κατασκάπτω
αἰτήσεις ἀκοὐεις σῶν ἱκετῶν· ταχἐως συνδραμεῖς ἀναπαὐων εὐεργετῶν· ἰάματα παρἐχεις, Ἱερἀρχα, τῇ πρὀς Θεὀν παρρησἰᾳ κοσμοὐμενος → You hear the prayers of your suppliants; quickly you come to their assistance, bringing relief and benefits; you provide the remedies, Archbishop, since you are endowed with free access to God.
English (LSJ)
A pf. κατέσκᾰφα Isoc.14.35:—dig down, ἐπὶ θάτερα τῆς ἀμπέλου Thphr. HP 4.13.5; but usu.,
II destroy utterly, raze to the ground, τὸ ἄστυ Hdt.7.156; Τροίαν κ. βίᾳ S.Ph.998, cf. A.Ag. 525; πάτραν S.OC1421; δόμους E.HF566; πόλιν SIG344.7 (Teos, iv B.C.), cf. D.18.71; το τέγος Ar.Nu.1488; τὰ τείχη ἐς ἔδαφος Th. 4.109, cf. Lys.12.40, Isoc. l.c., Arist.Ath.37.1; τὸν λιμένα Aeschin. 3.123; τὰ θυσιαστήρια LXX 3 Ki.19.10; τὴν οἰκίαν εἰς ἔδαφος Plu.Publ. 10, etc.:—Pass., ϝοικία κατασκαπτέσθω Berl.Sitzb.1927.8 (Locr., v B.C.); τὰ οἱκία οἱ κατεσκάφη Hdt.6.72; πατρῴα ἑστία κατεσκάφη E. Hec.22; τὰ κατεσκαμμένα ἀναστήσω LXX Am.9.11.
German (Pape)
[Seite 1377] untergraben, Theophr.; gew. eine Mauer untergraben, zerstören, von Grund aus niederreißen; Τροίαν Aesch. Ag. 511; Soph. Phil. 986 O. C. 1423; δόμους, πόλιν, Eur. Herc. Fur. 566 Troad. 1263; πατρῴα ἑστία κατεσκάφη Hec. 22; κατασκαφείη Lys. 13, 8; τὴν πόλιν κατεσκάφασιν Isocr. 14, 7; πόλιν κατεσκάφθαι Pol. 3, 107, 4; οἰκίαι κατεσκάφησαν D. Sic. 13, 57.
French (Bailly abrégé)
saper, miner ; détruire de fond en comble, raser, acc. ; p. ext. πάτραν SOPH dévaster sa patrie.
Étymologie: κατά, σκάπτω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατα-σκάπτω verwoesten, met de grond gelijk maken:. τὰ οἰκία οἱ κατεσκάφη zijn huis werd verwoest Hdt. 6.72.2; τὰ μακρὰ τείχη... κατέσκαψαν... ἐς ἔδαφος zij hebben de lange muren met de grond gelijk gemaakt Thuc. 4.109.1.
Russian (Dvoretsky)
κατασκάπτω:
1 срывать до основания, сносить, тж. разрушать дотла (Τροίαν Aesch.; οἰκίαν Her., Plut.; τείχη Thuc.; δόμους Eur.; τὰ θυσιαστήρια NT): κ. οἰκίαν εἰς ἔδαφος Plut. разрушить дом до основания; εἰ κατασκαφείη τῶν τειχῶν τῶν μαχρῶν ἐπὶ δέκα στάδια Lys. если будут срыты Длинные Стены (между Афинами и Пиреем) на протяжении десяти стадий;
2 разорять, опустошать (πάτραν Soph.; γῆν Eur.).
English (Strong)
from κατά and σκάπτω; to undermine, i.e. (by implication) destroy: dig down, ruin.
English (Thayer)
1st aorist κατεσκαψα; perfect passive participle κατεσκαμμένος; to dig under, dig down, demolish, destroy: τί, R G L), from καταστρέφω)). (Tragg., Thucydides, Xenophon, and following).
Greek Monolingual
(AM κατασκάπτω)
1. σκάβω βαθιά («κατασκάψαντα ἐπὶ θάτερα τῆς ἀμπέλου περικαθᾱραι πάσας τὰς ῥίζας», Θεόφρ.)
2. γκρεμίζω, ξεθεμελιώνω, ρημάζω από τα θεμέλια («κατασκάψω δόμους καινῶν τυράννων», Ευρ.).
Greek Monotonic
κατασκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω, καταστρέφω ολοσχερώς, ξεσηκώνω από τα θεμέλια, καταρρίπτω, σε Ηρόδ., Σοφ. κ.λπ. — Παθ., οἰκία οἱ κατεσκάφη (αόρ. βʹ), σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κατασκάπτω: σκάπτω εἰς τὰ κάτω, σκάπτω εἰς βάθος, κατορύττω, μετ’ αἰτ., περὶ τῆς ἀμπέλου, κατασκάψαντα ἐπὶ θάτερα τῆς ἀμπέλου περικαθᾶραι πάσας τὰς ῥίζας Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 13, 6· ἀλλ’ ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον. ΙΙ.σκάπτων κρημνίζω, κατακρημνίζω, μέχρι τοῦ ἐδάφους, κατεδαφίζω, καταστρέφω, ἐκ θεμελίων ἀνατρέπω, τὸ ἄστυ Ἡρόδ. 7. 156· Τροίαν κ. βίᾳ Σοφ. Φιλ. 998, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀγ. 525· πάτραν Σοφ. Ο.Κ. 1421· δόμους, πόλιν, γῆν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 566, κτλ.· τὸ τέγος Ἀριστοφ. Νεφ. 1488· τὰ τείχη κατέσκαψαν ἑλόντες ἐς ἔδαφος Θουκ. 4. 109· τὰ τείχη κατεσκάφασιν Ἰσοκρ. 303Β· κ. τὴν πόλιν, ἀντίθετ. τῷ ἀναστῆσαι τὴν π., Ἀθήν.· τὸν λιμένα κατασκάψαντες καὶ τὰς οἰκίας ἐμπρήσαντες Αἰσχίν. 71· τὴν οἰκίαν εἰς ἔδαφος Πλουτ. Ποπλ. 10, κτλ.·― Παθ., οἰκία οἱ κατεσκάφη Ἡρόδ. 6. 72· πατρῴα ἑστία κατεσκάφη Εὐρ. Ἑκάβ. 22· κατεσκάφθη Δημ. 361. 20· τὰς κατεσκαμμένας πόλεις ὑπὸ τῶν βαρβάρων Διόδ. 16. 65· τὴν πόλιν κατεσκάφθαι Πολύβ. 3. 107, 4· πρβλ. ἀναιρεῖν τὰς πόλεις καὶ ἐς ἔδαφος καθελεῖν.
Middle Liddell
fut. ψω
to dig down, destroy utterly, rase to the ground, overthrow, Hdt., Soph., etc.:— Pass., οἰκία οἱ κατεσκάφη (aor2) Hdt.
Chinese
原文音譯:katask£ptw 卡他-士卡普拖
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-挖掘
字義溯源:暗中破壞,中傷,破壞,毀壞,拆,拆除;由 (κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照) 與 (σκάπτω)*=挖掘) 組成。參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(2);徒(1);羅(1)
譯字彙編:
1) 他們拆了(1) 羅11:3;
2) 破壞的(1) 徒15:16
Lexicon Thucydideum
subruere, demoliri, to overthrow, demolish, 4.109.1, 5.63.2, 6.7.2, 8.92.10.