κατάλειπτος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν οὐδὲν κτῆμα κάλλιον φίλου → Nulla est amico pulchrior possessio → Als einen Freund gibt's keinen schöneren Besitz

Menander, Monostichoi, 423
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάλειπτος Medium diacritics: κατάλειπτος Low diacritics: κατάλειπτος Capitals: ΚΑΤΑΛΕΙΠΤΟΣ
Transliteration A: katáleiptos Transliteration B: kataleiptos Transliteration C: kataleiptos Beta Code: kata/leiptos

English (LSJ)

[ᾰλ], ον, anointed, σμύρνῃ Ar.Eq.1332; μύρῳ Id.Pax 862.

German (Pape)

[Seite 1359] besalbt, σμύρνῃ, μύρῳ, Ar. Equ. 1332 Pax 862.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
oint, enduit.
Étymologie: καταλείφω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-άλειπτος [καταλείφω] gezalfd, ingesmeerd.

Russian (Dvoretsky)

κατάλειπτος: умащенный, натертый (σμύρνῃ Arph.).

Greek Monolingual

κατάλειπτος, -ον (Α) καταλείφω
αλειμμένος με μεγάλη ποσότητα αλοιφής ή μύρου («κατάλειπτος σμύρνῃ»).

Greek Monotonic

κατάλειπτος: -ον, επιχρισμένος, αλειμμένος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κατάλειπτος: -ον, ἀληλιμμένος ἐντελῶς, πολὺ ἀλειμμένος, σμύρνῃ Ἀριστοφ. Ἱππ. 1332· μύρῳ Εἰρ. 862.

Middle Liddell

κατ-άλειπτος, ον [from καταλείβω
anointed, Ar.

English (Woodhouse)

anointed with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)