κενόω
στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood
English (LSJ)
E.Med.959, Pl.Smp.197d; Ep. κεινόω Nic.Th.56, Al.140:
Afut. κενώσω E.Ion447: aor. ἐκένωσα Id.Ba.730: pf. κεκένωκα App.BC 5.67:—Pass., fut. κενωθήσομαι Gal.4.709, κενεώσομαι Emp.16: aor. ἐκενώθην Th.2.51: pf. κεκένωμαι Hdt.4.123, Hp.Morb.Sacr.9: (κενός): —empty, πᾶσαν ἠπείρου πλάκα A.Pers.718 (troch.); ναούς E.Ionl.c.: c. gen., empty of a thing, ἀνδρῶν τάνδε πόλιν κενῶσαι A.Supp.660, cf. E.Rh.914 (lyr.); χέρας [δώρων] Id.Med.l.c.; τινὰ τᾶς συοπλουτοσύνας Cerc.4.13; opp. πληροῦν τινά τινος, Pl.l.c., cf. R.560d:—Pass., to be emptied, be made empty or be left empty, S.OT29; ἐς τὸ κενούμενον = into the space continually left empty, Th.2.76; οἰκίαι πολλαὶ ἐκενώθησαν ib.51: c.gen., τούτων κενεώσεται… αἰών = will be left without them, Emp.l.c.; κεκενωμένου τοῦ τείχεος πάντων = stripped of all things, Hdt.l.c.
2 make a place empty by leaving it, desert it, βωμοῦ ἐσχάραν E.Andr.1138; λόχμην Id.Ba.l.c.:—Pass., κενωθεισῶν τῶν νεῶν Th.8.57.
3 Medic., empty by depletion, opp. πληροῦν, Hp.Aph.2.51, cf. Aret.CA1.2, Gal.l.c.; τινα Phld.Lib.p.30 O.; carry off, αἷμα Luc.Ocyp.93; ἐκ τοῦ σώματος χολήν Gal.Nat.Fac.1.13:—Pass., τὰ κενούμενα = evacuations, Id.6.78, Antyll. ap. Stob.4.37.27.
4 empty out, pour away, φάρμακον Iamb.Bab.7: metaph., πλοῦτον f.l. in Ph.1.119:—Pass., τοῦ λαοῦ κενωθέντος D.S.24.1; make away with, θανάτου βάρος Cypr. Fr.1.6.
5 expend, εἴς με κένωσον πᾶν βέλος AP5.57 (Arch.).
6 in Pass., waste away, shrivel, Thphr.HP7.4.3, 9.14.3.
II metaph., make empty, ἑαυτόν Ep.Phil.2.7; make void or make of no effect, καύχημα 1 Ep.Cor.9.15; ὑπάρξεις Vett.Val.90.7:—Pass., to be or become so, Ep.Rom.4.14.
German (Pape)
[Seite 1417] ion. κεινόω, ausleeren, leer machen, Gegensatz πληρόω, Plat. Phil. 35 e; ναοὺς τίνοντες ἀδικίας κενώσετε Eur. Ion 447; von der Pest, ὑφ' οὗ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον Soph. O. R. 29; vgl. Aesch. Suppl. 646; τινός, τί τῶνδε τῶν δώρων σὰς κενοῖς χέρας Eur. Med. 959; τούτων κενώσαντες τὴν ψυχήν, hiervon die Seele entblößend, leer machend, Plat. Rep. VIII, 560 d; Conv. 197 c; κεκενῶσθαι τὸν ὀφθαλμόν Poll. 4, 188; πολλαὶ οἰκίαι ἐκενώθησαν ἀπορίᾳ τοῦ θεραπεύσαντος, sie starben aus, Thuc. 2, 51; – leer machen, verlassen, λόχμην κενώσας ἔνθ' ἐκρυπτόμην δέμας Eur. Bacch. 730; – ausschütten, erschöpfen, εἴς με κένωσον πᾶν βέλος Archi. 1 (V, 58). – Pass. nichtig, unnütz gemacht werden, vereitelt werden, N.T.
French (Bailly abrégé)
κενῶ :
f. κενώσω, ao. ἐκένωσα, pl. κεκένωκα;
1 vider, évacuer ; Pass. être vidé en parl. de maisons ; ἀνδρῶν πόλιν κ. ESCHL dégarnir une ville de la population mâle ; Pass. κεκενωμένου τοῦ τείχεος πάντων HDT le mur ayant été dénudé de tout ce qui le garnissait;
2 évacuer, faire sortir : αἷμα LUC épuiser le sang;
NT: rendre vain, rendre sans effet.
Étymologie: κενός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κενόω [κενός] fut. med. 3 sing. κενεώσεται (pass. bet.) leeg maken:; τὸ κενούμενον de ruimte die werd leeggehaald Thuc. 2.76.2; κενωθεισῶν τῶν νεῶν als de schepen (door de bemanning) verlaten waren Thuc. 8.57.1; beroven van, met gen.: μήποτε λοιμὸς ἀνδρῶν τάνδε πόλιν κενώσαι moge de pest nooit deze stad van haar mannen beroven Aeschl. Suppl. 660. geneesk. ontdoen van sappen, aderlaten:. τὸ κατὰ πολὺ καὶ ἐξαπίνης κενοῦν... σφαλερόν excessieve of plotselinge lozing is gevaarlijk Hp. Aph. 2.51. overdr. tenietdoen; pass. ijdel zijn; NT; afstand doen van:. ἑαυτὸν ἐκένωσεν hij deed afstand (van zijn goddelijke aard) NT Phil. 2.7.
Russian (Dvoretsky)
κενόω: ион. κεινόω
1 делать пустым, опорожнять (τὸ ἀγγεῖον Arst.): τὸ κενούμενον Thuc. выкапываемая яма;
2 опустошать (πᾶσαν ἠπείρου πλάκα Aesch.; ναούς Eur.): λοιμός, ὑφ᾽ οὖ κενοῦται δῶμα Καδμεῖον Soph. чума, которой опустошается град Кадмов;
3 отнимать, лишать (τὴν πόλιν ἀνδρῶν Aesch.; χέρας δώρων Eur.; τὸ καύχημά τινος NT): κεκεινωμένου τοῦ τείχεως πάντων Her. когда (крепостная) стена была лишена всех средств обороны;
4 оставлять, покидать (βωμόν, λόχμην Eur.);
5 удалять, извлекать (αἷμα Luc.);
6 (из)расходовать (πᾶν βέλος εἴς τινα Anth.; ἑαυτον NT);
7 сводить к нулю, подавлять (τι NT); pass. становиться тщетным (ἵνα μὴ τὸ καύχημα κενωθῇ NT).
English (Strong)
from κενός; to make empty, i.e. (figuratively) to abase, neutralize, falsify: make (of none effect, of no reputation, void), be in vain.
English (Thayer)
κενῷ: (future κενώσω, L text T Tr WH); 1st aorist ἐκενωσα; passive, perfect κεκνωμαι; 1st aorist ἐκενωθην;
1. to empty, make empty: ἑαυτόν ἐκένωσε, namely, τοῦ εἶναι ἴσα Θεῷ or τῆς μορφῆς τοῦ Θεοῦ, i. e. he laid aside equality with or the form of God (said of Christ), to make void i. e. deprive of force, render vain, useless, of no effect: passive, to make void i. e. cause a thing to be seen to be empty, hollow, false: τό καύχημα, Sept. viz. Jeremiah 15:9; often in Attic writings.)
Greek Monotonic
κενόω: Ιων. και ποιητ. κειν-· μέλ. -ώσω, αόρ. αʹ ἐκένωσα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκενώθην, παρακ. κεκένωμαι, Ιων. κεκείνωμαι· (κενός)·
I. 1. κενώνω, αδειάζω, αντίθ. προς το πληρόω, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· με γεν., αδειάζω από κάτι — Παθ., αδειάζομαι, εκκενώνομαι, γίνομαι ή απομένω άδειος, σε Σοφ.· ἐς τὸ κενούμενον, στο μέρος που συνεχώς αφήνεται άδειο, σε Θουκ.· με γεν., κεκεινωμένος πάντων, απογυμνωμένος από τα πάντα, σε Ηρόδ.
2. εκκενώνω μέρος με το να εγκαταλείψω, το αφήνω στη τύχη του, σε Ευρ.
II. μεταφ., κάνω κάτι κενό, θεωρώ κάποιον μηδαμινής αξίας, δεν υπολογίζω, αψηφώ, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., είμαι ή γίνομαι κενός, στο ίδ.
Greek (Liddell-Scott)
κενόω: Ἰων. κεινόω, Εὐρ., Πλάτ.: μέλλ. -ώσω, Εὐρ. Ἴων 447: ἐκένωσα, Εὐρ.: πρκμ. κεκένωκα, Ἀππ.- Παθ., μέλλ. κενωθήσομαι, Γαλην.· ὡσαύτως μέσ. μέλλ. μὲ παθ. σημασ. κεινώσομαι (ἴδε κατωτ.): ἀόρ. ἐκενώθην, Θουκ.: πρκμ. κεκένωμαι, Ἰων. κεκείνωμαι. Ἡρόδ.· (κενός). Κενώνω, κενόν τι ποιῶ, «ἀδειάζω», ἀντίθετον τῷ πληρόω, Αἰσχύλ. Πέρσ. 718, Εὐρ. Ἴων 447, κτλ.· μετὰ γεν., κενώνω ἀπό τινος πράγματος, ἀνδρῶν τήνδε πόλιν κενῶσαι Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 660, πρβλ. Εὐρ. Ρῆσ. 914· χέρας δὼρων ὁ αὐτ. ἐν Μηδ. 959· ἀντίθετ. τῷ πληροῦν τινά τινος Πλάτ. Συμπ. 197C, Πολ. 560D.- Παθ., κενοῦμαι, γίνομαι ἢ ἀφίνομαι κενός, ἐν τῷ πληροῦσθαι καὶ κενοῦσθαι Πλάτ. Φίληβ. 35Ε, Σοφ. Ο. Τ. 29· ἐς τὸ κενούμενον, εἰς τὸ μέρος τὸ συνεχῶς ἀφιέμενον κενόν, Θουκ. 2. 70· οἰκίαι πολλαί ἐκενώθησαν αὐτόθι 51· μετὰ γεν., τούτων κεινώσεται... αἰών, θὰ μείνῃ ἄνευ αὐτῶν, Ἐμπεδ. 146· κεκεινωμένου τοῦ τείχεος πάντων, γυμνωθέντος ἀπὸ πάντων, Ἡρόδ. 4. 123. 2) κάμνω μέρος τι κενὸν ἀναχωρῶν ἀπ’ αὐτοῦ, ἐγκαταλείπω, βωμὸν Εὐρ. Ἀνδρ. 1138, λόχμην κενώσας ἔνθ’ ἐκρυπτόμην δέμας Βάκχ. 730.- Παθ., κενωθεισῶν τῶν νεῶν Θουκ. 8. 57. 3) παρ’ ἰατρ., κενῶ δι’ ἐλαττώσεως, Ἱππ. Ἀφ. 1246· ἀφαιρῶ, αἷμα Λουκ. Ὠκύπ. 93· κ. φάρμακον, ἐκχύνω, Ἰάμβλ. ἐν Φωτ. Βιβλιοθ. 75, 28· ἀπορρίπτω, ἐξαφανίζω, τι Κυπρ. Ἀποσπ. 1. 4) κενώνω, δαπανῶ, μεταχειρίζομαι, εἴς με κένωσον πᾶν βέλος Ἀνθ. Π. 5. 58· κ. πάντα εἰς τοὺς πένητας Ἰω. Χρυσ.· τὴν ἰσχὺν ἔν τινι Γρηγ. Ναζ., κτλ. ΙΙ. μεταφορ., κάμνω τι κενόν, θεωρῶ τινα ὡς μηδενὸς ἄξιον, τι Ἐπιστ. πρ. Φιλιπ. β΄, 7· κάμνω τι μάταιον ἢ ἄνευ ἀποτελέσματος, τι Α΄ Ἐπιστ. πρ. Κορ. θ΄, 15.- Παθ., εἷμαι ἢ γίνομαι μάταιος, Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. δ΄, 14, κτλ.
Middle Liddell
κενόω, κενός
I. to empty out, drain, opp. to πληρόω, Aesch., Eur., etc.; c. gen. to empty of a thing:— Pass. to be emptied, made or left empty, Soph.; ἐς τὸ κενούμενον into the space continually left empty, Thuc.; c. gen., κεκεινωμένος πάντων stripped of all things, Hdt.
2. to make a place empty by leaving it, desert it, Eur.
II. metaph. to make empty, to make of no account or of no effect, NTest.:—Pass. to be or become so, NTest.
Chinese
原文音譯:kenÒw 咳挪哦
詞類次數:動詞(5)
原文字根:空的 相當於: (אָמַל)
字義溯源:成空,空談,虛,虛空,歸虛空,落空;源自(κενός)*=虛空的)。( 腓2:7)主耶穌的反倒‘虛’己,是這字極巧妙的使用與繙譯。(據說英譯本對這字在此的繙譯頗有爭論)。參讀 (ἀθετέω)同義字參讀 (ἀναιρέω)同義字
出現次數:總共(5);羅(1);林前(2);林後(1);腓(1)
譯字彙編:
1) 落了空(3) 林前1:17; 林前9:15; 林後9:3;
2) 虛(1) 腓2:7;
3) 就歸虛空(1) 羅4:14
Mantoulidis Etymological
-ῶ (=ἀδειάζω). Ἀπό τό κενός ἰων. κεινός (=ἄδειος).
Παράγωγα: κενότης, κένωσις, κενώσιμος, κένωμα, κενωτικός, κενωτέον καί τά σύνθετα: κενόδοξος, κενολογία (=φλυαρία), κενοτάφιον.
Lexicon Thucydideum
vacuum fieri, to become empty, 2.51.5, 2.76.2, 8.57.1.
Translations
empty
Arabic: فَرَغَ; Moroccan Arabic: خوى; Armenian: դատարկել, թափել; Assamese: আজৰা, শুদা কৰা, উদং কৰা, খালী কৰা; Asturian: vaciar; Azerbaijani: boşaltmaq; Bashkir: бушатыу; Bengali: খালি করা; Breton: goullonderiñ; Bulgarian: изпразвам; Catalan: buidar; Czech: vyprázdnit; Danish: tømme; Dutch: leegmaken, legen; Esperanto: malplenigi; Faroese: tøma; Finnish: tyhjentää; French: vider; Old French: vuidier; Galician: baleirar, vazar, librar; Georgian: დაცლა; German: leeren, entleeren, ausleeren, leer machen; Greek: αδειάζω; Ancient Greek: ἀλαπάζω, ἀνατιτράω, ἀποκενόω, ἀποστιβάζω, ἐγγλύφω, ἐγκοιλαίνω, ἐκγιγαρτίζω, ἐκγλύφω, ἐκκεινόω, ἐκκενέω, ἐκκενόω, ἐκκοιλαίνω, ἐκκοκκίζω, ἐξαρύω, κεινόω, κενόω.; Hindi: ख़ाली करना; Hungarian: ürít; Icelandic: tæma; Ido: vakuigar, varsar; Irish: bánaigh, folmhaigh; Italian: vuotare, svuotare; Japanese: 空にする; Korean: 비우다; Kurdish Central Kurdish: بەتاڵ کردن; Northern Kurdish: vala kirin; Latin: vacuo; Lombard: vodì; Malay: mengosongkan; Maori: kautahanga, whakapiako, whakangita; Norman: vièdjer, viédgi; Norwegian: tømme; Occitan: voidar; Persian: خالی کردن; Polish: opróżnić; Portuguese: esvaziar; Romanian: goli, descărca, deșerta, liber; Russian: опустошать, опустошить, опорожнять, опорожнить, вынимать, вынуть; Serbo-Croatian Cyrillic: испразнити; Roman: isprázniti; Slovene: prazniti, izprazniti; Spanish: vaciar; Swedish: tömma; Tagalog: basyuhin; Turkish: boşaltmak; Ukrainian: спорожняти, спорожнювати, спорожнити; Urdu: خالی کرنا; Venetian: svodàre; Vietnamese: tẩy trống, tẩy sạch; Walloon: vudî