31) 見了(1) 啓16:20;
32) 被遇見時(1) 林後5:3;
33) 看出(1) 啓2:2;
34) 她⋯察出(1) 太1:18;
35) 就完成了(1) 來9:12;
36) 得以(1) 腓3:9;
37) 要暴露出來(1) 彼後3:10;
38) 我見(1) 約貳1:4;
39) 見到(1) 林後12:20;
40) 被找到(1) 來11:5;
41) 必會⋯看見(1) 可11:2;
42) 我查⋯出(1) 約19:4;
43) 她們⋯看見(1) 路24:2;
44) 查出⋯來(1) 路23:14;
45) 發現⋯是(1) 加2:17;
46) 我們⋯被指出(1) 林前15:15;
47) 他們⋯看見過(1) 徒24:12;
48) 我們看⋯出(1) 徒23:9;
49) 他⋯找到(1) 徒9:2;
50) 我⋯遇見過(1) 路7:9;
51) 他⋯得著(1) 來12:17;
52) 你們要⋯看見(1) 太21:2;
53) 你們⋯就尋得(1) 太11:29;
54) 得著⋯的(1) 太10:39;
55) 我被⋯遇見(1) 羅10:20;
56) 你已蒙⋯了(1) 路1:30;
57) 我⋯見到(1) 啓3:2;
58) 都有(1) 林前4:2;
59) 我⋯遇見(1) 太8:10;
60) 我尋得(1) 徒13:22;
61) 得把柄(1) 路6:7;
62) 他們遇見(1) 路2:46;
63) 你們要看見(1) 路2:12;
64) 找(1) 路9:12;
65) 已經找到了(1) 路15:6;
66) 必看見(1) 路19:30;
67) 遇得見(1) 路18:8;
68) 已經找著了(1) 路15:9;
69) 所獲(1) 可11:13;
70) 他們遇見的(1) 太22:10;
71) 將要得著(1) 太10:39;
72) 他就尋見(1) 太7:8;
73) 將尋見(1) 太7:7;
74) 尋到(1) 太12:43;
75) 必將得著(1) 太16:25;
76) 可找(1) 太21:19;
77) 他遇見(1) 太18:28;
78) 必得(1) 太17:27;
79) 我們見(1) 路23:2;
80) 能找到(1) 約10:9;
81) 得知是(1) 徒19:19;
82) 尋到了(1) 太2:8;
83) 他們遇見了(1) 徒13:6;
84) 我查知(1) 徒23:29;
85) 我們查出(1) 徒24:5;
86) 卻被發現(1) 羅7:10;
87) 他們找出(1) 徒24:20;
88) 他們見(1) 徒24:18;
89) 出現(1) 徒8:40;
90) 預備(1) 徒7:46;
91) 卻想(1) 徒4:21;
92) 必得著(1) 約21:6;
93) 知道(1) 約11:17;
94) 我們看見(1) 徒5:23;
95) 可見(1) 徒5:23;
96) 蒙(1) 徒7:46;
97) 是(1) 徒5:39;
98) 我覺得(1) 羅7:21

Mantoulidis Etymological

Ἀπό ρίζα ϝεϝρ→ ευρ + πρόσφυμα ισκ + ω → εὑρίσκω.
Παράγωγα: εὕρεσις, ἐφεύρεσις, εὑρητέος, εὑρετής, ἐφευρέτης, εὑρετικός, εὑρετός, δυσεύρετος, εὕρημα, εὑρησιεπής (=πού ἀνακαλύπτει λέξεις), εὑρεσιέπεια, εὑρησίλογοςεὑρεσίλογος, εὑρεσιλογία, εὑρεσιλογῶ.

Lexicon Thucydideum

invenire, nancisci, to find, obtain, 1.71.6, 1.132.5, 2.6.3, 2.102.5. 3.30.2, 3.49.2. 4.36.1, 4.44.5. 4.54.1, 4.124.2. 5.21.3. 5.42.1, [Vat. Vatican manuscript ηὗρον]. 6.52.1, 7.78.3. 7.79.1. 7.80.6. 8.66.4, 8.76.7.
PASS. 2.34.3, 3.47.5, 4.62.1. 6.58.2. 7.62.3,
comperire, investigando et inquirendo consequi, to learn by investigating and inqu, 1.1.2, 1.20.1. 1.80.2, 1.135.2, 2.87.7. 3.56.5. 5.20.3, 5.26.2. 5.26.3. 6.53.2, 7.67.2. 8.33.4.
PASS. 1.21.1, 1.22.3, 6.2.2, 6.31.5,
MED. adipisci, impetrare, to obtain, gain, 1.31.2, 1.58.1, [Vat. et alii Vatican and other manuscripts ηὕροντο] 5.32.6.